Πέμπτη 10 Ιανουαρίου 2013

Διήγημα : Το Βρυκούδι


της Μαρίνας Καβαλλιεράκη *

«Ναΐμαααααα  καλέ που χάθηκε αυτό το παιδί; Φανούλα άμε να τη βρεις να πάει στο μαγαζί να φέρει τα πράγματα γιατί δεν θα προλάβουμε, και ο Γκόμα , που είναι ο Γκόμα; Να πάει να φέρει γρήγορα τον *διάνο από τον φούρνο για να τον βάλουμε στις πιατέλες. Αχού καλέ θα έρθουν οι μουσαφιραίοι και εμείς δεν θα ήμαστε έτοιμοι!».

Εδώ και μια εβδομάδα είχε σημάνει συναγερμός στο  διώροφο σπίτι στην οδό  Ζαγλούλ μόλις  έφτασε το τηλεγράφημα από τη Λήμνο. Η πρωτεξαδέλφη της  η Μαργαρώ  θα ερχόταν να τους επισκεφτεί μετά του συζύγου της Αριστείδη  ο οποίος  πολλά είχε ακούσει για την εξέλιξη της Λημνιακής κοινότητας στο Ασιούτ και δεν θα έλεγε όχι στην προοπτική μιας εμπορική συμφωνίας.  Οι δύο ξαδέλφες διατηρούσαν  συχνή αλληλογραφία  και το Βρυκούδι  περιέγραφε με κάθε λεπτομέρεια τα ήθη και τα έθιμα της νέας της πατρίδας.

Ήταν μόλις δεκαπέντε χρονών όταν ο πατέρας της  την αρραβώνιασε με τον γιο του καλύτερού του φίλου που είχε φύγει για το *Μισίρι από τα μικράτα του. Δούλευε παραγιός στο μαγαζί του θείου του Νικόλα  μα το μυαλό του ήταν πως να στήσει γρήγορα το δικό του μαγαζί και να κάνει εισαγωγές από τη Κύπρο και την Αγγλία κάτι που δεν  είχε τολμήσει  ο θείος του μέχρι τότε. Δεν άργησε να αποκτήσει το δική του μικρή επιχείρηση στον κεντρικότερο σημείο της πόλης, απέναντι από το ταχυδρομείο. Οι δουλειές πήγαιναν πολύ καλά και  επιτέλους μπορούσε να φέρει το Βρυκούδι του, όπως φώναζε χαϊδευτικά τη γιαγιά Ευρυδίκη.

“Μη μου στεναχωριέσαι Βρυκούδι’μ, και εδώ θα είσαι βασίλισσα», της έγραφε για να καθησυχάσει τους φόβους της για την ξένη χώρα που την περίμενε. « Το σπίτι μας είναι διώροφο και μεγάλο να το φτιάξεις όπως αγαπάς. Για τις βαριές δουλειές δεν θέλω να σκοτίζεσαι , θα  έχεις κοντά σου την  Ναΐμα και τον Γκόμα να  σου κάνουν ότι ζητήσεις. Είναι όμορφη πόλη το Ασιούτ Βρικούδι΄μ,  πάνω στον Νείλο ποταμό χτισμένη. Τις Κυριακές μετά τη λειτουργία στον Άγιο Σπυρίδωνα, θα πηγαίνουμε βόλτα στο Νάντι Ελ Ουάι κλαμπ μαζί με τους Παπαδοπουλαίους και τους Ασημάκηδες. Και όταν θα βασιλεύει ο ήλιος θα πηγαίνουμε στο ποτάμι να βλέπουμε τις *νταχαμπίες και τις *φελούκες .»

Είχε εμπιστοσύνη στον Παύλο της  το Βρυκούδι και όλα αυτά τα ξένα ονόματα που της φάνταζαν περίεργα  έγιναν γρήγορα η καθημερινότητά της . Και να που ήρθε η ώρα να ζωντανέψει όλα τα αρώματα και τα χρώματα της Ανατολής  για χάρη της ξαδέλφης της. Στο τελευταίο γράμμα που είχαν ανταλλάξει της έγραφε για την αποφοίτηση του Χρηστάκη από τη σχολή Ντον Τομπόσκο στην Αλεξάνδρεια. Το Βρικούδι είχε καλέσει  τότε όλη την ελληνική παροικία για να γιορτάσει το γεγονός. Είχε βάλει στη σειρά κόρες και ανιψιές να την βοηθήσουν και η κουζίνα της οδού Ζαγλούλ έμοιαζε όπως και σήμερα σαν ένα πολύβουο μελίσσι. Τα  κρυστάλλινα ποτήρια ήταν γεμάτα μυρωδάτο *καρκαντέ για να δροσιστούν οι καλεσμένοι, δίπλα τα μπατόν σαλέ με μπόλικο κύμινο, παραδίπλα τα κλίκια, τα παραδοσιακά τυρόψωμα που φτιάχνουν στην Λήμνο. Μετά στο τραπέζι θα στρωνόντουσαν σε μια αρμονική παράταξη οι διάνοι ψητοί με μοσχομυριστό πιλάφι, κατσικάκι στα λεμονόφυλλα με πλιγούρι, παραδίπλα οι τυρόπιτες, οι παστουρμαδόπιτες και μια σειρά από λαχταριστούς μεζέδες. Στην κουζίνα ήταν ήδη έτοιμα τα γλυκά που ήταν και οι σπεσιαλιτέ της. Μπακλαβάδες με μπόλικο φυστίκι αιγίνης, πισκοτάκια μανολάτα, πάστα παρί και πάντα  δυο *σανίες με *μπασμπούσα   με μπόλικη *σάμνα όπως άρεσαν στον Παύλο της.

Όμορφα κυλούσε η ζωή  στο Ασιούτ και παράπονο δεν είχε το  Βρυκούδι. Που και που της έλειπε λίγο η Λήμνος και  η θάλασσα του Θάνους γιατί εδώ είχαν μόνο την πισίνα του Μαγκαμπάτ αλλά αφού η οικογένειά της ζούσε καλά και το νοικοκυριό της ήταν καλύτερο από ότι το είχε φανταστεί ως κοριτσόπουλο δεν την ένοιαζε πότε θα ξαναγυρνούσε στο νησί. Η Αίγυπτος  ήταν η νέα της πατρίδα, εκεί γέννησε τα τέσσερα παιδιά της,  γνώρισε  νέους ανθρώπους , έμαθε τη γλώσσα και η νέα της φιληνάδα ήταν  η Φατίμα που καθόταν στο παραδίπλα σπίτι. Ήταν οι δικοί της άνθρωποι, η προέκταση της οικογένειάς της.

Που να φανταζόταν το Βρυκούδι ότι λίγα χρόνια μετά θα έπρεπε να ετοιμάσει όλη τη φαμίλια για μια νέα μετακόμιση και αυτή τη φορά στη μακρινή Βραζιλία. Η  επανάσταση του 1952, όταν η κυβέρνηση Νάσερ, εθνικοποίησε τη βιομηχανία βάμβακος και η η έκρυθμη κατάσταση που δημιουργήθηκε   μετά,  ανάγκασε τον Παύλο της να κλείσει το μαγαζί. Ήταν από τους τελευταίους εμπόρους που είχαν μείνει αλλά η κατάσταση μύριζε μπαρούτι και δεν ήθελε να βάλει σε κίνδυνο  την οικογένειά του. Θα επέστρεφαν για λίγο στην Ελλάδα και μετά θα έφευγαν για τη Βραζιλία όπου είχε ήδη  ξενιτευτεί ο Χρηστάκης. Με το που τέλειωσε από τη σχολή μηχανικών έφυγε για την Αθήνα μαζί  με τον καλύτερό του φίλο τον Νικολή. Είδαν μια αγγελία για μια βιομηχανία που ζητούσε μηχανικούς αυτοκινήτων στο Σάο Πάολο με πληρωμένα ναύλα και διαμονή για δυο μήνες.  Τους φάνηκε καλή ευκαιρία και άλλο που δεν ήθελαν να διασχίσουν τον Ατλαντικό.

Με βαριά καρδιά άρχισε να τακτοποιεί σε κούτες και βαλίτσες  όσα μπακίρια, ρούχα και προικιά μπορούσε να κουβαλήσει γιατί για τα έπιπλα δεν γινόταν λόγος. Στη πραγματικότητα την ζωή  της ολόκληρη προσπαθούσε να χωρέσει σε αυτά τα κουτιά αλλά δεν ήταν εύκολο. Στην άλλη άκρη του κόσμου θα πήγαινε και αυτό δεν το χωρούσε ο νους της. Θα έφταναν ως εκεί τα νέα της Αιγύπτου; Τι θα απογινόταν η ελληνική κοινότητα; Αυτά σκεφτόταν και δεν έλεγε να αποτελειώσει το μάζεμα.
«Άιντε Βρυκούδι’μ να τελειώνουμ μια ώρα αρχύτερα και να δεις θα πάμε στο παιδί και θα είναι καλύτερα απ’εδώ», της έλεγε  ο Παύλος της για να της δώσει κουράγιο μα και εκείνος δεν πονούσε λιγότερο.

Όσα δεν μπόρεσε να πάρει μαζί της τα χάρισε στη Φατίμα και σε δυο οικογένειες κοπτών που είχαν μεγάλη ανάγκη. Ελάφρυνε λίγο η καρδιά της, έδωσε  αρκετά ρούχα των παιδιών  στον Γκόμα και στην Ναΐμα και κλείδωσε για τελευταία φορά την πόρτα στην οδό  Ζαγλούλ. Στη Βραζιλία έστησε ξανά το σπιτικό της  και έμεινε για δώδεκα ολόκληρα χρόνια. Μετά γύρισαν μαζί με το Χρηστάκη στην Ελλάδα . Μεγάλη ανακούφιση  ήταν αυτή η επιστροφή. Ήξερε ότι δεν θα ξανάβλεπε ποτέ την αγαπημένη της Αίγυπτο αλλά όπως έλεγε και ξαναέλεγε  καλύτερα να την χωρίζει μια θάλασσα παρά ένας απέραντος ωκεανός....


Γλωσσάρι:
*διάνο = το αρσενικό της γαλοπούλας
*Μισίρι = η Αίγυπτος
*νταχαμπία = ποταμόπλο
*φελούκα = παραδοσιακό ξύλινο ιστοφόρο του Νείλου
*καρκαντέ = αφέψημα με βάση τον ιβίσκο
*σανία = μεγάλο ταψί  
*μπασμπούσα = παραδοσιακό σιροπιαστό γλυκό με σιμιγδάλι και φρέσκο βούτυρο
*σάμνα = φρέσκο βούτυρο


H Μαρίνα Καβαλλιεράκη γεννήθηκε στην Αθήνα και κατάγεται από τα Χανιά, ενώ οι οικογενειακές ρίζες φτάνουν ως την Αίγυπτο. Είναι απόφοιτος του τμήματος Γαλλικής Φιλολογίας του Πανεπιστημίου της Bourgogne. Ταξιδεύει πολύ μέσα από τα βιβλία, ενίοτε blogάρει για να ξεμπλοκάρει και μαγειρεύει τις δικές της παραμυθοσυνταγές όπως «Οι πλεξίδες της αγαπώς» που διακρίθηκαν στο διαγωνισμό διηγήματος της Κρητικής Εστίας με θέμα την κρητική φιλοξενία. Πάνω απ’ όλα όμως είναι υπερήφανη μαμά της Δημητρούλας.


 
2013 | ιδεόστατο από την ανοικτή βιβλιοθήκη OPENBOOK Deluxe Templates. WP by Masterplan
Related Posts Plugin for WordPress, Blogger...