της Ειρήνης Δερμιτζάκη *
Πρόσωπα:
(Με σειρά εμφάνισης)
Αντώνης
Μιχάλας ο σκύλος
Γείτονας
Κλεφτρόνι
Η ιστορία εξελίσσεται στο σήμερα, σε ένα διαμέρισμα σε κάποιο πεζόδρομο στο Γαλάτσι, ένα βράδυ του Αυγούστου, με καύσωνα.
ΕΙΚΟΝΑ Α’
Στην κουζίνα ενός
απλοϊκού διαμερίσματος. Ο Αντώνης, ένας συνηθισμένος τύπος, λιγάκι εύσωμος, με
αρχές καράφλας, γύρω στα σαρανταπέντε. Φοράει άσπρο κλασικό φανελάκι, βερμούδα
και σαγιονάρες, προσπαθεί να βρει ένα μεγάλο μαχαίρι για να κόψει ένα καρπούζι.
Κάτω από το τραπέζι της κουζίνας κοιμάται ο Μιχάλας ο Σκύλος του.
ΑΝΤΩΝΗΣ
Πού το ‘χει βάλει ρε παιδί μου αυτό το καλό μαχαίρι; Το
ξύλινο… Μήνες έχω να το δω… Άνοιξε η γη και το κατάπιε! (Πιάνει ένα μικρό μαχαίρι πλαστικό) Τι να κάνω τώρα; Δεν έχω άλλη
λύση,. Να το σφάξω; Ή να το αφήσω για αύριο. Να το σφάξω; Να μην το σφάξω. Θα
το σφάξω! (Ακούγεται το κρακ, κρακ, κρακ,
παραγινωμένου καρπουζιού). Εμένα που λες η γιαγιά μου έτρωγε καρπούζι
μονάχα τέλη Αυγούστου. Δεν αγόραζε ποτέ από τους πλανόδιους τσιγγάνους.
Απέφευγε όλα τα λαχανικά και φρούτα που είχαν ραντιστεί με φυτοφάρμακα και
περίμενε καρτερικά πότε θα μαζέψει τη σοδειά ο πατέρας μου από το μποστάνι μας.
Μόνο τότε έτρωγε. Όταν θα τα ξεφόρτωνε με τα κοφίνια ο πατέρας μου ο
συγχωρεμένος στην αυλή της. Ήθελε η γριά να βλέπει τα ζαρζαβατικά με το χώμα
επάνω, και λιγάκι πώς να το πω; Χτυπημένα. Δεν της γέμιζαν το μάτι τα
αψεγάδιαστα, γυαλιστερά φρούτα του εμπορίου! Θα μπορούσες να πεις πως η γιαγιά
με τις παραξενιές της ήταν μια από τους πρώτους υποστηρικτές των βιολογικών
προϊόντων. …Πέθανε ενενήντα εννιά χρονών. Στα εκατό καίγεσαι! (Παύση)…Σε λίγη ώρα θα κόψω το δάκτυλο
μου με το μαχαίρι. Δε θα είναι βαθύ το κόψιμο. Θα τυλίξω μια χαρτοπετσέτα γύρω
από το δάκτυλο μου για να σταματήσω την αιμορραγία. Αυτό όμως δεν το ξέρω
ακόμα…(Δοκιμάζει ένα κομμάτι). Μάπα
το καρπούζι! (Συνεχίζει να το κόβει μικρά
κομματάκια μέσα σε ένα μπολ) Μάπα. Και δε ζει κι ο πατέρας μου να φάμε
φρούτο της προκοπής! Τι να κάνουμε όμως, θα το φάμε. Δεν έχουμε και τίποτα άλλο
στο ψυγείο… (Στο τελευταίο κομμάτι κόβει
λίγο το δάκτυλο του). Α, να χαθείς κέρατο! Δεν τα πάω καλά με τις κουζίνες
και τα σκατά. Μαχαίρια, κουτάλες. Κοίτα να δεις, δε σταματάει κιόλας το
καταραμένο. (Τυλίγει Το δάκτυλο του με
μια χαρτοπετσέτα). Δεν είναι ζωή αυτή… Πού είσαι ρε Ελενάκι να με
περιποιηθείς; Ε; (Παύση) …Η ζωή, είναι
σα ταβέρνα. Όχι, ψέματα, η ταβέρνα είναι πιο ωραία. Ένα μεγάλο κουζινόμαγειρείο,
αυτό είναι και πρέπει να πας στην κουζίνα να ανοίξεις τα σκεπάσματα από τις
κατσαρόλες και να δοκιμάσεις το φαΐ που έχουν μέσα. …Εγώ πάντα φοβόμουνα μη με
κάψει το ζεστό χερούλι στο σκέπασμα και δεν άνοιγα καν την κατσαρόλα να δω τι
έχει μέσα! Μην καώ ο μαλάκας! Πέρασα τη ζωή μου θεονήστικος πάνω από τα
κουζινικά σκεύη, να σκάω από τη ζέστη και τον ατμό! Και δε δοκίμασα τίποτα. Με
ένα άδειο πιρούνι στο χέρι… (Στον σκύλο)
Ακούς; Ακούω να λες…
Παίρνει την πιατέλα
και πάει προς το μπαλκόνι. Ο σκύλος τον ακολουθεί.
ΑΝΤΩΝΗΣ
Τι ωραίο που θα ΄ταν το καρπούζι χωρίς τα μαύρα σπόρια!
ΜΙΧΑΛΑΣ Ο ΣΚΥΛΟΣ
Γαβ! Γαβ!
ΑΝΤΩΝΗΣ
Αχ, μόνο εσύ με καταλαβαίνεις!
ΤΕΛΟΣ ΕΙΚΟΝΑΣ Α’
ΕΙΚΟΝΑ Β’
Στη βεράντα. Ο Αντώνης
κάθεται σε μια πλαστική άσπρη καρέκλα και τρώει το καρπούζι. Ο Μιχάλας κοιμάται
δίπλα του. Τα ζουμιά του καρπουζιού τρέχουν στο στέρνο του Αντώνη και στο
φανελάκι του. Ξαφνικά αφήνει το μπολ με το καρπούζι δίπλα του, σηκώνεται
απότομα επάνω και βγάζει με μανία το φανελάκι του και το πετάει πιο πέρα.
ΑΝΤΩΝΗΣ
Πάχυνα. (Στο Μιχάλα τον
Σκύλο). Το βλέπεις και δε λες τίποτα! (Φτύνει
με δύναμη τα σπόρια του καρπουζιού ενόσω μιλάει προσπαθεί κάθε που φτύνει να
πετάξει τα σπόρι όλο και πιο μακριά). Δεν με πάει σήμερα Μιχάλα. Χθες
μπορούσα να φτάσω μέχρι το κάγκελο σήμερα τίποτα! Τα σπόρια φταίνε είναι σαν
κούφια. Μα καρπούζι είναι αυτό ή σφουγγάρι; Φάε να δεις. (Πετάει ένα κομμάτι
στο Μιχάλα τον Σκύλο). Είδες; Μάπα…
Ένα μηχανάκι περνάει
ξαφνικά, με κομμένη την εξάτμιση και ταράζει τον Αντώνη που πετάγεται έξαλλος
από την καρέκλα.
ΑΝΤΩΝΗΣ
Πιο σιγά ρεεεεε! Δε θα σε πετύχω κωλοπαίδι; Θα σε κλοτσήσω!
Από μένα θα το βρεις! (Στο Μιχάλα.) Ο
ντελιβεράς της ψησταριάς από κάτω είναι! Εκείνο το κωλόπαιδο που κόντεψε
προχθές να σε πατήσει. Θύμισε μου ρε Μιχάλα να το κλοτσήσω αύριο το κωλόπαιδο!
Χίλιες φορές του έχω πει να σβήνει τη μηχανή όταν ανεβαίνει στον πεζόδρομο.
Εκεί αυτός σα λυσσασμένος. Έκοψε και την εξάτμιση από πάνω! Κατάλαβες! Κάνει
θόρυβο για να το προσέξουνε το κωλοπαίδι. Πουλάει και μαγκιά το Αλβανάκι! Έφαγε
ένα κομμάτι ψωμί και τώρα μας κουνιέται… Αλλά δε φταίει αυτός! Όχι!
Ξανακάθεται στην καρέκλα.
Ανάβει τσιγάρο. Στο απέναντι μπαλκόνι εμφανίζεται ο Γείτονας γύρω στα εξήντα πέντε.
Πηγαινοέρχεται και ρίχνει νερό με το λάστιχο στα πλακάκια. Έχει σβηστά τα φώτα
και φοράει μόνο ένα άσπρο κλασικό σώβρακο που φωσφορίζει στο σκοτάδι!
ΑΝΤΩΝΗΣ
Πάντα κάνουμε θόρυβο για να μας προσέξουνε Μιχάλα… Γελάμε
δυνατά, μιλάμε δυνατά… Μόνο όταν πρέπει να φωνάξουμε βγάζουμε το σκασμό… Ακούς;
Ακούω να λες…
ΓΕΙΤΟΝΑΣ
Κουφόβραση!
ΑΝΤΩΝΗΣ
Ωρίστε;
ΓΕΙΤΟΝΑΣ
Σκάει ο Τζίτζικας λέω…
ΑΝΤΩΝΗΣ
Μμμμ…
ΓΕΙΤΟΝΑΣ
Λιοπύρι… Έτσι που λες, ρίχνω λίγο με το λάστιχο αλλά τίποτα.
Καίνε παιδί μου τα πλακάκια! Αυγά ψήνεις πάνω.
ΑΝΤΩΝΗΣ
Κι εγώ έκοψα λίγο καρπούζι να δροσιστώ.
ΓΕΙΤΟΝΑΣ
Καλό είναι; Πήρα δυο από το Βασιλόπουλο. Το ένα άσπρο σα το
γάλα και το άλλο παραγινωμένο, σα σφουγγάρι ήτανε. Τα χτύπαγα από δω από κει.
Μου φάνηκαν καλά. Κάνω να τα σφάξω χθες στο σπίτι. Μάπα! Η γυναίκα μου: «Όλος ο
κόσμος από το Βασιλόπουλο ψωνίζει!» «Άσε μας ρε Κατερίνα που ξέρεις εσύ από
φρούτα και λαχανικά!» Πειραιώτισσα γέννημα θρέμμα, και θα μου πει εμένα για
καρπούζια! «Εγώ είμαι από τη Μεσσηνία κυρά μου!»
ΑΝΤΩΝΗΣ
Μμμμ… (Ανάβει ένα
τσιγάρο)
ΓΕΙΤΟΝΑΣ
Δεν ξαναπαίρνω από το σουπερμάρκετ. Όσα πήρα από το γύφτο
στη Σαλαμίνα ήτανε φοβερά! Μέλι! Και χωρίς πολλά σπόρια.
ΑΝΤΩΝΗΣ
Ε, είναι και τέλος εποχής τώρα…
ΓΕΙΤΟΝΑΣ
…Έτσι που λες, κάηκα στην πλάτη και να δω πως θα κοιμηθώ
σήμερα. Μου βάλε η γυναίκα λίγο αλοιφή. Δε μπορώ να ξαπλώσω ανάσκελα από τον
πόνο. Της είπα: «Έλα ρε γυναίκα να κοιμηθούμε έξω!», φοβάται λέει τους
πακιστανούς! Σιγά! «Έλα μωρή της λέω, έχω το δίκαννο κι ας τολμήσει κανείς να
πλησιάσει.» Έτσι που λες… (Παύση) 58
μπάνια έκανα φέτος! Του χρόνου πάλι…
ΑΝΤΩΝΗΣ
Μαύρισες πολύ!
ΓΕΙΤΟΝΑΣ
Τι να κάνεις! Αν δεν πας και για ένα μπάνιο να περάσει η ώρα
δεν καταλαβαίνεις καλοκαίρι. 58 Μπάνια εγώ, 47 η γυναίκα μου, 30 ο γιος μου. …Έχει φροντιστήρια και διαβάζει
όλη μέρα σχεδόν. Δεν τον φοβάμαι όμως, είναι καλός… Έτσι που λες… Εσείς δεν
πήγατε πουθενά;
ΑΝΤΩΝΗΣ
Μπα…
ΓΕΙΤΟΝΑΣ
Την καλύτερη δουλειά κάνατε. Τα βαριέμαι εγώ τα σούρτα φέρτα,
τις ψάθες, τις ψησταριές, σκέτη ταλαιπωρία … Παρακαλούσα να γυρίσω στο
διαμερισματάκι μου, με την τηλεορασίτσα μου. Να έχω την ησυχία μου βρε αδερφέ…
Εντωμεταξύ ο σκύλος
γλύφει τη γάμπα του Αντώνη.
ΑΝΤΩΝΗΣ
Τι θες και με γλύφεις; Χάδια θες πάλι; Κι εγώ θέλω αλλά δε
σε γλύφω! Δε με φτάνει η ζέστη μου έχω και την γλωσσάρα σου από πάνω, πλάτσα
πλούτσα σα σπάτουλα!
ΓΕΙΤΟΝΑΣ
Σκάει το έρμο το ζωντανό με τέτοια ζέστη!
ΑΝΤΩΝΗΣ
(Στον εαυτό του) Σκάει αυτός, σκάω κι εγώ…
Ο Γείτονας μπαίνει
μέσα στο σπίτι
ΑΝΤΩΝΗΣ
Σαν γιγαντιαίος μπέμπης με πάμπερς είναι ο Γείτονας με την
άσπρη σωβρακούρα να φωσφορίζει μες στη νύχτα Μιχαλα! Χαχαχα… Κορμί θανατηφόρο....
(Παύση) ...Τη γιαγιά μου Μιχάλα, όχι
αυτή που σου έλεγα πριν, την άλλη από τη μεριά της μάνας μου, τη δάγκωσε μια
μέρα ένας σκύλος που είχα πιτσιρικάς, ο Κανέλλος. Πώς του ΄ρθε; Είχε τόσο
αδύναμα δόντια που ούτε κρέας δε μπορούσε να μασήσει. Μια φορά είπε να δαγκώσει
και βρήκε τη καημένη τη γιαγιά! Ήταν βαθύ το δάγκωμα, φάνηκε το κόκαλο. Η
γιαγιά μου δε θύμωνε ποτέ. Ούτε και ο σκύλος βέβαια. Ήταν πραγματικά
αξιοπερίεργο το γεγονός του δαγκώματος! Έτσι γαλήνια που ήταν πάντα η γιαγιά μου,
ετοίμασε και το φαΐ του Κανέλλου. Γέμισε ένα μικρό τενεκέ που είχε παλιά
σαρδέλες, και το κρατήσαμε για να βάζουμε το φαΐ του σκύλου, με γάλα, έριξε
μέσα τρεις φρυγανιές, λίγα σπασμένα γυαλιά που τα κοπάνησε με το γουδοχέρι και
τέσσερις κουταλιές φυτοφάρμακο για τις πατάτες. (Πίνει λίγο νερό από ένα μεγάλο πλαστικό μπουκάλι). Την άλλη μέρα
βρήκα τον Κανέλλο τέζα κάτω από τη λεμονιά που είχαμε στην αυλή. Του ‘κανε η
γριά ένα γεύμα! Μούρλια! Τρως και δε ξανατρώς που λέμε… Πήγα να σκάσω από
στενοχώρια. Από τα νεύρα μου διέδωσα στο σχολείο πως η γιαγιά τα είχε χάσει τελείως
και πάνω σε μια κρίση τρέλας δάγκωσε το
σκύλο μας! Γι’ αυτό κι ο πατέρας μου του έριξε φόλα, για μην μπει στον πειρασμό
η γιαγιά να τον ξαναδαγκώσει! Καθαρίσαμε το Κανέλλο γιατί δε μπορούσαμε να
βγάλουμε τη γιαγιά από τη μέση, επειδή ήταν άνθρωπος και όχι σκύλος! (Διώχνει με το χέρι του τα κουνούπια). Μια
συμμαθήτρια μου η Πόπιτσα έτρεξε και τα είπε όλα στη μαμά και αυτή με έδειρε με
τη ζώνη του πατέρα μου. Η γιαγιά με το ίδιο αγγελικό βλέμμα που ετοίμαζε το
τελευταίο δείπνο του Κανέλλου, παρακολούθησε και τον ξυλοδαρμό μου. Καθότανε σε
μια ψάθινη καρέκλα και είχε το δαγκωμένο πόδι της απλωμένο σε ένα κοφίνι για
τον τρύγο. Έτσι που λες Μιχάλα. Σαν το σκυλί στ΄ αμπέλι πήγε ο Κανέλλος!
ΜΙΧΑΛΑΣ Ο ΣΚΥΛΟΣ
Γαβ, γαβ…
ΑΝΤΩΝΗΣ
Τι να κάνουμε; Έτσι είναι οι άνθρωποι! Εκδικητικοί… Η γριά
πέθανε λίγες μέρες μετά, όχι από το δάγκωμα. Από εγκεφαλικό! Έτρεμε κι αυτή
όταν ξεψυχούσε όπως ο κι σκύλος. Ήταν καλή γυναικά όμως.
ΜΙΧΑΛΑΣ Ο ΣΚΥΛΟΣ
Γαβ, γαβ…
ΑΝΤΩΝΗΣ
Μην την κρίνεις μωρέ από ένα μεμονωμένο περιστατικό. Ήταν
καλή ψυχή. Όλο με χαρτζιλίκωνε, και τι; Δραχμοδίφραγκα έπαιρνε, την αγροτική
σύνταξη! Κι εγώ την αγαπούσα όμως, της είχα αδυναμία… Κάθε μεσημέρι της έβαζα
ένα ποτηράκι τσίπουρο και της το πήγαινα να το πιει κάτω από τη Μουριά που
καθότανε. Πάρε Γιαγιά το φάρμακο σου, της έλεγα. Μια μέρα με ρώτησε η
γειτόνισσα η Παρασκεούλα, τι σόι φάρμακο είναι αυτό που το πίνει η γριά στο
ποτηράκι. Χαχαχαχ. Κι η Ελένη την αγαπούσε. Κλάμα που είχε ρίξει στην κηδεία… Η
Ελενίτσα τα είχε κανονίσει όλα… Λουλούδια, στέφανα, νεκροφόρες… (Ξαφνικά δίνει ένα σκαμπίλι στο μπράτσο του
προσπαθώντας να σκοτώσει ένα κουνούπι που τον τσίμπησε). Κοίτα πόσα
μαζευτήκανε ρε Μιχάλα. Λες και έχουν ετήσιο συνέδριο στο μπαλκόνι μας. Τα
τραβάει το φως! Όπως τραβάει και τους ανθρώπους! Τα λαμπερά πράγματα, τα
φωτεινά πρόσωπα... Κανένας δεν κοιτάει για πολύ έναν γκρινιάρη! Κοιτάς και λες:
«Τι ξινομούρης! Λεμόνι του βάζανε στο μπιμπερό;» …Αυτό θα σκέφτονται όταν
βλέπουν τη μούρη μου. Αφήνω γένια μπας και καλύψω τη δυσαρέσκεια στο πρόσωπο μου. Αλλά δε
κρύβεται με τίποτα... (Ανάβει κι άλλο
τσιγάρο) Λες να κάνω λίφτιγκ; …Κάπνισα
εννιά τσιγάρα σε μια ώρα. Τα μετράς; Δεν χρειάζομαι πια αναπτήρα. Ανάβω το
επόμενο με το προηγούμενο. Κοίτα τα τα κωλοκούνουπα, με τσιμπάνε και πάνε
και χορεύουνε γύρω από το φως. Τι σκατά;
Λες να περιμένουνε κάτι; Τι περιμένουνε τα μαλακισμένα; Κάτσε να σβήνω τη λάμπα
για να τους τη σπάσω. (Σηκώνεται και
σβήνει το φως) ...Δεν έχει πολλά φέτος αλλά τσιμπάνε σα λυσσασμένα. Έχω δυο
εξωπραγματικά σπυριά, ένα πάνω στο λοβό στο δεξί μου αυτί και ένα δίπλα στον
αφαλό. Το βλέπεις; (Δείχνει τον αφαλό του)
Όχι; Δεν ανάβω πάλι το φως, θα στο δείξω αύριο, μαζί με τα καινούρια! Τα ξύνω
συνεχώς, με τόση επιμονή λες και είναι ο μοναδικός σκοπός στη ζωή μου! Ή μήπως
είναι; Κάτσε να ρίξω λίγο τσίπουρο μπας και σταματήσει η φαγούρα. Σε λίγο θα έχω
πιο πολλά σπυριά στο κορμί μου από όσα αστέρια ο ουρανός! (Βάζει λίγο τσίπουρο από το μπουκάλι και ξύνεται)
Ο Γείτονας απέναντι
πάει για ύπνο. Παλεύει ένα πεντάλεπτο να κλείσει την ξύλινη μπαλκονόπορτα χωρίς
να τα καταφέρνει.
ΓΕΙΤΟΝΑΣ
Κλείσε ρημαδιασμένο. Κλείσε μη σε πάρει ο διάολος. Γαμώ την
ατυχία μου γαμώ. Γαμώ το φελέκι μου.
ΑΝΤΩΝΗΣ
Τι είναι το φελέκι Μιχάλα;
ΜΙΧΑΛΑΣ Ο ΣΚΥΛΟΣ
Γαβ Γαβ.
ΑΝΤΩΝΗΣ
Λες; Μπα Τούρκικη λέξη πρέπει να είναι…
Ο Γείτονας μπαίνει
μέσα στο σπίτι και μετά από λίγο βγαίνει σέρνοντας ένα ράντζο. Πετά τις
παντόφλες του και ξαπλώνει. Ακούγεται μια γάτα που γρυλίζει παράξενα…
ΜΙΧΑΛΑΣ Ο ΣΚΥΛΟΣ
Γαβ, γαβ…
ΑΝΤΩΝΗΣ
Κάτσε ήσυχα. Μια γάτα ήτανε, μάλλον της Μαρίτσας αποκάτω.
Είναι η εποχή τους τώρα για ζευγάρωμα; Δεν ξέρεις ε; Έχει λυσσάξει στο
νιαούρισμα τελευταία… Σε λίγο θα την πατήσει ένα αυτοκίνητο. Αυτό δεν το ξέρω
ακόμα! Θα την δω αύριο ξεκοιλιασμένη έξω από το μανάβικο του Χρηστάρα. Θα
περάσουν δυο μέρες μέχρι να απηυδήσει ο Χρηστάρας και τη μαζέψει με μια
χαρτόκουτα, αναφέροντας κι εκείνος σεξουαλικές πράξεις με το φελέκι του, την
ατυχία του, τις γάτες και τα αυτοκίνητα!
(Πίνει λίγο τσίπουρο). …Βαριέμαι
να κοιμηθώ. Βαριέμαι να δω τηλεόραση. Πεινάς Μιχάλα; Η ψησταριά από κάτω έκλεισε.
Μόνο καρπούζι έχει απόψε το μενού. Θες; Δε θες λίγο;
Σηκώνεται και
κρεμιέται από το κάγκελο να δει από κάτω από το μπαλκόνι.
ΑΝΤΩΝΗΣ
Το κωλοπαίδι ο ντελιβεράς αλυσοδένει το μηχανάκι γύρω από
την αμυγδαλιά. Φταίω εγώ να πάω να του κάνω κομμάτια τα λάστιχα; Ε, Μιχάλα; Θα
πάμε μαζί αύριο ρε να του κατουρήσεις και τα δυο λάστιχα. Μη σου πω και το
κάθισμα!
ΜΙΧΑΛΑΣ Ο ΣΚΥΛΟΣ
Γαβ.
ΑΝΤΩΝΗΣ
Θα σε σηκώσω εγώ ρε και θα φτάνεις...
Ακούγεται το ροχαλητό
του Γείτονα.
ΑΝΤΩΝΗΣ.
Σα τάνκερ που σαλπάρει κάνει ο πούστης! Χειρότερος κι από
την εξάτμιση του ντελιβερά. Θες λίγο κοτόπουλο που έχει μείνει από χθες;
ΜΙΧΑΛΑΣ Ο ΣΚΥΛΟΣ
Γαβ, γαβ.
ΑΝΤΩΝΗΣ
Το σιχάθηκες; Εγώ να δεις; Πού είναι η Ελενίτσα να μας
φτιάξει κόκορα κοκκινιστό
ΜΙΧΑΛΑΣ Ο ΣΚΥΛΟΣ
Αουυυυυ (Γρυλίζει σαν
λύκος)
ΑΝΤΩΝΗΣ
Μη βάλεις τα κλάματα πάλι, να χαρείς… Σώπα, θα σηκώσεις στο
πόδι τη γειτονιά, μόνο εσύ ακούγεσαι κι αυτός ο αχαΐρευτος. (Δείχνει απέναντι τον Γείτονα. Κάθεται πάλι
πίσω στην πλαστική καρέκλα, τραβάει μια άλλη κοντά του και απλώνει τα πόδια
του). Ότι και να έφτιαχνε δε μου άρεσε.
Κόκορα κρασάτο. «Αμάν ρε Ελένη, πόση ώρα τον έβραζες; Μαρμελάδα έγινε.»
Έλεγα. «Ή… Ρε Ελένη πότε θα μάθει να μαγειρεύεις γαμώ την κοινωνία μου. Μασάω
και δε μασιέται το κοκόρι. Νιώθω θα κουνήσει το κεφάλι να μου πει καλή όρεξη!
Δεν τον έβρασες καθόλου. Τι την πήρα τη χύτρα εκατό ευρώ;» Α… Χειμώνα καλοκαίρι
την έβριζα την Ελενίτσα… «Μη μου κολλάς ρε Ελένη με τέτοια ζέστη! Άντε πιο κει μην
πάω να ξαπλώσω στον καναπέ! …Πόσες φορές σου 'χω πει να μην με ακουμπάς με τα
κρυοπόδαρα σου; Γαμώ την ατυχία μου γαμώ!»| Πεινούσα και δε μου άρεσε το φαΐ.
Έφτιαχνε ωραίο κριθαράκι στο φούρνο κι εγώ ήμουν χορτάτος γιατί είχα φάει στη
δουλειά. Κι αντί να της το πω γκρίνιαζα ότι το φαγητό ήτανε νερόβραστο! Ήθελα
το πουκάμισο το μπεζ το ριγέ να βάλω στο γραφείο, το είχε στα άπλυτα. Ήθελα να
διαβάσω την χτεσινή εφημερίδα, την είχε πάρει για να καθαρίσει τα τζάμια. «Ξύπνα
Ελενίτσα έχει ανακαλυφθεί το Wettex και το χαρτί κουζίνας. Άιντεεε»
ΜΙΧΑΛΑΣ Ο ΣΚΥΛΟΣ
Αούυυυ….
ΑΝΤΩΝΗΣ
Κλαίγε να δούμε τι θα καταλάβεις! (Ανάβει τσιγάρο) …Τετάρτη 17 Απρίλη έφυγε Μιχάλα, το θυμάσαι; Δεν
πήρε τίποτα μαζί της! Την είχα βρίσει τόσο πολύ όσο ήμασταν μαζί, που όταν
έφυγε είχα ξεμείνει και δεν είχα τι άλλο να της σούρω! Πόσα νεύρα! Για όλα όσα
έκανε και δεν έκανε! Όλα μου έφταιγαν, για όλα την κατηγορούσα! Μεγάλη βδομάδα…
Ούτε Πάσχα δεν προλάβαμε να κάνουμε...Περάσανε τέσσερις μήνες, ακούς; Ακούω να
λες...
Ο Σκύλος ο Μιχάλας,
σηκώνεται και πάει μέσα στο διαμέρισμα… Ο Γείτονας δίνει ρεσιτάλ ροχαλητού
ενόσω ο Αντώνης μονολογεί.
ΑΝΤΩΝΗΣ
Φεύγεις; Ωραία! Φύγε κι εσύ να δούμε τι θα καταλάβεις… (Παύση) ...Εγώ είχα το πρόβλημα! Το
κατάλαβα βέβαια αφού έφυγε. Εγώ! Μόνο που ποτέ δεν έβρισα τον εαυτό μου. Κιχ
δεν του είπα! Ούτε πήρα ποτέ την Ελένη να της πω να γυρίσει πίσω. Κιχ δεν
έβγαλα σε κανένα. Στη δουλειά με ρωτούσανε τι κάνει η Ελένη. «Καλά είναι μωρέ
τα ίδια της», έλεγα κι ας είχα να τη δω ένα μήνα! Σκεφτόμουνα να της τηλεφωνήσω
αλλά δεν είχα τι να της πω. ...Φοβόμουνα να δοκιμάσω. Να μπω στο μαγειρείο και
να ανοίξω το καπάκι της κατσαρόλας. Κι αν καιγόμουν; Κι αν το φαΐ δε μου άρεσε;
Κι αν δεν δεχόταν την συγνώμη μου; ...Τι σημασία έχει πια; Η Ελένη έφυγε και
έριξε μια μαύρη πέτρα πίσω της. Μια θεόρατη πέτρα που με πλάκωσε κι ούτε να δω
μπορώ πια ούτε να ανασάνω! (Παύση)
Έτσι… Ούτε στην γειτονιά δεν είπα τίποτα. Τι θα σκέφτονται οι γείτονες δεν
ξέρω. Ακούω κάτι μουρμουρητά πότε πότε πίσω από την πλάτη μου. Έτσι είναι… Αμέ…
Όλοι σε μουρμουρίζουνε. Δε βαριέσαι. …Βαριέμαι...
Το ξανάπα; Με τρώνε τα γένια μου, τα σπυριά... Η καρδιά μου με τρώει...
Ένα κλεφτρόνι
εμφανίζεται ξαφνικά στο πεζόδρομο. Κοιτά δεξιά αριστερά, βγάζει ένα
σιδεροπρίονο από μια σακούλα κι αρχίζει να πριονίζει την αλυσίδα από το
μηχανάκι που έχει αυτό ο ψευτόμαγκας ο ντελιβεράς!
ΑΝΤΩΝΗΣ
Εδώ σε θέλω μπασταρδάκι! Να σε δω το πρωί που θα έρθεις να
πιάσεις δουλειά τι θα κάνεις. Θα κλαψουρίζεις σαν χέστης και θα απειλείς θεούς
και δαίμονες!
Ο Αντώνης σηκώνεται
ήσυχα και παρακολουθεί από το μπαλκόνι τον κλέφτη που πριονίζει.
ΑΝΤΩΝΗΣ
Άντε βρε σαπιοκοιλιά. Χρούτσου χρούτσου μια ώρα! Χελώνα.
Ούτε να κλέψεις δεν ξέρεις ζώον. Κοίτα πως κρατάει το πριόνι ο αχαΐρευτος.
Βγάλτο από την απέξω μεριά κακομοίρη να μη βρίσκει πάνω στον κορμό!
Το κλεφτρόνι συνεχίζει
να πριονίζει. Ξαφνικά ο Γείτονας γυρίζει πλευρό και παύει το ροχαλητό. Το κλεφτρόνι παγώνει από
τρόμο για την ξαφνική ησυχία. Μετά από λίγο, να σου το ροχαλητό, να το και το
χριτς χριτς από το σιδεροπρίονο!
ΑΝΤΩΝΗΣ
Α, καλά. Ξημερώσαμε με δαύτον. Πάω να κοιμηθώ. (Σέρνει βαριεστημένα τα πόδια του).
Μήπως να ξαπλώσω εδώ στις καρέκλες; Ποιος πάει πάλι μέσα στο άδειο κρεβάτι; …Πού
είσαι ρε Ελενίτσα; Ωραία ήτανε… Μου καθάριζες το φρουτάκι μου, στην πιατελίτσα
και το τσιπουράκι μου δίπλα, κάθε βράδυ στο τραπέζι, στο μπαλκόνι. Και εγώ
εκεί, όλο να σε βρίζω. Για το πεπόνι που ήταν άγευστο σαν κολοκύθα, για το
τσίπουρο που ήταν ζεστό σαν κάτουρο, για το γαμωσίριαλ που έβλεπες και δεν
μπορούσα εγώ να δω μπάλα. Γκρίνια που δεν είχε παγάκια το…
Ένα κουνούπι
επιτίθεται και τον τσιμπά στο δοξαπατρί!
ΑΝΤΩΝΗΣ
Άουτς. Το γαμημένο θράσος!
Βγάζει την παντόφλα
για να το κυνηγήσει. Παρακολουθεί σιγά να δει που σταμάτησε. Το εντοπίζει πάνω
στο κάγκελο.
ΑΝΤΩΝΗΣ
Θα σε ξεκοιλιάσω καταραμένο. Δεν ξέρω αν είσαι αυτό που με
τσίμπησε ή κάποιο άλλο. Δε με νοιάζει, κάποιος πρέπει να την πληρώσει απόψε!
Πετάει την παντόφλα με
οργή, περνάει ξυστά το κάγκελο και συνεχίζει το ταξίδι της προς την απέναντι
πολυκατοικία! Στο μπαλκόνι του Γείτονα. Ο Αντώνης το συνειδητοποιεί και
κρύβεται πίσω από την μπαλκονόπορτα.
ΑΝΤΩΝΗΣ
Ωχ, ωχ…
Η παντόφλα
προσγειώνεται πάνω στον Γείτονα κι εκείνος πετιέται απότομα από το ράντζο.
ΓΕΙΤΟΝΑΣ
Γαμώ το σπίτι σας! Εσείς δε ροχαλίζετε ρε; Ε κουφάλες; Θα σε
βρω ρε! …Την ξέρω καλά εγώ αυτήν την παντόφλα, καθίκι! Ακούς; Αί στα κομμάτια
νυχτιάτικα.
Ξαναξαπλώνει. Το
κλεφτρόνι φοβισμένο από την ξαφνική φασαρία φεύγει. Ο Αντώνης φανερώνει πίσω
από τη μπαλκονόπορτα και κάθεται στην πλαστική καρέκλα.
ΑΝΤΩΝΗΣ
Φτηνά τη γλίτωσα, ευτυχώς που ήταν μέσα ο Μιχάλας γιατί θα
με καταλάβαινε ο Γείτονας που θα τον άκουγε να γαυγίζει… …Το κλεφτρόνι έφυγε
κακήν κακώς. Αυτό δεν το ξέρω ακόμα! Αύριο το βράδυ που θα πάω να πάρω ρετσίνες
από την ψησταριά, θα είμαι ο τριακοστός πελάτης που θα ακούσει πως κάποιος
αποπειράθηκε να ληστέψει το μηχανάκι του ντελιβερά αλλά για κάποιο ανεξήγητο
λόγο άφησε μισοπριονισμένη την αλυσίδα και έφυγε!
Σηκώνεται. Κουτσαίνει
γιατί φοράει μόνο μια παντόφλα πια. Βάζει μπρος τον ανεμιστήρα που αρχίζει να
στριφογυρνάει μανιωδώς.
ΑΝΤΩΝΗΣ
Έτοιμος να απογειωθεί είναι… Η Ελένη τον πήρε! Εγώ δεν ήθελα
τέτοια κατασκευάσματα. Ζέστη είναι θα περάσει, τι να κάνουμε; Ήθελε και air
condition. Έσκαγε λέει όταν τηγάνιζε στην κουζίνα. Σιγά τα αυγά…(Παύση) …Σκέφτομαι το μαγειρείο. Τα
καπάκια που δεν τόλμησα να σηκώσω. Ποτέ δε δοκίμασα κάτι νέο στη ζωή μου. Πάντα
δειλός, γκρινιάρης και φωνακλάς! Να φωνάζω για όσα δε μπορώ να καταλάβω. Να
τσακώνομαι για όσα δεν ξέρω. Να υπερασπίζομαι με αγωνία και πάθος πράγματα για
τα οποία ήμουν αβέβαιος! Ψεύτης και ξερόλας! Κανένα τσουκάλι δεν ξεσκέπασα. ...Τι
μου ζήτησε πια; Ένα air condition. Έκατσα εγώ ποτέ στην κουζίνα κατακαλόκαιρο
να δω πώς είναι να τηγανίζεις; Δεν έκατσα… Εκεί όμως… Εγώ να ξέρω καλύτερα από
όλους! …Κάθε που άνοιγε το στόμα της να προτείνει κάτι, κέρβερος να της κόβω τη
φόρα! Δίπλωμα; «Τι δίπλωμα μωρή κακομοίρα; Να βγεις εσύ στους δρόμους! Κοίτα
μούτρα που θέλουν δίπλωμα!» Ας γελάσω! Κανείς να μη δοκιμάσει τίποτα! Αφού εγώ
θα έμενα νηστικός, κανένας άλλος δεν έπρεπε να φάει! Όλοι νηστικοί! Όλοι! Α, ρε
Ελένη. Αν γυρνούσες, μα το Θεό, θα πήγαινα να σου πάρω ένα μικρό φιατάκι να
πηγαινοέρχεσαι στη μάνα σου στο Κερατσίνι! Το ίδιο με της Λίτσας της
κομμώτηριας που είδες και ζήλεψες… Σειτσέτο, τσικουτσέντο, πως σκατά το λένε… Έτσι
που λες… Αν γυρνούσες! …Και μην ακούς που λέω βλακείες για τα φρούτα, τις
πιατέλες και τα τσίπουρα. Όχι! Το πρόσωπο σου μου έλειψε. Το χαμόγελο σου. Που
μου έκλεβες κρυφά τα τσιγάρα από την τσέπη του πουκάμισου. Που πεταγώσουν από
το γραφείο να μου φέρεις φαγητό όταν ξενυχτούσα κάνοντας φορολογικές δηλώσεις.
Η φροντίδα σου… (Μουντζώνει τον εαυτό
του). Η φροντίδα… Ποτέ δε σου είπα «σ’ αγαπώ» Ελενάκι. Δεν πρόλαβα…
Σηκώνεται να πάει να
κοιμηθεί, προσπαθεί να κλείσει την μπαλκονόπορτα. Νιώθει μια τσιμπιά στο
στήθος. Πιάνει την καρδιά του κι ανασαίνει βαθιά.
ΑΝΤΩΝΗΣ
Αυτό πόνεσε πιο πολύ από κάθε κουνούπι. …Πάω να ξαπλώσω. Δεν
θα τα καταφέρω όμως να κοιμηθώ. Θα περάσει το σκουπιδιάρικο και από το θόρυβο
θα ξυπνήσει μέχρι κι ο σκύλος. Σε λίγο θα επιστρέψω με τον Μιχάλα να καθίσουμε
πάλι στο μπαλκόνι, έρημοι, σαν τους κούκους. Αυτό όμως δεν το ξέρω ακόμα…
Κλείνει την πόρτα πίσω
του.
ΤΕΛΟΣ ΕΙΚΟΝΑΣ Β’
ΕΙΚΟΝΑ Γ’
Στη βεράντα.Απόλυτη
ησυχία. Ακούγεται μόνο το ροχαλητό του Γείτονα πότε πότε.
Περνάει το
σκουπιδιάρικο και έχει σηκώσει τη γειτονιά στο πόδι. Η μπαλκονόπορτα ανοίγει
πάλι και βγαίνει ο Αντώνης με το σκύλο το Μιχάλα.
ΑΝΤΩΝΗΣ
Δε μπορεί να με πάρει ο ύπνος . Είναι πολύ μεγάλο το κρεβάτι
κατάλαβες; Και με γλύφεις. Τι με γλύφεις; Δε με φτάνει η ζέστη μου να έχω και
τη γλωσσάρα σου! Σου έβαλα νερό, δεν ήθελες, σου εδώσα λίγο κοτόπουλο δεν
ήθελε, ε, τι θες πια κι εσύ; Όλο ζητάς, γκρινιάζεις, χειρότερος κι από μένα
έχεις γίνει! Δε μιλάς τώρα ε; Καλά… Αμάν κι αυτοί οι βρομιάρηδες. Περνάνε να
πάρουν δυο σκουπιδοσακούλες και νομίζεις πως γίνεται πόλεμος! Πού να κοιμηθείς;
Εδώ κάτσε να περιμένουμε να ξημερώσει. Τελευταία μέρα αύριο θα τελειώσει η
άδεια μου. Να πάω στο γραφείο να γλιτώσω εγώ από εσένα και εσύ από μένα!
Διακοπές… Φέτος Μιχάλα δεν είχα τι να διακόψω. Βάρκιζα με το Ελένάκι, Αίγινα με
το Ελενάκι, Πόρτο-Ράφτη. Φέτος κάναμε τα μπάνια στην μπανιέρα. Δε βαριέσαι. …Πέρσι
ήθελε να πάμε λέει Τυνησία. Θα πηγαίνανε ζευγάρια από το Σύλλογο Χορού.
Κουραφέξαλα. …Να αφήσω εγώ το Πόρτο Ράφτη να τρέχω στις Αφρικές. Πήξαμε μαύρους
στην Κυψέλη. Να τους βλέπω στη δουλειά να τους βλέπω και στις διακοπές! Ήθελε
και μαθήματα χορού. Πήγε. Ότι πήγε πήγε. Τσακωθήκαμε μια, δυο, τρεις τελικά την
άφησα. Μετά ήθελε να βγαίνουμε έξω, να χορεύει. Ε, άι παράτα μας! Να αφήσω εγώ
το champions league να τρέχω σε χοροεσπερίδες.
ΜΙΧΑΛΑΣ Ο ΣΚΥΛΟΣ
Γαβ. Γαβ.
ΑΝΤΩΝΗΣ
Ε; Και τι κατάλαβα κλεισμένος μες στο σπίτι; Τίποτα δεν
κατάλαβα. (Παύση)… Απορώ ρε Μιχάλα
γιατί δε σηκώθηκε να φύγει νωρίτερα. Εγώ στη θέση της θα είχα φύγει τότε που
τρέχαμε στους γιατρούς. Τι να με κάνει; Ούτε παιδιά δε μπορώ να κάνω; Σπέρμα
είναι αυτό που έχω; Διάφανο σα νερό. Τι νερό… Σταγόνα…
ΜΙΧΑΛΑΣ Ο ΣΚΥΛΟΣ
Γαβ, γαβ.
ΑΝΤΩΝΗΣ
Ναι, κάνε τώρα πώς δεν είχες καταλάβει τίποτα! Πάντα μπροστά
ήσουνα στους καυγάδες. Για πες ρε; Τα συζήταγε και με τις φίλες της; Λέγε ρε;
Δε μπορεί κάτι θα πήρε το αυτί σου, εσύ χώνεις τη μύτη σου παντού... Δε μιλάς
ε; Προδότη... ...Κι αυτή έμεινε τόσα χρόνια. Με άντεξε! Τότε που έχασα έντεκα
πελάτες από τα νεύρα μου! Εκεί αυτή, ήρεμη και γλυκιά να με φιλάει κάθε τρεις
και λίγο στο μέτωπο, να μου χαϊδεύει τα μαλλιά. Κι εγώ να γκρινιάζω για όλους
και για όλα. …Και ξέρεις γιατί δε μου άρεσε τίποτα Μιχάλα; Γιατί δεν μου αρέσει
ο εαυτός μου! Εμένα δεν αντέχω, εμένα! …Δε νυστάζω τώρα μα θα με πάρει ο ύπνος
σε δέκα λεπτά. Το πρωί που θα σηκωθώ θα δω τη τσάντα της Ελένης στο καλόγερο
στο διάδρομο! Θα περπατήσω στην κουζίνα και τα πόδια μου θα τρέμουνε. Θα τη δω
να πίνει τον καφέ της. Αλλά αυτό δεν το ξέρω ακόμα. Γιατί τώρα θα με πάρει ο
ύπνος χωρίς να το καταλάβω. Θα ανοίξει με το κλειδί της και με ξυπνήσει η
μπαλκονόπορτα που θα χτυπήσει απότομα από το ρεύμα. Θα πεταχτώ τρομαγμένος. "Ελένη…"
θα της πω δειλά. Και θα ναι η πρώτη φορά που είπα ένα όνομα με τόση λαχτάρα.
"Γύρισα!" Θα μου πει εκείνη! Θα φύγω από το σπίτι προφασιζόμενος ότι
δουλεύω. Στο ασανσέρ θα κλαίω από τη χαρά μου. Θα πάω στην αντιπροσωπεία στη Μεσογείων
και θα αγοράσω το μικρό φιατάκι. Κόκκινο που της αρέσει. Θα της δώσω τα κλειδιά
το μεσημέρι μέσα σε ένα φάκελο. Θα μου φτιάξει καφέ και θα με φιλήσει στο
στόμα. Θα ‘ναι το φιλί της το πιο δροσερό πράγμα που γεύτηκα φέτος το
καλοκαίρι. Μετά θα πάμε μαζί βόλτα μέχρι το Φλοίσβο. Θα φοβάμαι κάθε που κάνει
προσπέραση μα θα σφίγγω τα χείλη μου για να μην πω "Πρόσεχε ρε Ελένη γαμώ
το κέρατο μου..." Θα απλώσω το χέρι μου να χαϊδέψω το δικό της. ...Εσύ
πρόσεχε τώρα βλάκα! Πρόσεχε τη μη σου φύγει πάλι! Θα πω στον εαυτό μου... ...Αυτό
όμως, δεν το ξέρω ακόμα!
Ο Αντώνης αποκοιμιέται
στην καρέκλα. Μετά από λίγο ακούγεται η πόρτα που ξεκλειδώνει κι η
μπαλκονόπορτα που χτυπάει δυνατά λόγω
ρεύματος! Ο Αντώνης πετάγεται επάνω τρομαγμένος. Πλησιάζει την μπαλκονόπορτα να
δει τι συνέβη.
ΑΝΤΩΝΗΣ
Ελένη;
-ΤΕΛΟΣ-
* Γεννήθηκα το 1982. Από μικρή θυμάμαι τον εαυτό μου να γράφω ιστορίες για να μπορώ να επικοινωνήσω με τους άλλους ανθρώπους. Προσπάθησα μέσα από κόμιξ, κείμενα για το ραδιόφωνο, θεατρικά έργα, ταινίες και σενάρια μικρού μήκους, αλλά νομίζω πως η λογοτεχνία ήταν πάντα ο τρόπος να ακούγεται πιο καθαρά η φωνή μου. Νιώθω πολύ όμορφα όταν ο κόσμος σχολιάζει αυτά που γράφω. Φανταστείτε κάποιον που χρόνια νόμιζε πως μιλούσε στον τοίχο και μια μέρα ο τοίχος του αποκρίθηκε. Έτσι κάπως αισθάνομαι όταν οι ιστορίες μου αγγίζουν τους αναγνώστες. Τα τελευταία τρία χρόνια ζω και εργάζομαι στο Λονδίνο και ψάχνω τον τρόπο να εκφράσω την αλήθεια που έχω μέσα μου.
[ δικτυακός τόπος ] [ ιστολόγιο ] [ facebook ] [ email ]