του Δημήτρη Απέργη *
Αυτήν την στροφή την έχω ξαναδεί. Πρέπει να έχω
ξαναπεράσει από δω. Χμ, ίσως και όχι. Ας συνεχίσω…
Επικρατεί αφόρητη ζέστη τον τελευταίο καιρό. Ένας
ανελέητος καύσωνας. Ο ήλιος καίει από ψηλά, και οι ορθογώνιοι ογκόλιθοι που
συναπαρτίζουν τους τοίχους του λαβύρινθου πυρακτώνονται. Η βροχή δεν λέει να
έρθει. Το στόμα μου έχει στεγνώσει, το λαρύγγι μου είναι πρησμένο από την δίψα.
Διψάω. Διψάω πολύ.
Πεινάω επίσης. Γρασίδι δεν φυτρώνει στο έδαφος, ούτε
χλόη ξεφυτρώνει μέσα στα διαχωρίσματα των ογκόλιθων των τοίχων, ούτε σκαθάρια
βλέπω να περπατούν τριγύρω καθ’ όλη την διαδρομή μου.
Όμως πριν την πείνα, πρέπει να ικανοποιήσω αυτή την
-αβάσταχτη πια- δίψα. Έχει κάνει τον δρόμο μου στον λαβύρινθο, βασανιστήριο.
Μονάχα το σκοτάδι της νύχτας με ανακουφίζει κάπως.
Πριν συνεχίσω, επιτρέψτε μου να απολογηθώ για την
–ομολογημένα- ανάρμοστη εμφάνισή μου. Ο λόγος για τον οποίο είμαι έτσι ολόγυμνος,
χωρίς ίχνος ύφασμα στο σώμα μου, είναι απλός: Μια μέρα, ενώ προχωρούσα μέσα
στον λαβύρινθο, θυμήθηκα τον μύθο του Θησέα και αποφάσισα να αντιγράψω το
τέχνασμα του Μίτου της Αριάδνης, αφήνοντας
δηλαδή μια κλωστή πίσω μου καθ’ όλη την διάρκεια της διαδρομής, με την ελπίδα
ότι ίσως έτσι μπορέσω να αποκρυπτογραφήσω το αίνιγμα του λαβύρινθου και βρω την
πολυπόθητη έξοδο.
Ελλείψει κουβαριού, δεν είχα παρά να ξεχειλώσω την
ραφή από το πανωφόρι μου και, αφού ξεχώρισα μια κλωστή και την έδεσα όπως-όπως
σε μία μικροσκοπική προεξοχή ενός τοίχου, άρχισα να ξεχειλώνω σιγά-σιγά και το
υπόλοιπο πανωφόρι προχωρώντας. Αφού σώθηκε ολόκληρο το πανωφόρι, έβγαλα μια
κλωστή από το παντελόνι και την έδεσα στην κλωστή από το πανωφόρι και συνέχισα
ξεχειλώνοντας και το υπόλοιπο παντελόνι. Αφού σώθηκε και το παντελόνι, σειρά
είχε το πουκάμισο, ύστερα τα εσώρουχα, ύστερα οι κάλτσες. Κατευθυνόμουν πάντοτε
προς τα δεξιά, και πάντοτε με τον τρόμο του τι θα συνέβαινε αν τελικά κατέληγα
ολόγυμνος και εκτεθειμένος στο κρύο, χωρίς να ανακαλύψω την λύση του
λαβύρινθου.
Όταν τελικά σωθήκαν όλα μου τα ρούχα και δεν βρήκα
καμία λύση σχετικά με τον λαβύρινθο, συνειδητοποίησα πόσο απέραντος είναι αυτός
ο λαβύρινθος και πόσο μικροσκοπικός είμαι εγώ. Τι περίεργο πράγμα όμως, και τι
αστείο συνάμα: Όταν απέκτησα αυτήν την ελάχιστη υποψία για το πόσο ασύλληπτα
απέραντος είναι ο λαβύρινθος, τότε ο λαβύρινθος με τύλιξε σαν ζεστή αγκάλη και
έκτοτε δεν ένιωσα κρύο ποτέ ξανά.
Μην με ρωτήσετε μονάχα πώς βρέθηκα μέσα στον
λαβύρινθο. Μονάχα αυτό μην με ρωτήσετε. Αν με ρωτήσετε πώς βρέθηκα εδώ μέσα, θα
σας απαντήσω πως δεν θυμάμαι. Βλέπετε, είναι πια τόσος καιρός που βρίσκομαι μέσα
στον λαβύρινθο ώστε κάθε ανάμνηση του παρελθόντος έχει βουλιάξει σαν
σαπιοκάραβο μέσα στους απύθμενους ωκεανούς της λήθης.
Αλλά ακόμη και αν σας έδινα κάποια εξήγηση για το πώς
βρέθηκα εδώ μέσα, θα σας ζητούσα πολύ ταπεινά να μην λάβετε σοβαρά υπόψη την
απάντησή μου και να μην την θεωρήσετε αληθινή. Κι αυτό γιατί είναι τέτοια η
φύση της διαμονής (και της διαδρομής) μέσα στον λαβύρινθο ώστε η διαχωριστική
γραμμή μεταξύ της πραγματικότητας και του φανταστικού ξεθωριάζει, πνίγεται στην
ασάφεια, μετατρέπεται σε ένα ακαθόριστο πεδίο, ένα ομιχλώδες τοπίο το οποίο αν
αναλύσει κανείς στην μοριακή του μορφή -με κάποιο υποθετικό υπερσύγχρονο μικροσκόπιο-
δεν θα διακρίνει παρά δαιδαλώδη μονοπάτια, περιπλεκόμενους διαδρόμους, θα
διακρίνει δηλαδή έναν λαβύρινθο.
Το πιο πιθανό είναι να βρέθηκα εδώ μέσα χωρίς την
θέλησή μου. Αλλά και πάλι, δεν παίρνω όρκο.
Σήμερα έβρεξε. Επιτέλους έβρεξε. Ύψωσα το πρόσωπο στον
ουρανό και αφέθηκα παραδομένος στις στάλες τις βροχής. Φυσικά δεν περίμενα να
γεμίσουν οι γούρνες στο έδαφος για να πιω νερό. Υπάρχει μια ειδική τεχνική για
να πίνει κανείς νερό μέσα στον λαβύρινθο όταν βρέχει, μια τεχνική που την
μαθαίνει κανείς μόνο με την εμπειρία του εδώ μέσα. Κολλάω το κάτω χείλος μου
πάνω στον τοίχο, σε ένα κάθετο διαχώρισμα μεταξύ δύο ογκόλιθων. Το νερό κυλάει
σαν ρυάκι μέσα στα διαχωρίσματα και κατεβαίνει κατευθείαν στο στόμα μου
τρεχούμενο ξεδιψώντας το πρησμένο μου λαρύγγι. Ξεδίψασα.
Ξεδίψασα. Τι ανεκτίμητο πράγμα είναι το νερό όταν
είναι κανείς τόσο διψασμένος. Πολυτιμότερο απ’ το χρυσάφι, ομορφότερο από
διαμάντια, ηδονικότερο από γυναίκα. Χαχαχαχαχα, συγχωρήστε με. Πραγματικά
ξεδίψασα.
Αυτό που μου λείπει τώρα είναι τροφή, για να
ικανοποιήσω την πείνα που με θερίζει. Τι ωραία που θα ‘ταν αλήθεια να είχα τώρα
εδώ μπροστά μου ένα ολοζώντανο ζουμερό σκαθάρι. Κατανοώ απόλυτα ότι για τον
μέσο αναγνώστη η λέξη «σκαθάρι» παραπέμπει στο γνωστό έντομο που φωλιάζει στο
έδαφος. Για τον υποφαινόμενο όμως το σκαθάρι σημαίνει πολλά, πολλά περισσότερα.
Σημαίνει ένα εξαίσιο γεύμα, πλούσιο σε πρωτεΐνες, βιταμίνες και ιχνοστοιχεία. Γεύμα
με εκείνη την ιδιαίτερη γεύση, γεύση ονειρεμένη, γεύση αλμυρή όπως το τσόφλι από
φιστίκι, και με μια ξινή υπο-γεύση σαν από κίτρο, και με μια αμυδρά πικρή υπο-γεύση
σαν να ‘ναι ποτισμένο με δυο σταγόνες μαύρου βερμούτ. Γεύση πραγματικά εθιστική
όταν την συνηθίσει κανείς, πιστέψτε με. Εκτός από σκαθάρια, τρώω και
κατσαρίδες, μυρμήγκια, σκαραβαίους. Γενικά τα τρώω τα έντομα.
Δεν τρώω σκουλήκια, σαλιγκάρια, κάμπιες. Απεχθάνομαι
την γλοιώδη υφή τους, μου προκαλεί αηδία. Θεωρώ εξαιρετικά παρήγορο το ότι ο
λαβύρινθος δεν με έχει αναλώσει πλήρως και το ότι οι γευστικοί μου αδένες
παραμένουν εκλεκτικοί υπό τις συνθήκες. Αυτό σημαίνει ότι διατηρώ ακόμα
στοιχεία του παλιού καλού εαυτού μου, όποιος κι αν είναι αυτός ο εαυτός.
Μια σειρά χαρούμενων συμπτώσεων έχει καταστεί μέχρι
τώρα η αιτία να βρίσκω τροφή και νερό μέσα στον λαβύρινθο, πάντοτε την
κατάλληλη στιγμή. Γι’ αυτό άλλωστε και έχω καταφέρει να παραμείνω ζωντανός όλο
αυτόν τον καιρό που βρίσκομαι εδώ μέσα. Βάσει αυτής της αναντίρρητης
πραγματικότητας του ότι είμαι ακόμα ζωντανός, δύναμαι να συμπεράνω πως είμαι
ένας γενικά τυχερός άνθρωπος. Είμαι αρκετά τυχερός. Είμαι πολύ τυχερός. Είμαι
υπερβολικά τυχερός. Είμαι ο πιο τυχερός άνθρωπος του κόσμου.
Σήμερα, ενώ περπατούσα, ανακάλυψα στο έδαφος μια
σκαθαροφωλιά. Χίμηξα καταπάνω της και άρχισα να σκάβω με τα μουδιασμένα μου
δάχτυλα μέσα στην γη με την ελπίδα ότι θα έβρισκα μια ολόκληρη
σκαθαρο-οικογένεια να κρύβεται μέσα της. Δεν βρήκα τίποτε. Έχουν ήδη περάσει
οκτώ ημέρες που είμαι νηστικός. Η ανάγκη να βρω τροφή έχει γίνει πλέον
επιτακτική.
Σήμερα, ενώ περπατούσα, κατέληξα σε μία διασταύρωση
τριών δρόμων. Ο ένας οδηγούσε προς τα αριστερά, ο άλλος οδηγούσε ευθεία και ο
τρίτος προς τα δεξιά. Ακολούθησα τον δρόμο που οδηγούσε δεξιά επειδή κατά
κανόνα κατευθύνομαι προς τα δεξιά μέσα στον λαβύρινθο. Φυσικά, δεν ακολουθώ
αυτήν την τακτική ώστε να βρω την έξοδο του λαβύρινθου (όχι, όχι, αυτήν την
φιλοδοξία την έχω καταργήσει προ πολλού μέσα μου) αλλά για να κατανοήσω καλύτερα
την μυστηριώδη ευφυΐα του, να ανακαλύψω το μυστικό της αρχιτεκτονικής του
τελειότητας. Κι αυτό επειδή μόνο μία άφθαστη διάνοια –ένας νους απλησίαστος- θα
μπορούσε να δημιουργήσει ένα τόσο αριστοτεχνικά χτισμένο οικοδόμημα.
Τίποτε άλλο δεν είναι αυτός ο λαβύρινθος παρά ένα
πρωτοποριακό επίτευγμα της μοντέρνας επιστήμης, ένα μνημείο απαράμιλλης
καλλιτεχνικής αρτιότητας, ένα υπόδειγμα μαθηματικής ακρίβειας και προηγμένης
αισθητικής. Πόσες φορές δεν αφαιρέθηκα για ώρες ολόκληρες μελετώντας αυτή την
αρμονική συμμετρία των πανύψηλων τοίχων, την υπνωτική επιμέλεια με την οποία
είναι στοιβαγμένοι οι λαξεμένοι ορθογώνιοι ογκόλιθοι κατά σειρές. Και πόσες
φορές δεν επιχείρησα μάταια να σκαρφαλώσω αυτούς τους τοίχους για να μπορέσω να
κοιτάξω από ψηλά την αξεπέραστη αυτή κατασκευή του λαβύρινθου. Ένα αψεγάδιαστο
κομψοτέχνημα, να τι είναι αυτός ο λαβύρινθος.
Ούτε σήμερα κατάφερα να βρω τροφή. Ενώ περπατούσα,
βρήκα μπροστά μου το κέλυφος ενός σαλιγκαριού. Το άρπαξα και το ‘βαλα στο στόμα
μου κι άρχισα να το ρουφάω με βουλιμία, ξεχνώντας ολωσδιόλου τις προτιμήσεις
των γευστικών μου αδένων. Όμως ήταν άδειο, δεν υπήρχε τίποτε μέσα.
Κατά το απόγευμα αντιλήφθηκα το τραγούδι ενός γρύλου
και συνειδητοποίησα ότι το τραγούδι αυτό με συντροφεύει εδώ και αρκετές μέρες
στην πορεία μου. Κοίταξα τριγύρω αλλά γρύλο δεν είδα πουθενά. Μονάχα το
τραγούδι του ακούω. Φαίνεται πως η τύχη αυτή την φορά, αντί για τροφή, με έχει
προμηθεύσει με έναν φίλο. Ας είναι.
Γρύλε πεινάω. Πεινάω πολύ. Το στομάχι μου έχει διπλώσει.
Τα άκρα μου είναι μουδιασμένα. Η καρδιά μου πάλλεται λυσσασμένη αφού δεν
βρίσκει πια αίμα να ανακυκλώσει. Τα πόδια μου πονούν. Η όρασή μου γεμίζει με
μαύρα στίγματα που μοιάζουν να χορεύουν μεταξύ τους πριγκιπικό βαλς. Δεν βλέπω
ξεκάθαρα. Πεινάω γρύλε. Μονάχα το τραγούδι σου με παρηγορεί κάπως.
Σήμερα ο λαβύρινθος μου επιφύλασσε μια δυσάρεστη
έκπληξη. Προχωρούσα για ώρες ολόκληρες έναν μακρύ διάδρομο και, σαν ακολούθησα
την στροφή, βρέθηκα σε αδιέξοδο. Δεν είχα τίποτε άλλο να κάνω από το να
ξαναγυρίσω πίσω, διανύοντας πάλι την ίδια διαδρομή. Βυθίστηκα σε βαθιά
απόγνωση. Τραγούδησέ μου γρύλε, καλέ μου φίλε. Μονάχα το τραγούδι σου με κρατά
πια ζωντανό.
Πούστη, γαμημένε λαβύρινθε… Σ’ αγαπώ.
Γρύλε, αγαπημένε μου φίλε, παλιόφιλε, ένα πράγμα
πρέπει να γνωρίζεις για μένα. Δεν το βάζω ποτέ κάτω, ποτέ δεν λυγίζω. Συνεχίζω
και περπατώ, ναι, και παρελαύνω σε τούτους τους διαδρόμους σαν αυτοκράτορας,
και η γη τρέμει στο βήμα μου, και οι τοίχοι αριστερά και δεξιά μου δεν είναι
παρά οι πιστοί μου υπήκοοι που στέκονται όρθιοι στο πέρασμά μου.
Γρύλε, αγαπημένε μου φίλε, παλιόφιλε, δεν βαστώ άλλο.
Δεν μπορώ να περπατήσω άλλο. Τα πόδια μου πονούν. Θα ξαπλώσω εδώ, δίπλα σ’
αυτήν την γούρνα με το νερό. Δεν έχει νόημα να συνεχίσω. Τροφή δεν βρίσκεται
πουθενά.
Γρύλε, αγαπημένε μου φίλε, παλιόφιλε, τι ωραία που
λάμπει το φεγγάρι τούτη τη νύχτα. Τι όμορφα που αντηχεί το τραγούδι σου κάτω
απ’ το χλωμό σεληνόφως. Το τραγούδι σου, γρύλε, μου φέρνει στον νου αναμνήσεις.
Αναμνήσεις που ίσως να είναι και ψεύτικες. Μου φέρνει στον νου ερωτικά
καλοκαίρια που ίσως και να μην έχω ζήσει ποτέ. Αστραφτερά ακρογιάλια που ίσως
και να μην έχω αντικρύσει ποτέ. Λάγνα θηλυκά μάτια που ίσως και να μην έχω ποθήσει
ποτέ. Φλογισμένα θηλυκά χείλη που ίσως και να μην έχω φιλήσει ποτέ. Στ’
αλήθεια, γρύλε, το τραγούδι σου τόσο μελωδικό είναι που μου αγγίζει τις πιο
απόκρυφες χορδές.
Κλαίω γρύλε. Μ’ έκανες κι έκλαψα αγαπημένε μου φίλε,
παλιόφιλε. Νόμιζα πως ήμουν ανίκανος να κλάψω. Είχα την εντύπωση ότι ο
λαβύρινθος είχε συνθλίψει κάθε συναίσθημα μέσα μου. Σ’ ευχαριστώ καλέ μου φίλε.
Χάρη θα στο χρωστώ.
Πάρε, γη, τα δάκρυά μου. Πάρ’ τα και ποτίσου μ’ αυτά. Τόσον
καιρό με κουβαλάς στην ράχη σου και σου κλέβω και τ’ οξυγόνο. Δέξου τα ως
ευγνωμοσύνη.
Γρύλε, έχω ένα μυστικό να σου εξομολογηθώ. Ένα σπουδαίο
μυστικό, γι’ αυτό και ας μείνει μεταξύ μας. Είναι πολλές φορές, αγαπημένε μου
φίλε, που ονειρεύομαι με λαχτάρα την έξοδο αυτού του λαβύρινθου. Και φαντάζομαι
–με την λειψή μου αυτή φαντασία- ότι στην έξοδο με περιμένει μία μαγική όαση με
φοινικόδεντρα και γάργαρα νερά να τρέχουν σε καταρράκτες και τον κατακόκκινο
ήλιο να βασιλεύει μέσα σε μια γαλήνια λίμνη. Φτηνές ανόητες σκέψεις, θα μου
πεις παλιόφιλε. Ξέχνα την έξοδο, έξοδος δεν υπάρχει, αυτό θα μου πεις. Αλλά
έστω κι έτσι, αγαπημένε μου φίλε, τούτο μονάχα έχω να σου πω: Από μαγικές
οάσεις, μονάχα τοίχοι με χωρίζουν.
Ξημέρωσε γρύλε, παλιόφιλε. Όμορφα που ξημερώνει ο
ουρανός με το τραγούδι σου…
Γρύλε πεθαίνω. Πεθαίνω, παλιόφιλε. Δεν χωρεί πλέον καμία
αμφιβολία. Τα στίγματα στα μάτια μου έχουν γίνει πια μπαλαρίνες που χορεύουν
πιρουέτες κι ύστερα χάνονται μέσα στις μεθυσμένες ίριδες. Πεθαίνω γρύλε.
Ασύγκριτη είναι η τύχη μου που θα έχω την τιμή να πεθάνω μέσα σε τούτο δω το
μεγαλούργημα με το τραγούδι σου στ’ αυτιά μου. Ποιος δεν θα ονειρευόταν έναν
τόσο γλυκό θάνατο μέσα στην καρδιά του λαβύρινθου συντροφιά με σένα; Είμαι στ’
αλήθεια ο πιο τυχερός άνθρωπος του κόσμου, γρύλε μου.
Ήρθες να μ’ επισκεφτείς, παλιόφιλε; Σ’ ευχαριστώ καλέ
μου φίλε, μοναδικέ μου φίλε. Επιτέλους σ’ αντικρίζω κι από κοντά. Τι όμορφος που
είσαι! Σε θαυμάζω αγαπημένε μου φίλε. Θαυμάζω το αεροδυναμικό σχήμα σου.
Θαυμάζω την υδραυλική σου κίνηση. Θαυμάζω τις υπέροχες κεραίες σου που μοιάζουν
να λαμβάνουν σήματα από το υπερπέραν. Μακάρι να ήμουν κι εγώ όμορφος σαν κι
εσένα. Σε ζηλεύω, παλιόφιλε. Όμως ακόμα περισσότερο, σε λατρεύω γρύλε. Σε
λατρεύω όπως λατρεύω και αυτόν εδώ τον λαβύρινθο.
Νέα θρησκεία θα ιδρύσω σήμερα, γρύλε παλιόφιλε. Θα
ονομάζεται Λαβυρινθισμός. Πιστεύω
μονάχα σε έναν θεό, τον μοναδικό θεό, τον αληθινό θεό, τον θεό Λαβύρινθο.
Εσένα, γρύλε, σε χρίζω ως τον Μεγάλο Προφήτη, ως τον Μεσσία. Κι εγώ, γρύλε, θα
είμαι το Άγιο Πνεύμα που είναι τώρα πια έτοιμο να εγκαταλείψει αυτήν την
πεινασμένη σάρκα και να γίνει ένα με τον λαβύρινθο. Οι τρεις μας, γρύλε, είμαστε
η νέα Αγία Τριάδα. Οι τρεις μας, αγαπημένε μου φίλε, θα εξαπολυθούμε σαν
βάκιλος σε τούτον τον κόσμο και θα τον μολύνουμε, και τότε ο κόσμος ολόκληρος
θα μετατραπεί σε έναν απέραντο λαβύρινθο δίχως όρια και σύνορα. Στ’ αλήθεια
γρύλε, το μέλλον μας ανήκει.
Σ’ έπιασα! Σ’ έπιασα γρύλε. Σ’ έπιασα, μοναδικέ μου
φίλε. Σε βάζω στο στόμα μου, γρύλε. Σε μασουλάω, γρύλε. Μην αντιστέκεσαι,
γρύλε. Πάψε να κουνάς τα πόδια σου, γρύλε. Υπέροχη η γεύση σου, γρύλε. Γεύση
αλμυρή όπως το τσόφλι φιστικιού και με μία ξινή υπο-γεύση από κίτρο. Σου λείπει
όμως, αγαπημένε μου φίλε, εκείνη η πικρή υπο-γεύση μαύρου βερμούτ που έχει ο
ξάδερφός σου το σκαθάρι. Μα ποιος χρειάζεται το βερμούτ τέτοιες ώρες;
Θα μου λείψει το τραγούδι σου, αγαπημένε μου φίλε. Σαν
σε χωνέψω, τ’ ορκίζομαι, θα προσευχηθώ για σένα κι ύστερα θα σκαλίσω στο έδαφος
επιγραφή προς τιμήν σου. Εδώ απεβίωσε ο
καλύτερος μου φίλος, ο γρύλος. Δεν θα σε ξεχάσω ποτέ, παλιόφιλε. Πώς θα
μπορούσα άλλωστε; Ζήσαμε τόσες μαγικές στιγμές οι δυο μας. Μου έσωσες την ζωή.
Ήσουν ο καλύτερος μου φίλος.
Ήδη σε αισθάνομαι μέσα μου, γρύλε. Νιώθω τις πρωτεΐνες
και τις βιταμίνες και τα ιχνοστοιχεία να μου γεμίζουν με ενέργεια το σώμα.
Συνήλθα πια. Η όρασή μου επανήλθε. Νιώθω πάλι πια δυνατός. Τώρα πια μπορώ να
περπατήσω. Θα περπατήσω.
Αυτήν την στροφή την έχω ξαναδεί. Πρέπει να έχω
ξαναπεράσει από δω. Χμ, ίσως και όχι. Ας συνεχίσω…
Ας συνεχίσω… Τι ωραία που ηχεί αυτή η φράση εδώ ανάμεσα σε αυτούς
τους πανύψηλους τοίχους! Με κάνει και αναρωτιέμαι: πόσο αξιοθρήνητοι είναι πραγματικά
εκείνοι που δεν γνώρισαν ποτέ την ζωή μέσα στον λαβύρινθο…!
●●●●
Το διήγημα "Λαβύρνθος" βραβεύτηκε με Έπαινο στον 31ο Διαγωνισμό της Πανελλήνιας Ένωσης Λογοτεχνών
●●●●
* Ο Δημήτρης Απέργης γεννήθηκε στην Λάρισα. Σπούδασε ΜΜΕ και Κινηματογράφο στην Αγγλία. Ζει και εργάζεται στην Λάρισα.