της Κατερίνας Τζωρτζακάκη *
Ι
ΑΡΝΗΣΗ
Η σημερινή ημέρα ξεκίνησε περίεργα.. Σηκώθηκα το πρωί γύρω στις δέκα και μισή. Το ελεύθερο πρωινό ξύπνημα είναι ένα από τα πλεονεκτήματα του να είσαι συγγραφέας. Του να μη δουλεύεις, δηλαδή, για να γράφεις. Ή μάλλον του να είσαι πολύ τυχερός και να έχουν εμπορική επιτυχία τα βιβλία σου με αποτέλεσμα να έχεις τη δυνατότητα να αφήσεις την κακοπληρωμένη δουλειά σου ως βοηθός κομμωτή και να αφοσιωθείς στο γράψιμο. Λέω τυχερός, γιατί πιστεύω πως η εμπορική επιτυχία είναι θέμα τύχης και όχι αξίας. Οι μεγαλύτεροι συγγραφείς, άλλωστε, δεν ήταν αναγνωρισμένοι στην εποχή τους. Πριν αποκτήσουν τη θέση που τους αναλογούσε στην αιωνιότητα, υπέφεραν πολλά βάσανα και όλα αυτά μέσα στην ανωνυμία και την υποτίμηση από τους σύγχρονους τους. Ο παράδεισος όμως ήρθε γι’ αυτούς και πήρε τη μορφή των βιβλίων τους που τυπώνονται και ξανατυπώνονται και θα συνεχίζουν να τυπώνονται όταν ο σκώρος θα έχει φάει όλα τα βιβλία που σημείωσαν εμπορική επιτυχία ανά τις διάφορες εποχές. Μερικά από τα οποία θα είναι και τα δικά μου.
Ξέρω πως τα τρία βιβλία που έγραψα δεν έχουν καμία λογοτεχνική αξία, παρ’ όλο που δε θεωρώ τον εαυτό μου ατάλαντο. Είναι απλά ιστορίες που αγγίζουν τη γυναικεία ψυχή, ιστορίες που άκουγα κατά καιρούς στο κομμωτήριο, εξομολογήσεις πελατισσών, φτηνά ρομαντικά δράματα που αναδύθηκαν στη φαντασία μου ποτισμένα από βαφές μαλλιών και σπρέυ χτενίσματος. Ξέρω ότι μπορώ να γράψω και καλύτερα, όμως η αλήθεια είναι ότι δεν έζησα ποτέ μου τον πόνο που θα μπορούσε να κάνει την ψυχή και την πένα μου καλύτερες. Η ζωή μου είχε πάντα καθημερινές ανησυχίες, κυρίως οικονομικές, οι δεσμοί μου με την οικογένεια αποκόπηκαν όταν δήλωσα πως δε θα γίνω δικηγόρος ή γιατρός, αλλά κομμωτής και στο πλάι μου από δεκαοκτώ χρονών, είχα τη γυναίκα μου, με την οποία, παρά τη φθορά και τα μικροπροβλήματα των δέκα χρόνων μπορώ να πως είμαι ακόμη ερωτευμένος.
Το πρωί , λοιπόν, που ξύπνησα, η γυναίκα μου είχε ήδη φύγει για τη δουλειά της στο λογιστικό γραφείο. Φαντάζομαι, θα με φίλησε και θα μου χάιδεψε τα μαλλιά, όπως κάνει πάντα, μόνο που δεν το θυμάμαι, μάλλον γιατί κοιμόμουν βαθιά. Το προηγούμενο βράδυ προσπαθούσα μέχρι τα ξημερώματα να γράψω ένα διήγημα, το οποίο και τελικά ολοκλήρωσα και ανυπομονώ να ακούσω τη γνώμη της, που συνήθως είναι ενθαρρυντική και αυστηρή ταυτόχρονα. Θέλω να της αφιερώσω τη συλλογή διηγημάτων που ετοιμάζω, μέχρι στιγμής δεν της έχω αφιερώσει άλλο βιβλίο μου, δεν ξέρω γιατί, μάλλον από αμέλεια, την τελευταία φορά που το ζήτησα από τον εκδότη , είχε ήδη στείλει το βιβλίο στο τυπογραφείο και ήταν αργά πια για να της δώσω αυτή τη χαρά. Ξύπνησα, λοιπόν, σηκώθηκα από το κρεβάτι και έφτιαξα τον πικρό καφέ που πίνω πάντα το πρωί προσπαθώντας να σκεφτώ αλλαγές που θα μπορούσα να κάνω στο διήγημα μου. Όταν τελείωσα τον καφέ και έπλυνα το φλιτζάνι μου, αντίκρισα με έκπληξη τα χρυσόψαρα στη γυάλα.
Εδώ πρέπει να πω πως μου αγόρασε αυτά τα χρυσόψαρα πριν από έξι μήνες στην επέτειο του γάμου μας. Η αλήθεια είναι πως εγώ πάντα ήθελα σκύλο ή γάτα, αλλά εκείνη δυστυχώς είναι αλλεργική και στα δύο, τα ψάρια ήταν τα μόνο κατοικίδια, αν μπορείς να τα πεις κατοικίδια, που θα μπορούσαμε να έχουμε, μπορούσαμε βέβαια να έχουμε και καναρίνι, αλλά μου δήλωσε κατηγορηματικά ότι πονάει η καρδιά της όταν βλέπει φυλακισμένα πουλιά. Και τα ψάρια, την είχα ρωτήσει, δεν είναι φυλακισμένα στη γυάλα; Τα χρυσόψαρα έχουν μνήμη λίγων δευτερολέπτων, μου είχε απαντήσει, μέχρι να συνειδητοποιήσουν τα όρια της γυάλας τους, τα έχουν ξεχάσει. Έτσι, λοιπόν, αποκτήσαμε τη γυάλα με τα δύο κόκκινα χρυσόψαρα που κολυμπούσαν ευτυχισμένα στην αμνησία τους. Στην αρχή δεν τα πολυσυμπαθούσα, σιγά σιγά , όμως, τα συνήθισα και μετά άρχισα να τα αγαπώ, γιατί είναι μάλλον αναπόφευκτο να αγαπάς όποιον εξαρτάται από σένα, όποιον φροντίζεις, ακόμη και αν η φροντίδα αυτή ισοδυναμεί απλά με το άλλαγμα του νερού της γυάλας, τις δύο σταγόνες χλώριο και τα δύο κομματάκια ψαροτροφής, δύο κομματάκια μόνο και όχι παραπάνω, γιατί τα χρυσόψαρα δε συνειδητοποιούν ή μάλλον ξεχνούν το πόσο τρώνε και μπορεί να φάνε μέχρι να σκάσουν.
Το πρωί, λοιπόν, μετά το πλύσιμο του φλιτζανιού μου είδα με φρίκη το ένα χρυσόψαρο να επιπλέει ακίνητο στη γυάλα και το άλλο να κολυμπά δίπλα του αγγίζοντας το σαν να προσπαθεί μάταια να το κουνήσει. Ήταν σχεδόν συγκινητικό και αναρωτήθηκα αν σε τρία δευτερόλεπτα το ζωντανό χρυσόψαρο μπορούσε να συνειδητοποιήσει το θάνατο του συντρόφου του και αν μετά από τρία δευτερόλεπτα θα τον ξεχνούσε και μετά πάλι θα τον συνειδητοποιούσε και μετά θα τον ξεχνούσε πάλι για να τον ξανασυνειδητοποιήσει και να τον ξαναξεχάσει και μου φάνηκε τόσο βασανιστική αυτή η σκέψη που πήγα μπροστά από το φορητό υπολογιστή μου και άρχισα να ξαναδιαβάζω το χθεσινό μου διήγημα. Μετά από τρεις αφηρημένες αναγνώσεις, το μυαλό μου ξαναγύρισε στα ψάρια. Έπρεπε να βγάλω το νεκρό ψάρι από τη γυάλα. Όμως δεν μπορούσα, με ανατρίχιαζε η ιδέα να το αγγίξω. Τη μία και μοναδική φορά που το ένα από τα δύο έπεσε στο νεροχύτη όταν άλλαζα το νερό, φώναξα τη γυναίκα μου για να το ξαναβάλει μέσα. Είχε γελάσει με την αδυναμία μου, αλλά εγώ πραγματικά δεν μπορούσα να αγγίξω το μικρό, κόκκινο κατοικίδιο μου όσο και αν το είχα αγαπήσει, κάτι που, όπως το σκέφτομαι τώρα, μάλλον σήμαινε ότι δεν το έχω αγαπήσει αρκετά, γιατί αν δεν ήταν η γυναίκα μου εδώ, θα το είχα αφήσει να σπαρταρά στο νεροχύτη μέχρι να πεθάνει.
Και τώρα λοιπόν θα το έβγαζε εκείνη, πήρα την απόφαση μου και προσπάθησα να συγκεντρωθώ πάλι στο διήγημα μου. Όμως, ο θάνατος του ψαριού με είχε επηρεάσει, ένιωθα μια κακή ενέργεια γύρω μου μία σχεδόν λύπηση για το ζωντανό χρυσόψαρο που προσπαθούσε να ξυπνήσει το σύντροφο του. Και τότε αποφάσισα να την πάρω τηλέφωνο να της το πω, ίσως να κατάφερνα να ανακουφιστώ και να μπορούσα επιτέλους να δουλέψω. Το τηλέφωνο χτύπησε πολλές φορές και υπέθεσα πως θα ήταν πνιγμένη στη δουλειά και πως δε θα μπορούσε να μου απαντήσει. Όμως, εγώ συνέχισα να την καλώ, είχα ανάγκη να με διαβεβαιώσει πως θα έβγαζε εκείνη το νεκρό ψάρι από τη γυάλα και στην έβδομη κλήση άκουσα μια άγνωστη ανδρική φωνή.
Και από εκεί και πέρα το πρωινό πήρε μια περίεργη τροπή. Η ανδρική φωνή ανήκε σε κάποιον τύπο που δήλωσε τραυματιοφορέας, είπε ότι η γυναίκα μου είχε ένα ατύχημα, ότι βρισκόταν ξαπλωμένη σε κάποιο φορείο και ότι δυστυχώς δεν τα κατάφερε και υπέκυψε στα τραύματα της, ότι λυπόταν τόσο, ότι πρέπει να φανώ δυνατός και εκεί είναι που εγώ του απάντησα πως μάλλον έγινε κάποιο λάθος, πως η γυναίκα μου ήταν ζωντανή και τέλος τον ευχαρίστησα ευγενικά και έκλεισα το τηλέφωνο. Για λίγα δευτερόλεπτα ένιωσα ένα σφίξιμο στο στομάχι, αλλά γρήγορα μου πέρασε. Αυτό που μου είπε ο άγνωστος άνδρας ήταν αδύνατο να συμβαίνει. Απλά ήταν αδύνατο. Ήμουν σίγουρος ότι είχε γίνει κάποιο λάθος. Πολλά πράγματα ήταν δυνατό να είχαν συμβεί. Μπορεί, για παράδειγμα, κάποια γυναίκα να της έκλεψε το κινητό στο λεωφορείο και αυτή να ήταν τώρα που βρισκόταν νεκρή στο ασθενοφόρο. Ή μπορεί να της έπεσε και η άτυχη γυναίκα να το βρήκε. Ναι, αυτό μάλλον ήταν αρκετά πιθανό. Η γυναίκα μου, άλλωστε, δεν ήταν ποτέ προσεκτική με τα προσωπικά της αντικείμενα. Συχνά ξεχνούσε το κινητό της στο σπίτι, δύο φορές το είχε χάσει και άλλη μία της το είχαν κλέψει. Ναι, ήμουν σίγουρος ότι συνέβη κάτι από τα δύο. Όταν την έβλεπα το βράδυ, θα της έλεγα για το τηλεφώνημα και τη φωνή του τραυματιοφορέα. Στα μάτια της θα έβλεπα τη θλίψη για τη γυναίκα του φορείου, γιατί ήταν άνθρωπος πολύ πονετικός ακόμη και με ανθρώπους εντελώς ξένους. Κι ύστερα θα την αγκάλιαζα σφιχτά και θα χαμογελούσα κρυφά που ξεγελάσαμε τη μοίρα. Αναρωτήθηκα αν έπρεπε να την πάρω στη δουλειά. Όμως αποφάσισα ότι όχι. Είχε πολύ δουλειά αυτές τις μέρες. Και το αφεντικό της ήταν αυστηρό, τη στραβοκοίταζε όταν υποψιαζόταν ότι μιλούσε μαζί μου στο τηλέφωνο. Δεν έπρεπε να του δώσει αφορμή να της κάνει παρατήρηση. Ένιωθε σαν κοριτσάκι όταν της έκαναν παρατήρηση.
Το βλέμμα γύρισε γύρω στο δωμάτιο και έπεσε πάλι πάνω στη γυάλα με τα κίτρινα βοτσαλάκια και το πλαστικό πράσινο φυτό. Το ζωντανό ψάρι συνέχιζε να κολυμπά δίπλα στο νεκρό αγγίζοντας το. Μα γιατί δεν καταλάβαινε; Έφταιγε άραγε η μνήμη του ή ήταν τόσο οδυνηρό αυτό που συνέβαινε που δεν μπορούσε να το δεχτεί; Μπορούσε άραγε το χρυσόψαρο να νιώσει πόνο για κάποιον που μοιραζόταν για έξι μήνες την ίδια γυάλα, το ίδιο νερό, την ίδια τροφή, θα του έλειπε άραγε ή τώρα θα κολυμπούσε μόνο και πιο ελεύθερο; Η κατάσταση άρχισε να με ενοχλεί. Είχα ένα διήγημα να δουλέψω κι εγώ έκανα με τον εαυτό μου υπαρξιακή συζήτηση για τα συναισθήματα ενός ψαριού. Με θυμό πήρα τη γυάλα και μπήκα στο υπνοδωμάτιο, ακουμπώντας τη στο κομοδίνο με τόση ορμή που χύθηκαν κάτω νερά, ήμουν όμως τόσο εκνευρισμένος που δεν μπήκα στον κόπο να τα σφουγγαρίσω.
Τότε χτύπησε το κινητό μου και έτρεξα , σίγουρος ότι ήταν η γυναίκα μου. Όμως, όχι, ήταν η αδελφή της, με την οποία δεν είχαμε ποτέ καλή σχέση , γιατί τα πρώτα χρόνια της σχέσης μου με τη γυναίκα μου θεωρούσε το επάγγελμα μου αδερφίστικο, όταν άρχισα δε να γράφω βιβλία, τα αποκαλούσε ψευτορομάντζα και είχε δίκιο, αλλά ήταν το ύφος της που με ενοχλούσε τόσο. Αναρωτήθηκα τι να ήθελε, στο τηλέφωνο μιλούσαμε μόνο στη γιορτή της και στη γιορτή μου και αυτό έπειτα από παρέμβαση της γυναίκας μου. Ό,τι και να θέλει μπορεί να περιμένει, σκέφτηκα, με τον εκνευρισμό που είχα δεν θα μπορούσα ούτε λεπτό να ανεχθώ την εκνευριστικά τσιριχτή φωνή και το υποτιμητικό της ύφος. Άφησα το τηλέφωνο να χτυπά δίπλα στη γυάλα και ντύθηκα για να βγω, αφού το πρωινό δεν ήταν κατάλληλο για να δουλέψω.
Αποφάσισα να πάω στο κομμωτήριο, θα έβλεπα εκεί τους παλιούς μου συναδέλφους και κάποιες πελάτισσες, ίσως έτσι αποκτούσα ερεθίσματα και για τα άλλα διηγήματα που θα αποτελούσαν το μελλοντικό μου βιβλίο. Τρελαινόμουν να ακούω ιστορίες, ιστορίες διάφορες για έρωτες, για απιστίες, για θανάτους, για οικογενειακά πάθη, ιστορίες καθημερινές αστείες ή θλιβερές ή τελικά γλυκόπικρες, όπως και η ζωή. Οι πελάτισσες μου ανοίγονταν εύκολα, ίσως έφταιγε το συμπαθητικό πρόσωπο ή το συμπονετικό μου βλέμμα και πριν αρχίσω να βγάζω χρήματα από τα βιβλία μου, όταν μάθαιναν ότι έγραφα πολλές φορές μου ζητούσαν να τις συμπεριλάβω στα βιβλία μου, να γίνουν έμπνευση και ροζ ηρωίδες, να μπορούν να λένε στις φιλενάδες τους ή στα εγγόνια του όταν γεράσουν ότι ένας συγγραφέας έγραψε κάποτε κάτι για αυτές.
Έμεινα έξι ώρες στο κομμωτήριο, άκουσα εφτά ερωτικές ιστορίες, οργάνωσα στο μυαλό μου το επόμενο διήγημα και όταν με ρώτησαν τι κάνει η γυναίκα μου, απάντησα ότι έχασε πάλι το κινητό της. Ύστερα κανόνισα να πάμε το επόμενο βράδυ με μία από τις κομμώτριες και τον άνδρα της σε ένα καινούριο εστιατόριο που ανακάλυψαν. Ανανεωμένος και έχοντας αποφορτιστεί από την πρωινή ένταση, πήγα στο σούπερ μάρκετ και ψώνισα ζυμαρικά, τυριά και ένα ποτήρι κόκκινο κρασί αποφασισμένος να μαγειρέψω για τη γυναίκα μου που θα γύριζε κουρασμένη το βράδυ.
Όταν γύρισα στο σπίτι, έβαλα μουσική στο στερεοφωνικό, έβγαλα τα ψώνια από τις σακούλες και έβαλα νερό στην κατσαρόλα για να βράσει. Ο χτύπος του κινητού μου με οδήγησε στο δωμάτιο, όπου για ακόμη μια φορά αντίκρισα τα δυο ψάρια και είδα δεκαπέντε κλήσεις από την κουνιάδα μου. Πριν αρχίσω να εκνευρίζομαι πάλι, πήρα μια πετσέτα, σκέπασα τη γυάλα κι έπειτα έκλεισα το κινητό. Γύρισα στην κουζίνα και άρχισα να μαγειρεύω τραγουδώντας σκεπτόμενος τις καινούριες ιστορίες που άκουσα. Αναπόφευκτα και αυτό το βιβλίο θα ήταν ροζ, αλλά ήμουν ακόμη νέος και ήμουν σίγουρος ότι θα ζούσα πολλές εμπειρίες που κάποτε θα μπορούσα να κάνω αξιοπρεπές μυθιστόρημα. Η ζωή ήταν μπροστά μου και άλλωστε ήταν μάλλον καλύτερο να ζω χωρίς πόνο γράφοντας ανοησίες, παρά να γράφω αριστουργήματα υποφέροντας.
Η ώρα είχε περάσει, το φαγητό άρχισε να κρυώνει κι εγώ να βρίζω από μέσα μου το διευθυντή της γυναίκας μου που πάλι την καθυστέρησε. Άνοιξα την τηλεόραση αφήνοντας τις ειδήσεις να φέρουν το θάνατο στο σαλόνι μου με ένα ρεπορτάζ για την τραγική αυτοκτονία μιας ηθοποιού και τις πρώτες δηλώσεις του αρραβωνιαστικού της και όταν ο θάνατος μου έπεσε βαρύς, άλλαξα κανάλι χαζεύοντας ένα ντοκυμανταίρ για τα δελφίνια. Και τότε χτύπησε το κουδούνι.
Επιτέλους σκέφτηκα, ήρθε. Άνοιξα το μπουκάλι με το κρασί και ύστερα την πόρτα νιώθοντας απίστευτη λαχτάρα να δω το πρόσωπο της, να μυρίσω τα μαλλιά της, να νιώσω το δέρμα της, να ακούσω τη φωνή της και να γευτώ τα χείλη της. Και με απογοήτευση αντίκρισα την αδερφή της και τον καλύτερο μου φίλο. Ήταν και οι δύο χλωμοί με σκοτεινιασμένα μάτια. Τους άφησα να μπουν κοιτάζοντας τους με απορία και νιώθοντας τον πρωινό κόμπο να σφίγγει στο στομάχι μου. Και τότε άρχισαν να μου λένε ότι με έψαχναν όλη μέρα, ότι έγινε ένα ατύχημα, ότι τη χτύπησε ένα αυτοκίνητο νωρίς το πρωί και ο οδηγός δε σταμάτησε, ότι ξεψύχησε στο δρόμο, ότι πρέπει να φανώ δυνατός- και αυτοί, όπως και ο τραυματιοφορέας, ότι η κηδεία θα γινόταν αύριο, μα δεν ήταν δυνατόν, αύριο θα πηγαίναμε στο εστιατόριο, ψέλλισα κι η αδερφή της άρχισε να κλαίει και ο φίλος μου μην ξέροντας τι να κάνει την αγκάλιασε στοργικά παρ’ όλο που κι αυτός ποτέ του δεν τη συμπάθησε.
Μείναμε αρκετή ώρα σιωπηλοί στον καναπέ. Ύστερα η κουνιάδα μου είπε πως θέλει να πάει στο σπίτι της, αλλά ένιωθε πως δεν μπορούσε να σταθεί στα πόδια της. Ο φίλος μου της είπε πως θα την πήγαινε αυτός κι ύστερα θα γύριζε σε μένα, μου είπε πως θα έμενε όλο το βράδυ και την άλλη μέρα και για όσο τον χρειαζόμουν. Από την ώρα που έφυγαν , εγώ τα έχω χαμένα, όλα έπρεπε να γίνουν αλλιώς, έπρεπε να θυμάμαι το πρωινό της φιλί και έπρεπε να γυρίσει να φάμε μαζί, έπρεπε να πιάσει στα χέρια της το βιβλίο με τα διηγήματα που θα της αφιέρωνα, έπρεπε να κάνουμε παιδιά και ίσως εγγόνια και έπρεπε εγώ να πεθάνω πρώτος για μη να χρειαζόταν να πρέπει αντιμετωπίσω την αυριανή μέρα και ύστερα την επόμενη και την μεθεπόμενη , για να μη χρειάζεται κάθε τρία λεπτά να πρέπει να συνειδητοποιήσω το ότι απλά εκείνη ένα πρωί χάθηκε και ύστερα να το ξεχάσω και να πρέπει να το θυμηθώ πάλι για να το ξαναξεχάσω.
Τώρα βρίσκομαι στο νεροχύτη και κρατάω στα χέρια μου τη γυάλα. Το ζωντανό ψάρι είναι σε ένα ποτήρι με νερό και μένει να ρίξω το νεκρό στο νεροχύτη και ύστερα να το πετάξω στα σκουπίδια παρ΄ όλο που και η σκέψη μόνο με ανατριχιάζει, γιατί εκείνη δε θα έρθει ποτέ να το κάνει και πρέπει εγώ να το κάνω, πρέπει εγώ επιτέλους να πάρω απόφαση ότι αυτό το ψάρι πέθανε και ύστερα θα μείνουμε το ζωντανό ψάρι στη γυάλα και εγώ να συνεχίσουμε μόνοι τις ζωές που μας απέμειναν.
ΙΙ
ΘΥΜΟΣ
Σήμερα κλείνει ένας μήνας από το τελευταίο πρωινό που την είδα σ’ εκείνη την ασφυκτική, καταραμένη εκκλησία που ήταν γεμάτη συγγενείς, γεμάτη φίλους κι όμως εγώ ένιωθα πως ήμουν μόνος μου μέσα σε ξένους που απλά έτυχε κάποτε να συναναστρέφομαι μαζί τους. Τα μάτια της ήταν κλειστά και έτσι όπως έσκυψα να τη φιλήσω για τελευταία φορά νόμισα για μια στιγμή πως ήμασταν ξαπλωμένοι στο κρεβάτι στο εξοχικό μας και πως ετοιμαζόμουν να την ξυπνήσω με ένα φιλί κι έπειτα θα την άφηνα να χουζουρέψει κι εγώ θα ετοίμαζα πρωινό. Ήταν μόνο για μια στιγμή αυτή η αίσθηση και ένιωσα να χάνομαι όταν κατάλαβα πως έπρεπε να τραβήξω το κεφάλι μου μακριά της για να κλείσουν το ξύλινο κουτί και να μου την πάρουν για πάντα. Κι ύστερα ήρθαν στο μυαλό μου τα παιδικά παραμύθια με τις μαγεμένες πριγκίπισσες και ναι, εκεί αρκούσε ένα φιλί για να ξυπνήσουν, όμως εκεί τότε, σ’ αυτήν την εκκλησία δεν υπήρχαν μάγια και παραμυθοχώρες, υπήρχε μόνο μια εχθρική πόλη που σ’ ένα δρόμο της έχασα τη γυναίκα μου και ένα καταραμένο αυτοκίνητο που αν είχε σταματήσει μπορεί να μην είχε ρημάξει έτσι τη ζωή μου.
Κάθε πρωί που ξυπνάω σκέφτομαι πως αν είχα απέναντι μου τον οδηγό αυτού του αυτοκινήτου, θα μπορούσα να τον σκοτώσω. Στο μυαλό μου παίρνει διάφορες μορφές, πότε βιαστικός εργαζόμενος που είχε αργήσει στο γραφείο, πότε ανεύθυνος χοντράνθρωπος που δεν του καίγεται καρφί για τους γύρω του, πότε επιπόλαιος νεαρός που φοβήθηκε την οργή του πατέρα του, πότε φοιτήτρια που μόλις πήρε το δίπλωμα οδήγησης. Όποια μορφή και να έχει αυτό τέρας , θα μπορούσα να τυλίξω τα χέρια μου στο λαιμό του και να τα σφίξω μέχρι που να νιώσω το σώμα του να σπαρταράει αβοήθητο. Ναι, θα μπορούσα να το κάνω και νιώθω ένα κόμπο στο λαιμό μου που δε θα τιμωρηθεί ποτέ, που δε θα καταστραφεί η ζωή του, που αυτός ο μήνας θα είναι γι΄ αυτόν όπως και ο προηγούμενος και ο επόμενος το ίδιο. Κι έπειτα κάποιες λίγες, κάποιες στιγμές σκέφτομαι πως ίσως είναι καλύτερα που δε θα τον δω ποτέ, που το βλέμμα μου δε θα συναντήσει ποτέ το δικό του γιατί πραγματικά θα μπορούσα να τον σκοτώσω με τα ίδια μου τα χέρια και δε θα ήθελα ποτέ να σκοτώσω άνθρωπο, μετά όμως πάλι σκέφτομαι και γιατί όχι, γιατί θα ήταν κακό να σκοτώσω τον άνθρωπο που σκότωσε τη γυναίκα μου;
Κάποτε πίστευα πως τα νήματα του κόσμου κινεί μια αόρατη δικαιοσύνη, είχα πάντα κάποια υπολείμματα θρησκευτικότητας από τη γιαγιά μου που αγαπούσε και φοβόταν το Θεό και τον είχε μέσα της και πίστευε σ’ αυτόν με τόση σιγουριά σαν να τον είχε κάποτε γνωρίσει. Όταν ήμουν παιδί με μάλωνε όταν βαριόμουν να πάω στην εκκλησία, όταν έβριζα ή όταν έμπλεκα σε καυγάδες με τους φίλους μου και μου θύμιζε πως αν κάνεις το καλό, όλα καλά θα σου πάνε και πως το κακό που κάνει κάποιος, μπροστά του το βρίσκει κάποια στιγμή. Κι εγώ το πίστευα γιατί αυτή η γιαγιά ήταν ο μόνος άνθρωπος που εμπιστεύτηκα, οι γονείς μου ήταν δυο αποστειρωμένοι άνθρωποι, αποκλειστικά αφοσιωμένοι στο να ανέβουν κοινωνικά και στο να κρύψουν την υποκρισία της σχέσης τους. Ο πατέρας μου είχε για χρόνια σχέσεις με άλλες γυναίκες και η μητέρα μου έβγαζε το μίσος και την κακία της γι’ αυτές στους γύρω της και πάνω μου και δε χώρισαν ποτέ, παρ’ όλο που ξέρω πως αν εκείνη είχε τότε τη δύναμη να αγνοήσει το τι θα πει ο κόσμος και να τον αφήσει να φύγει, θα είχαμε όλοι ζήσει πολύ πιο ευτυχισμένοι.
Η γιαγιά μου είχε προλάβει να γνωρίσει τη γυναίκα μου, λίγο πριν πεθάνει την είχαμε επισκεφθεί στο ακριβό γηροκομείο που την είχε παρατήσει η μητέρα μου, νομίζω πως περίμενε να σιγουρευτεί πως θα είμαι σε καλά χέρια για να πεθάνει ήσυχη. Μπορεί οι γονείς σου να μην ήταν τόσο καλοί μαζί σου, μου είχε πει τότε η γιαγιά με ξεψυχισμένη, αλλά σταθερή φωνή, κοιτούσαν άλλα πράγματα περισσότερο από σένα, είναι αλήθεια, αλλά είσαι καλός άνθρωπος, παιδάκι μου και ο Θεός φρόντισε για σένα και βρήκες αυτήν την κοπέλα και θα σε φροντίζει αυτή, δεν είναι άδικη η ζωή, απλά πάντα θα σου παίρνει πράγματα και πάντα θα σου δίνει, έτσι βρήκες τώρα μια νέα οικογένεια να σε αγαπά όπως δε σε αγάπησε η παλιά σου οικογένεια, είχες όμως και μένα να σε αγαπάω, δεν ήσουν μόνος σου, παιδάκι μου έ;
Η γιαγιά είχε συγκινηθεί και το στόμα της έτρεμε και στα μάτια μου κυλούσαν δάκρυα, γιατί ναι, εκείνη με είχε αγαπήσει και τώρα που έφευγε υπήρχε κάποιος άλλος να με αγαπήσει, ναι δεν ήμουν μόνος μου, η γιαγιά είχε δίκιο, ο Θεός δε σου έδινε τα πάντα απλόχερα, ήταν, όμως, αν μη τι άλλο δίκαιος.
Και τώρα η οργή γεμίζει τα μάτια μου δάκρυα και ναι, είμαι οργισμένος και με τη γιαγιά μου και με το Θεό της. Δε με άφησε πίσω ασφαλή και δε μου είπε την αλήθεια. Δε μου είπε πως δεν υπάρχει Θεός, παρά μόνο Τύχη, η Τύχη είναι ο μεγάλος κουκλοπαίχτης, εμείς είμαστε θλιβερές μαριονέτες, που αγνοούμε τα αόρατα νήματα στα χέρια και στα πόδια μας, τα νήματα που μας οδηγούν στην αγάπη και στην απώλεια, θέλω να φωνάξω στην Τύχη, θέλω να τη χτυπήσω, γιατί εκείνη οδήγησε αυτό το καταραμένο αυτοκίνητο στον ίδιο δρόμο που οδήγησε και τη γυναίκα μου, όρισε τα βήματα τους να συναντηθούν μέσα σε έναν από τους δεκάδες δρόμους μιας πόλης αχανούς, όμως δεν υπάρχει κανένας να φωνάξω, κανένας να χτυπήσω, κανένας Θεός δεν είναι απέναντι μου και καμιά Τύχη και ο οδηγός του αυτοκινήτου αυτού δε βρέθηκε και δεν κινδυνεύω να τον σκοτώσω, όμως εγώ κάθε μέρα φαντάζομαι πως τυλίγω τα χέρια μου σε κάποιον άγνωστο λαιμό.
Είμαι μόνος και κολυμπάω μέσα σε μια γυάλα οργής, όπως το χρυσόψαρο μου κολυμπά στη γυάλα του. Είναι το μόνο ζωντανό ον που ανέχομαι να βλέπω, δε θέλω να είμαι με κανέναν και νιώθω ότι μισώ όλον τον κόσμο. Οι φίλοι μου περνούν συχνά απ’ το σπίτι, αλλά δε θέλω να τους βλέπω, να τους ακούω, να τους μιλάω κι ας ήταν τόσο αγαπημένοι μου φίλοι μέχρι και τον προηγούμενο μήνα. Άλλοι είναι αμήχανοι σιωπηλοί κι άλλοι δεν αντέχουν τη σιωπή μου και την βαριά αίσθηση του θανάτου στο δωμάτιο και προσπαθούν να την ξορκίσουν μιλώντας, μιλάνε σαν να μη συμβαίνει τίποτε για τον καιρό ή για ένα σωρό άλλες αηδίες και η φωνή τους τρυπάει τα αυτιά μου και δεν ακούω τι λένε μόνο εύχομαι να εξαφανιστούν από μπροστά μου και σηκώνομαι προσποιούμενος ότι έχω κάποια δουλειά στην κουζίνα, ότι πάω να πάρω ένα παυσίπονο για τον πονοκέφαλο, τους διώχνω με τον τρόπο μου και αυτοί δεν το καταλαβαίνουν, πρέπει να γίνω απότομος ή να πάω να κλειστώ στο δωμάτιο μου για να το καταλάβουν ή να σπάσω τα πιάτα και τα ποτήρια και τη γυάλα με το χρυσόψαρο, όπως έκανα χθες, όταν δεν άντεχα πια να τους ακούω και προτιμούσα να ακούω τα γυαλιά που έσπαζαν από τις ανθρώπινες φωνές που συζητούσαν. Τα σπασίματα τους έκαναν να σταματήσουν κι έμειναν με γουρλωμένα μάτια να κοιτάζει ο ένας τον άλλο. Εγώ μόλις είδα το χρυσόψαρο να σπαραταράει στο πάτωμα τά 'χασα, δεν έπρεπε να πεθάνει κι αυτό είναι ό,τι μου έμεινε από κείνη, το χρυσόψαρο, το χρυσόψαρο άρχισα να φωνάζω κι ένας φίλος μου έτρεξε και γέμισε ένα ποτήρι νερό και το έβαλε μέσα. Φύγετε, τους είπα, αφήστε με μόνο, εκείνοι σηκώθηκαν, με κοίταξαν με λύπη, τα μάτια τους έλεγαν τόσα πολλά, αλλά εγώ δεν ήθελα να ακούσω ούτε τα μάτια τους, έφυγαν κλείνοντας αθόρυβα την πόρτα πίσω τους. Έμεινα μόνος μέσα σε υπολείμματα σπασμένων πιάτων, ποτηριών και της γυάλας, αλλά είχα το χρυσόψαρο μου, αυτό είχε σημασία, το έβλεπα να κολυμπά ασφυκτικά μέσα στο ποτήρι, έμεινα, δεν μπορώ να υπολογίσω για πόση ώρα, με τα μάτια καρφωμένα στο ποτήρι κι ύστερα άφησα τα σπασμένα και πήγα στο κρεβάτι και ξάπλωσα, το στήθος μου άρχισε να ανεβοκατεβαίνει και ένιωθα δάκρυα κάτω από τα μάτια μου, δάκρυα οργής και απελπισίας και μοναξιάς, δάκρυα που δεν έτρεχαν, αλλά πλημμύριζαν την καρδιά και το μυαλό μου, η αναπνοή, το αίμα μου και το σώμα μου όλο ήταν πνιγμένα δάκρυα.
Ξύπνησα την επόμενη ημέρα το απόγευμα, μάζεψα με μια σκούπα τα σπασμένα στο πάτωμα, τα έβαλα σε μια μεγάλη μαύρη σακούλα και βγήκα για να τα κατεβάσω στον κάδο που υπήρχε στη γωνία του δρόμου. Έξω από την πολυκατοικία με περίμενε ένα κουτί με το όνομα μου γραμμένο από έναν από τους φίλους μου που ήταν χθες στο σπίτι. Πήγα τα σκουπίδια στο κάδο, γύρισα, πήρα το κουτί και το άνοιξα μόνο όταν ανέβηκα πάνω. Ήταν μια καινούρια γυάλα. Τη γέμισα με νερό και ύστερα έριξα το χρυσόψαρο μέσα και για μια στιγμή χαμογέλασα που μπορούσε τώρα να κολυμπάει πιο άνετα.
Τώρα κάθομαι στον καναπέ κρατώντας και κοιτάζοντας το τηλέφωνο. Από τη μία θέλω να τους πω ευχαριστώ και συγνώμη, από την άλλη δεν μπορώ, δεν μπορώ γιατί νιώθω ακόμη θυμωμένος μαζί τους, όσο και αν κάποτε τους αγαπούσα, τώρα είμαι θυμωμένος γιατί με λυπούνται και μου στέλνουν μια γυάλα δείχνοντας συγκατάβαση στις εκρήξεις μου, είμαι θυμωμένος γιατί θέλουν να με φροντίσουν, γιατί εκείνοι χθες γύρισαν στις γυναίκες και τα παιδιά και ίσως τους είπαν στενοχωρημένοι πως δεν είμαι καθόλου καλά, αλλά εκείνοι είναι καλά, έχουν τους αγαπημένους τους, η ζωή τους δε γύρισε ανάποδα, δεν ξέμειναν μόνοι με ένα χρυσόψαρο σε ένα ποτήρι. Είμαι θυμωμένος μαζί τους γιατί είμαι θυμωμένος με το Θεό και με την Τύχη και τη γιαγιά μου που μου είπε ψέματα και με το κάθαρμα που την παράτησε να σπαρταράει στο δρόμο και με το ασθενοφόρο που δεν έφτασε εγκαίρως και αυτούς που δεν την έσωσαν και ακόμη και μαζί της είμαι θυμωμένος γιατί περπατούσε αφηρημένα και δεν είδε το αυτοκίνητο να έρχεται και γιατί έφυγε τόσο νωρίς για τη δουλειά, γιατί μου ορκίστηκε κάποτε να είμαστε για πάντα μαζί και δεν ήταν αθάνατη, γιατί ήταν η οικογένεια μου και η γιαγιά μου την είχε εμπιστευθεί να με αγαπάει. Είμαι θυμωμένος με τους φίλους μου, γιατί είναι οι μόνοι στους οποίους μπορώ να ξεσπάσω το θυμό μου αλλιώς φοβάμαι πως τα πνιγμένα μου δάκρυα θα ξεχυθούν παντού και θα με πνίξουν
ΙΙΙ
ΚΑΤΑΘΛΙΨΗ
Στο μικρό, εξοχικό μου σπίτι που ήρθα εδώ και δύο εβδομάδες μέρες ακούω μόνο τα τζιτζίκια και τη σιωπή της απουσία της. Εδώ, σ’ αυτό το σπίτι μπροστά στη θάλασσα περάσαμε μαζί τα τελευταία τρία καλοκαίρια μας, πάντα ήθελε ένα σπίτι στη θάλασσα και όταν το δεύτερο βιβλίο μου πήγε ανέλπιστα καλά, κατάφερα να της το προσφέρω. Τώρα το σπίτι, η θάλασσα, το καλοκαίρι, όλα μοιάζουν μάταια. Έχουν περάσει τρεις μήνες.
Είμαι μόνος και κάποιες στιγμές είναι αβάσταχτο. Σταμάτησα πια να τα βάζω με τους άλλους, με τη ζωή, με τη μοίρα, πλέον δε μισώ ούτε αυτόν, τον άγνωστο οδηγό που δε βρέθηκε ποτέ. Για να μισείς πρέπει να είσαι ζωντανός κι εγώ έτσι δε νιώθω καθόλου. Οι φίλοι μου δε με θυμώνουν πια, αλλά και πάλι δεν αντέχω να είμαι μαζί τους. Κάθε φορά που τους βλέπω, να είναι οι ίδιοι, εκεί, στην ίδια καθημερινότητα, απαράλλαχτοι, με τα γνωστά τους τα προβλήματα, με τις λίγες, όσες, στιγμές ευτυχίας, νιώθω τέτοια ζήλια που ντρέπομαι για τον εαυτό μου. Αναρωτιέμαι γιατί εγώ, γιατί εγώ να είμαι σε αυτή τη θέση και όχι αυτοί, γιατί να μη χτυπάω εγώ φιλικά το χέρι μου στην πλάτη τους και να μην τους λέω εγώ υπομονή, κουράγιο, θα περάσει ή γιατί να μη στέκω εγώ βουβός απέναντι τους, βουβός και λυπημένος με τη λύπη τους. Μπορώ να νιώσω την αγάπη τους, τη συμπόνια και τη θλίψη τους, όμως δεν τη θέλω, δεν είμαστε πια ίσοι, δεν κοιταζόμαστε στα μάτια από το ίδιο ύψος, είμαι εγώ χαμηλά, μικρός πολύ μικρός κι αυτοί είναι από πάνω μου, αλλά δεν αντέχω να με κοιτάζουν έτσι αδύναμος και χαμένος που είμαι, ένας άνθρωπος τελείως διαφορετικός από αυτόν που ήξεραν, από αυτόν που ήξερα εγώ, δε θέλω να με φροντίσουν, να με καταλαβαίνουν, να με αγαπούν, δε θέλω να με λυπούνται, θέλω να μην υπάρχω και να μην υπάρχουν ούτε κι εκείνοι.
Δεν ξέρω αν είμαι τυχερός ή άτυχος που δε χρειάζεται να δουλεύω. Τα βιβλία μου πωλούνται με σταθερούς ρυθμούς, έχω ακόμη ένα μεγάλο ποσό στην άκρη, ο εκδότης μου με πήρε για να με συλλυπηθεί και με συμβούλευσε τάχα φιλικά και στοργικά να το ρίξω στο γράψιμο για να ξεχαστώ, δεν ξέρω αν θα ξεχνιόμουν στο κομμωτήριο ή αν θα κινδύνευα να καταρρεύσω πάνω από κάποιο φρεσκολουσμένο κεφάλι. Γιατί τώρα πια δεν πνίγω πια τα δάκρυα μου, ξεσπάω πολύ συχνά σε κλάματα και κλαίω για ώρες, εγώ που τόσα χρόνια ακολούθησα πιστά τις οδηγίες του πατέρα μου για τον ανδρισμό και δε μου ξέφυγε ούτε δάκρυ.
Τον πατέρα μου και τη μητέρα μου τους είδα πρόσφατα, ένας ξάδελφος τους είπε τι μου συνέβη κι εκείνοι θυμήθηκαν ξαφνικά ότι είναι γονείς και με επισκέφθηκαν απροειδοποίητα κάποιο απόγευμα. Τα είχα πολύ χαμένα για να τους κλείσω την πόρτα, τους είπα να περάσουν μέσα, τους έφτιαξα καφέ και κάθισα απέναντι τους. Μείναμε για πολύ ώρα αμίλητοι, ένιωθα άβολα, την τελευταία φορά που τους είχα δει ήταν στην κηδεία της γιαγιάς μου, όπου μου είχαν ζητήσει να αφήσω το κομμωτήριο και να κάνω μια προσπάθεια να μπω στο πανεπιστήμιο, εκείνοι θα με βοηθούσαν οικονομικά, δεν ήταν αυτή δουλειά για άνδρες είχε πει αυστηρά ο πατέρας, έχουμε τόσα όνειρα για σένα, είχε πει η μητέρα μου κι εγώ δε μιλούσα, σκεφτόμουν τη γιαγιά μου που έφυγε, την οικογένεια που έχασα κι ήταν η εικόνα της γυναίκας μου, της οικογένειας που θα είχα από δω και μπρος που με έκανε να ανέχομαι να βρίσκονται έστω και για λίγο κοντά μου. Μπορούσα να τους πω πολλά σ’ εκείνη την κηδεία και μπορούσα να τους πω πολλά και σ’ εκείνη την επίσκεψη, αλλά δεν το έκανα, και τις δύο φορές δεν είχα φωνή, και τις δύο φορές η απώλεια με είχε συνθλίψει και δεν είχα δύναμη να τους αντιμετωπίσω κι έτσι έμεινα σιωπηλός, νομίζοντας πως έτσι τους ξορκίζω, και τις δύο φορές πονούσα τόσο γι’ αυτά που είχα χάσει, τόσο που η απόρριψη τους δεν είχε χώρο να με πληγώσει περισσότερο.
Πρέπει να είναι δύσκολο για σένα, μου είπε κάποια στιγμή η μητέρα μου, η φωνή της, όμως, δεν είχε καμία στοργή. Χρειάζεσαι χρήματα, με ρώτησε τότε αμέσως ο πατέρας μου. Τότε κατάλαβα πως δεν άλλαξαν καθόλου, ήταν το ίδιο ασυντόνιστοι και το ίδιο απόμακροι ο ένας από τον άλλο, το ίδιο άγνωστοι μεταξύ τους κι ας είχαν ζήσει μια ζωή μαζί , αυτοί οι άνθρωποι δεν ένιωσαν ποτέ κανονικό ζευγάρι, τα εγώ τους δεν έγιναν ποτέ εμείς και άρα ήμουν κι εγώ πάντα ένα άγνωστο σώμα που έτυχε να γεννήσουν. Δεν είχα δύναμη να τους πετάξω έξω κι έτσι καθόμουν σιωπηλός και κοίταζα στα φλιτζάνια τους τον καφέ που τελείωνε. Κι εκείνοι συνέχιζαν να μου θυμίζουν πόσο έρημο, πόσο μόνο με άφησε η γυναίκα μου με τις ερωτήσεις τους για τα βιβλία μου, μήπως θα έπρεπε να αλλάξω εκδόσεις, μου είπε η μητέρα μου, τώρα που έγινα γνωστός μπορούσα να έχω τις καλύτερες εκδόσεις και μήπως θα έπρεπε να γράψω κάτι πιο σοβαρό, αυτά που έγραφα ήταν για την παραλία, δεν την άκουσα όταν έπρεπε και δεν πήγα στο πανεπιστήμιο, τώρα με το ταλέντο μου θα έγραφα αριστουργήματα, αν ήμουν μορφωμένος. Κι ύστερα ο πατέρας μου άρχισε να μου λέει για τις γυναίκες, ναι είναι νωρίς ακόμη, το ξέρει, αλλά γυναίκες υπάρχουν παντού, σε λίγο καιρό θα την ξεχάσω και θα μπορέσω να βγω με άλλες, όλα στη ζωή ξεχνιούνται, εγώ που είμαι νέος και επιτυχημένος δεν έχω να φοβάμαι τίποτε.
Η ψυχή μου είχε βγει από το σώμα μου και με παρατηρούσε κι εμένα κι αυτούς, εγώ μαζεμένος σε μια γωνιά ευχόμουν να φύγουν, να εξαφανιστούν, ευχόμουν να μη με είχαν γεννήσει ποτέ κι εκείνοι μιλούσαν, μιλούσαν ασύνδετα μεταξύ τους, χανόταν ο καθένας στους μονολόγους του και ήταν αυτά τα εχθρικά, τα γεμάτα κακία βλέμματα η μόνη ένδειξη ότι αντιλαμβανόταν ο ένας την παρουσία του άλλου. Δεν είχα βγάλει κουβέντα και κάποια στιγμή σταμάτησαν κι εκείνοι να μιλάνε, παιδί μου είσαι καλά, η μητέρα μου με ρώτησε, κι ένιωσα μια μητρική τρυφερότητα να αναβλύζει από ένα βαθύ, πολύ βαθύ πηγάδι, μια μητρική τρυφερότητα που δε με αγκάλιασε ποτέ, όμως, και που δεν έμαθα ποτέ να αποζητώ. Σηκώθηκε και κάθισε δίπλα μου και σαν να πήγε να μου χαϊδέψει το κεφάλι και τότε εγώ γύρισα και την κοίταξα και πρέπει να έβγαλαν κεραυνούς μίσους τα μάτια μου, γιατί έκανε πίσω σαν να την είχαν χτυπήσει κεραυνοί και γρήγορα κατάλαβε πως δεν ήταν ποτέ καλή στο ρόλο της στοργικής μάνας, πήρε πάλι στο στρυφνό της ύφος και είναι αργά, είπε, πρέπει να φύγουμε, ο πατέρας μου σηκώθηκε, με χτύπησε δυνατά στην πλάτη, μου είπε λίγες ακόμη ανοησίες για το πως πρέπει να περάσω σαν άντρας αυτή τη δοκιμασία και πως σαν άντρας πρέπει να γνωρίσω πολλές γυναίκες και την πήρε και έφυγαν. Περίμενα λίγα λεπτά και βγήκα στο μπαλκόνι και κοίταξα κάτω, ήθελα να βεβαιωθώ ότι έφυγαν και μπόρεσα να πάρω μια βαθιά ανάσα μόνο όταν είδα της φιγούρες τους να χάνονται στη γωνία του δρόμου και μόνο τότε έτσι όπως τους είδα να περπατούν δίπλα δίπλα, αλλά τόσο μακριά ο ένας από τον άλλο, κατάλαβα ότι είχαν αρχίσει να γερνούν, ότι δεν ήταν νέοι όπως τους θυμόμουν, και πάλι δεν είχε σημασία, ήταν πάντα το ίδιο ξένοι.
Το βράδυ αυτό έκλαψα για πρώτη φορά, έκλαψα τόσο πολύ που δε θυμάμαι πόσο, έκλαιγα για τη γυναίκα μου και για κάτι άλλο που δεν ήξερα τι ήταν και κάποια στιγμή που ηρέμησα λίγο, χαμογέλασα κι ύστερα άρχισα να γελάω δυνατά και τότε ήξερα γιατί γελούσα, ήταν επειδή επιτέλους έκλαψα, ευχόμουν να μπορούσε να με δει από μακριά ο πατέρας μου, να έβλεπε πόσο έκλαιγα και πόσο άντρας σαν κι αυτόν δεν ήμουν.
Την επόμενη ημέρα αποφάσισα να έρθω εδώ, ενημέρωσα ένα φίλο, έριξα σε μια βαλίτσα αρκετά ρούχα, έβαλα το χρυσόψαρο σε μια πλαστική γυάλα που είναι ειδική για τις μεταφορές και που είχαμε αγοράσει, αλλά δεν είχε τύχει να χρησιμοποιήσουμε, κλείδωσα το σπίτι, μπήκα στο αυτοκίνητο και ήρθα. Ήταν πιο δύσκολο από ό,τι φανταζόμουν, ήταν ένα σπίτι φτιαγμένο για εκείνη, ένα σπίτι φτιαγμένο από εκείνη, ένα σπίτι που μόλις έφτασα στην πόρτα του με ρώτησε γιατί είμαι μόνος κι εγώ δεν ήξερα τι να απαντήσω κι έστρεψα το βλέμμα μου στη θάλασσα, αλλά ήταν η θάλασσα μας, η θάλασσα της, η θάλασσα που έβλεπε από το μπαλκόνι τα απογεύματα και η θάλασσα που βουτούσε τα πρωινά και ήταν σαν να με ρωτούσε και η θάλασσα που είναι εκείνη κι εγώ τότε γνωρίζοντας την απάντηση έβαλα πάλι τα κλάματα.
Οι ημέρες από τότε είναι τόσο ίδιες που μοιάζουν σαν μια τεράστια ημέρα. Τα πρωινά ξυπνάω με δυσκολία, φτιάχνω καφέ και κάθομαι στο μπαλκόνι. Το βλέμμα μου χάνεται στο γαλάζιο και οι σκέψεις μου γυρίζουν σε εκείνη. Αναρωτιέμαι αν έτυχε ποτέ να πιει σε αυτό το φλιτζάνι και ψάχνω στις άκρες του αόρατα αποτυπώματα των χειλιών της και προσπαθώ να θυμηθώ τι χρώμα είχε το μαγιό που φόρεσε το κάθε καλοκαίρι. Κι ύστερα δεν μπορώ να μη θυμάμαι τον ενθουσιασμό της όταν πήραμε το σπίτι, θέλω να γεράσουμε εδώ μπροστά στη θάλασσα, μου είχε πει και τώρα είμαι εγώ εδώ μόνος και ήδη γερασμένος κι εκείνη δε θα γεράσει ποτέ.
Οι ώρες περνούν παράξενα σε αυτό το μπαλκόνι, το πρωινό φέρνει το μεσημέρι κι ύστερα έρχεται το απόγευμα. Μερικές φορές δεν μπορώ ούτε να πεινάσω και όταν τρώω, τρώω μόνο επειδή άρχισα πάλι να καπνίζω και καπνίζω τόσο που δεν το αντέχει το στομάχι μου. Το στρίψιμο των τσιγάρων είναι η μόνη μου κίνηση, η μόνη μου δραστηριότητα, πολλές φορές σκέφτηκα να κατεβώ στην παραλία να κολυμπήσω, αλλά ένιωθα πως δεν είχα τη δύναμη να φορέσω το μαγιό μου, πως δεν είχα τη δύναμη να κουνήσω πόδια και χέρια, ένιωθα πως το σώμα μου έχει βαρύνει, πως είναι δεμένο στην καρέκλα του μπαλκονιού, πως τα μάτια μου είναι δεμένα σε αυτή τη θέα της θάλασσας.
Τα βράδια με βρίσκουν μπροστά από ένα ξεχειλισμένο τασάκι και κάτω από αμέτρητα φωτεινά αστέρια. Τα τζιτζίκια έχουν σταματήσει και έρχεται στα αυτιά μου ο ήχος των κυμάτων και είναι σαν να με καλεί το πηχτό σκοτάδι τους, σαν να με καλεί να χαθώ μέσα του και να πεθάνω. Πολύ συχνά εύχομαι να πεθάνω, το εύχομαι κάθε βράδυ που κλείνω τα μάτια, το εύχομαι κάθε φορά που πνίγομαι στους λυγμούς, το εύχομαι κάθε φορά που κοιτάζω την οδοντόβουρτσα της που δε θα ξαναχρησιμοποιήσει ποτέ. Μερικές φορές τότε έρχεται στο μυαλό μου η εικόνα της γιαγιάς μου και με κυριεύουν τα υπολείμματα του Θεού της, είναι αμαρτία να θέλεις να πεθάνεις, όμως εγώ το θέλω όσο τίποτε, ζητώ από το Θεό της γιαγιάς μου να με συγχωρήσει, αλλά θέλω να πεθάνω, δε θέλω να ξυπνάω το πρωί, δε θέλω να αναπνέω χωρίς αυτήν, δεν έχω μάθει να ζω μακριά της και δε θέλω να μάθω.
Δεν έχω πάρει κανέναν τηλέφωνο κι έχω μόνο απαντήσει μονολεκτικά σε μηνύματα φίλων ότι είμαι καλά κι αυτό για να μην ανησυχήσουν και έρθουν ξαφνικά και χαλάσουν την ησυχία μου, αλλά φαίνεται πως ο άνθρωπος δεν αντέχει να μη μιλάει και καμιά φορά ασυναίσθητα μιλώ στο χρυσόψαρο όταν το ταίζω, του μιλώ σαν να μιλώ σε μωρό ή σε μικρό παιδί. Εκείνο δείχνει να αγνοεί τη φωνή μου, την ύπαρξη και τον πόνο μου, το μόνο του ενδιαφέρον είναι τα λίγα κομματάκια ψαροτροφής, αλλά τις τελευταίες ημέρες πρόσεξα πως τα πτερύγια του έχουν αρχίσει να μαυρίζουν. Λένε πως τα χρυσόψαρα δε ζουν πολύ, δεν ξέρω αν έχει κάποιο μικρόβιο και αν θα πεθάνει κι αυτό, πολλές φορές αναρωτιέμαι αν θυμάται το σύντροφο του, εκείνον που προσπαθούσε τότε να ξυπνήσει, και αν δεν τον θυμάται άλλοτε το μακαρίζω που μπορεί να ζει χωρίς πόνο, άλλοτε το λυπάμαι που ζει χωρίς αναμνήσεις.
Κι έτσι περνά μακριά της το καλοκαίρι μου με το ασταμάτητο τραγούδι των τζιτζικιών, τη θάλασσα που την ημέρα χρωματίζει τις αναμνήσεις μου και που τα βράδια με καλεί να χαθώ στην άβυσσο της, έτσι περνά το καλοκαίρι μου με το χρυσόψαρο και την ψυχή μου μαυρισμένα.
IV
ΑΠΟΔΟΧΗ
Εδώ και δύο χρόνια δεν την ακούω να ανασαίνει δίπλα μου τις νύχτες. Αν και ξέρω πως έπαψε ξαφνικά ένα πρωινό να ανασαίνει πεσμένη σε έναν από τους δρόμους της πόλης, πως η τελευταία της ανάσα εγκατέλειπε το στήθος της, ενώ γύρω της όλα κινούνταν στους συνήθεις ρυθμούς των περαστικών, αν και τώρα πια το γνωρίζω καλά αυτό και το δέχομαι, προτιμώ να σκέφτομαι πως είναι κάπου σ’ ένα σύννεφο αποκοιμισμένη και οι ανάσες της σκορπίζονται στον ουρανό.
Εγώ δε θα είμαι ποτέ ο ίδιος άνθρωπος που ήμουν πριν από την τελευταία της ανάσα κι ας λένε μερικοί ότι οι άνθρωποι δεν αλλάζουν. Η αλήθεια είναι πως κι εγώ πίστευα πως ο άνθρωπος δεν αλλάζει πολύ μετά την εφηβεία, εγώ σαν έφηβος ήμουν κλειστός και θλιμμένος, άκουγα πολύ μουσική, είχα λίγους φίλους, πολλά όνειρα, θυμό και απελπισία και μοναξιά κι ύστερα ξαφνικά άρχισα να μεγαλώνω και δίπλα της να γνωρίζω τον κόσμο, δίπλα της έμαθα να γελάω, να νιώθω καλά με τον εαυτό μου και ασφαλής, δίπλα της έμαθα να ανοίγομαι στους ανθρώπους και να τους βάζω στην καρδιά μου, να περνώ καλά σε μεγάλες παρέες, δίπλα της έμαθα να ακούω τις ξένες ιστορίες, να τις μπερδεύω, να τις αλλάζω και να τις φτιάχνω δικές μου.
Και τώρα έπρεπε όλα αυτά να τα ξεμάθω ή μάλλον έπρεπε να συνεχίζω να τα κάνω χωρίς εκείνη, αλλά χωρίς εκείνη δεν είχε τίποτε νόημα, ο κόσμος έγινε πάλι ξαφνικά σκοτεινός και επικίνδυνος, γέλιο πια δεν μπορούσε να γεννηθεί στην καρδιά μου, οι άνθρωποι δεν είχαν ενδιαφέρον αν δεν μπορούσα να τους δω μέσα από τα μάτια της και ιστορίες πια δεν μπορούσα να φτιάξω, ξέχασα τον τρόπο, δεν ήθελα, δεν ήξερα πως. Κι έτσι έμεινα για πολύ καιρό μες στη σιωπή, σε μια θλιμμένη, σκοτεινή σιωπή, βούλιαξα μέσα της και ο παραμικρός θόρυβος με αναστάτωνε και πίσω από αυτή τη σιωπή κλείδωσα τον εαυτό μου και προσπάθησα να απομακρύνω όσους ανθρώπους είχα στη ζωή μου και δεν άφηνα κανέναν να μπει, κανένας δεν ήθελα να με βλέπει να υποφέρω, κανένας δε θα καταλάβαινε, δεν υπήρχε χώρος για κανέναν , γιατί δεν υπήρχα ούτε εγώ, αλλά υπήρχαν μονάχα τα υπολείμματα αυτού που κάποτε υπήρξε μαζί της.
Ο πόνος σε καταπίνει σαν μαύρη άγρια θάλασσα, αλλά έρχεται κάποτε η στιγμή που σε ξερνάει και πάλι στη ζωή, είσαι με σκισμένα ρούχα και σκασμένο δέρμα, τα μάτια σου κόκκινα και τα μαλλιά σου ανακατεμένα, είναι ό,τι απέμεινε από τον εαυτό σου, αλλά ό,τι απέμεινε από τον εαυτό σου δεν παύει να είναι εσύ στο τώρα, εσύ που τώρα σε μια νέα αφιλόξενη στεριά καλείσαι να ζήσεις και πάλι.
Ήταν μια μέρα που κοίταξα ξαφνικά τη φωτογραφία της και κατάλαβα πως έπρεπε να την αποχαιρετήσω για πάντα, κατάλαβα πως δεν έμενε πια άλλη άρνηση, ούτε άλλος θυμός, ούτε άλλη θλίψη , πως δεν είχα άλλη δύναμη να παρατήσω τον εαυτό μου, κατάλαβα πως εγώ ήμουν ζωντανός και πως είχα καθήκον να φέρω σε πέρας όποια ζωή μου είχε απομείνει, ήταν σκληρό να το σκέφτομαι, ναι, χωρίς εκείνη, αλλά ναι, εγώ ήμουν στη ζωή και στη ζωή δεν έχεις δικαίωμα να αντιστέκεσαι. Η αγάπη μου, ο πόνος μου φυσικά είναι ακόμη εκεί και το ξέρω πως εκεί θα είναι πάντα, είναι ένα μέρος μου, είναι φωλιασμένα στο σώμα μου, είναι εγώ, το καινούριο μου εγώ, το αίμα και η ανάσα μου, μαζί τους θα ταξιδέψω τα καινούρια ταξίδια μου, μαζί τους θα κλαίω και θα γελάω και θα αγαπώ και θα πονάω πάλι από την αρχή.
Ευτυχώς οι φίλοι μου είναι ακόμη εκεί, με περίμεναν να βγω πάλι στη στεριά και με αγκάλιασαν χαμογελώντας και οι γονείς μου κάνουν προσπάθειες και συχνές εμφανίσεις στη ζωή μου, μου λένε ακόμη τις ίδιες ανοησίες και ίσως ακόμη και να τις πιστεύουν και ακόμη ρίχνουν άγρια βλέμματα ο ένας στον άλλο, αλλά τώρα πια είναι εκεί, νομίζω πως με είδαν να χάνομαι και τότε κατάλαβαν πόσο χαμένο με είχαν και τώρα με θέλουν πίσω, θέλουν να είναι κοντά μου όπως δεν ήταν ποτέ ή όπως ήταν πάντα, το ξέρω πια πως έτσι μόνο μπόρεσαν να είναι, αυτόν τον τρόπο είχαν και ήξεραν, ο πόνος όμως τώρα με μαλάκωσε και τώρα νιώθω πως πίσω από την απόρριψη που μου έστελναν, πίσω από το θυμό και τις κακίες του ενός για τον άλλο και πίσω από την αποτυχία και τα λάθη του γάμου τους υπήρχε πάντα αγάπη για μένα.
Και σήμερα, δύο ακριβώς χρόνια μετά το θάνατο της, σταματώ να αναρωτιέμαι για τη μοίρα, το Θεό και το άδικο, δέχομαι το τυχαίο που την πήρε μακριά και με συνέθλιψε και βουτάω βαθιά μέσα στον εαυτό μου και για πρώτη φορά τα δάκτυλα μου κτυπούν στα πλήκτρα δυνατά και κτυπούν για μένα, για πρώτη φορά γράφω τα όσα η δική μου φωνή υπαγορεύει, για πρώτη φορά δε σκέφτομαι τις ιστορίες των άλλων, αλλά τελειώνω τη δική μου ιστορία, τα όσα γράφω είναι δικά μου και μιλούν για μένα. Για πρώτη φορά γράφω κάτι που της αξίζει και που είναι για εκείνη.
Και όσο για το χρυσόψαρο στη γυάλα, εκείνο που εκείνη είχε αγοράσει και που είχε απομείνει να με συντροφεύει, πέθανε κι αυτό ξαφνικά ένα πρωί, τα χρυσόψαρα δε ζουν πολύ και πολύ μου κράτησε, μου είπαν όλοι με όσους το συζήτησα και με συμβούλευσαν να πάρω άλλο, τι διαφορά θα είχε, είπαν, όμως εγώ δεν ήθελα άλλο, παρά αυτό το κόκκινο χρυσόψαρο που τάιζα τόσο καιρό και που του άλλαζα νερό και του μιλούσα, αυτό το μικρό ψάρι με τα μαυρισμένα στις άκρες τους πτερύγια, δεν ήθελα άλλο κι έτσι στη γυάλα τώρα δεν κολυμπά κανείς, γιατί εγώ ήθελα αυτό, αυτό που είχε χάσει κι εκείνο ένα σύντροφο, όπως κι εγώ.
(Από το βιβλίο «Παράλληλα Σύμπαντα», που κυκλοφορεί από τις Εκδόσεις Βασιλείου)
* Η Κατερίνα Τζωρτζακάκη γεννήθηκε το 1982 στην Αθήνα. Σπούδασε Ψυχολογία στο Πάντειο Πανεπιστήμιο Κοινωνικών και Πολιτικών Επιστημών. Εκπαιδεύτηκε στη συμβουλευτική και στην ψυχοθεραπεία. Ασχολείται επαγγελματικά με τον υποτιτλισμό. Από τις εκδόσεις Βασιλείου κυκλοφορούν τα βιβλία της «Ο Χορός στη Σκακιέρα» και «Παράλληλα Σύμπαντα».
Στο ιστολόγιό της «Ιστορίες» http://ktistories.blogspot.gr/ δημοσιεύει διήγηματά της.