Πέμπτη 24 Ιανουαρίου 2013
Παραμύθι: Το δέντρο του οραματιστή
της Ελένης Μωυσιάδου- Δοξαστάκη *
Μια φορά κι έναν καιρό ήταν ένας οραματιστής.
Ζούσε μαζί με άλλους στερημένους και διψασμένους ανθρώπους, σ΄έναν τόπο φτωχό και άδεντρο, έρημος λες, κάτω από τον ήλιο ολημερίς κι ολονυχτίς κάτω απ΄ το φεγγάρι.
Ελπίδα δεν είχαν, βοήθεια θεόσταλτη καμιά, μια πηγή μονάχα είχαν με λιγοστό νερό που το μοιράζονταν και όλο γκρίνιαζαν.
Την ημέρα τα έβαζαν με τον ήλιο, που τους έκαιγε, τη νύχτα με το φεγγάρι, που τους πάγωνε- τι τα θες;
Ο ήλιος συνέχιζε την πορεία του, το φεγγάρι τα ίδια, τίποτα δεν άλλαζε.
Ο οραματιστής παράμερα, μόνος καθόταν και …οραματιζόταν.
Κάποτε αποφάσισε να κάνει κάτι πιο δυναμικό και- γιατί όχι;- διαδραστικό.
Να συγκεντρωθούν ζήτησε όλοι γύρω από ένα ατροφικό και ημιθανές θαμνάκι- ένα θαμνάκι που θα μπορούσε να είναι δέντρο, αν δεν το έκαιγε η ζέστη όλη την ημέρα, αν δεν το πάγωνε το κρύο όλη τη νύχτα κι αν οι ρίζες του έβρισκαν νερό- κι άρχισε να μιλάει.
Μιλούσε μιλούσε, μέχρι που κάποιοι είδαν το θάμνο να βλασταίνει, δέντρο να γίνεται, κλωνιά να απλώνει γερά, φύλλα καταπράσινα και άνθη να γεμίζει και ζουμερούς καρπούς.
Οι δύσπιστοι δυσπιστούσαν.
Ξαναμίλησε τότε, πιο απλά αυτή τη φορά και πιο συγκεκριμένα, μα ζήτησε και κάτι από όλους:
Να κρατάνε ζήτησε λίγο απ’ το νερό που μοιράζονταν και να ποτίζουνε μ’ αυτό το ατροφικό, ημιθανές, θαμνάκι.
Να το ποτίζουν τη μέρα, τη νύχτα γύρω του να κοιμούνται, με τις ανάσες τους να το ζεσταίνουν, θάμνος να γίνει κι ύστερα δέντρο με κλαδιά, και μ’ άνθη και καρπούς κι ίσκιο παχύ να δίνει…
Με τα πολλά συμφώνησαν.
Δυο τρεις μονάχα «έκλεβαν» και ας διψούσαν όλοι, μα πείστηκαν σιγά σιγά κι εκείνοι, όταν ο οραματιστής ορκίστηκε ένα βράδυ πως άκουσε ολοκάθαρα τις ρίζες μες στο χώμα συρτά να προχωρούν.
Έτσι κυλούσε ο καιρός, ΄γίναν οι μέρες μήνες, οι μήνες ΄γίναν χρόνος και το θαμνάκι θάμνος.
Έλα όμως που η ζέστη της ερήμου, η δίψα και ο κάματος της μέρας θολώνουν το μυαλό!
Το βράδυ όλοι άκουγαν κι ως το πρωί ξεχνούσαν.
Ούτε ο θάμνος θαύμα κι ούτε κουράγιο είχαν να περιμένουν άλλο.
Έτσι, από το θάμνο άρχισαν κάποιοι να ενοχλούνται, που τους στερούσε το νερό, το λιγοστό εξάλλου, κι οι περισσότεροι από τον οραματιστή.
Πρότεινε τότε ένας να κάψουν το θαμνάκι που είχε γίνει θάμνος, κι άλλος τον οραματιστή σε δίκη να οδηγήσουν κι εκεί να δώσει λόγο που διψασμένοι έλεγαν και το νερό νεράκι.
Οι διαφωνίες λίγες κι εκείνες χλιαρές, συζήτησαν ένα πρωί και ως το μεσημέρι πήραν διπλή απόφαση:
Ν’ αφήσουν αποφάσισαν το θάμνο τους να ζει όπως παλιά, τον οραματιστή σε βράχο να τον δέσουν παραδειγματικά.
Αυτό και έκαναν.
Πήραν χοντρά σκοινιά και έδεσαν τον οραματιστή διπλά και τρίδιπλα, σφιχτά, πάνω σε ένα βράχο.
Να καίγεται τον άφησαν μες στο λιοπύρι ολημερίς, κάτω απ’ το φως του φεγγαριού να σπαρταρά ολονυχτίς, μέχρι να μετανιώσει και την αλήθεια να τους πει ότι τους ξεγελούσε και πως δεν ήταν δυνατό δέντρο να γίνει ο θάμνος.
Θ’ αντέξω, έλεγε αυτός, ο οραματιστής, θ΄αντέξω.
Θέλει χρόνο πολύ δέντρο να γίνει ο θάμνος και τα κλαδιά ν’ απλώσει και φύλλα να γεμίσει και άνθη λαμπερά και ζουμερούς καρπούς και ίσκιο να μας δώσει.
«Τι θάμνος τι θαμνάκι;», αντέλεγαν οι βιαστικοί και το νερό νεράκι κι ούτ΄ίσκιος ούτ΄ανθοί.
«Τον φταίχτη να σταυρώσουμε, αν δεν αποδεχτεί»!
Κι έτσι, κανείς δεν πότιζε το δόλιο το θαμνάκι που είχε γίνει θάμνος κι ο οραματιστής τρεις μέρες άντεξε κι αυτός. Τρεις μέρες μοναχά.
Ύστερα λιποθύμησε βλέποντας άλλο όραμα, δεμένος καθώς ήταν στο βράχο του σφιχτά και καταδιψασμένος.
Έβλεπε το θαμνάκι να καίγεται χωρίς νερό κι ολόξερα τα φύλλα του να πέφτουν, γυμνά να μένουν τα κλαδιά, πριν φτάσουν στον ανθό και μίλαγα και μίλαγε αργά, ψιθυριστά.
«Τα βλέπετε, τα λέγαμε!», είπανε μερικοί, «τα λόγια του πολλά κι όλους μας ξεγελά. Του πρέπει τιμωρία ακόμα μεγαλύτερη, στο θάμνο εκεί κοντά!
Κανένας ύστερα από αυτό να μην ξανατολμήσει από τα λίγα που έχουμε το λίγο να ζητήσει για δέντρα, ρίζες που διψούν και πράσσειν άλογα»
Λίγες οι διαφωνίες κι εκείνες χλιαρές, οι πιο πολλοί συμφώνησαν.
Τον έδεσαν, λοιπόν, ξανά, τώρα σε ξύλινο σταυρό μια ώρα που ξαστέρωνε και ρόδιζε ο τόπος.
Στράφηκαν στο θαμνάκι…
Μα τότε είδαν όλοι κι οι δύσπιστοι ακόμα, πράγμα αλλόκοτο, πως είχε ζωντανέψει, πως έδενε κορμό, κλωνάρια πως πετούσε με φύλλα θαλερά, μπουμπούκια ολόδροσα και άνθη ευωδιαστά.
Κι ήταν, αλήθεια, η στιγμή που- άτυχος πολύ- ο οραματιστής στα τελευταία λόγια του ξέπνοος ακουμπούσε: Χώμα θέλει το δέντρο, νερό κι υπομονή… χώμα θέλει το δέντρο και ρίζες οι καρποί.
* Η Ελένη Μωυσιάδου Δοξαστάκη γεννήθηκε στα Θερμά Σερρών και σπούδασε στη Φιλοσοφική Σχολή του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης. Σήμερα ζει και εργάζεται στο Ηράκλειο Κρήτης. Από τις εκδόσεις ΟΔΥΣΣΕΑΣ κυκλοφορεί η πρώτη της ποιητική συλλογή με τίτλο «Έλυτρα και λύτρα», Οκτώβριος 2009. Λογοτεχνικά κείμενά της έχουν δημοσιευτεί σε εκδόσεις του Συμποσίου Ποίησης, Πανεπιστημίου Πατρών, σε λογοτεχνικά περιοδικά, σε ανθολογίες και στο internet:
www.facebook.com/EleniMoysiadouDoxastaki | e-mail: m-elen98@otenet.gr
Ενότητα
ΔΙΗΓΗΜΑΤΑ