του Κυριάκου Χαλκόπουλου *
“Monsieur de Maupassant va s'animaliser”
Η τελευταία γραμμή στα έγγραφα της κλινικής αναφοράς στην κατάσταση του Guy de Maupassant είχε ακριβώς το νόημα ότι «αποκτηνώνεται». Καθαυτή μια εξαιρετικά τραγική κορύφωση που θα ταίριαζε σε κάποιο από τα σκοτεινά του διηγήματα, επιφυλάχτηκε στην ίδια του τη ζωή.
Ο Guy de Maupassant, που θεωρείται συχνά ως ο μεγαλύτερος διηγηματογράφος της Ευρώπης, παρήγαγε το έργο του κυρίως στο μικρό διάστημα μιας μοναδικής δεκαετίας. Έζησε στο Παρίσι της καλούμενης Belle Epoche, αφού είχε πρώτα λάβει μέρος στον Γαλλο-Πρωσικό πόλεμο, που συχνά αποτελεί το φόντο διηγημάτων του.
Παρόλο που ξεκίνησε να γράφει με μια θεματολογία κατάδηλα διαφορετική από εκείνη που χαρακτηρίζει το πιο μελανό, και τελικό του έργο, το υπόβαθρο όλων των διηγήσεών του ήταν ήδη διαμορφωμένο από τα μικρά του χρόνια. Η κακή σχέση ανάμεσα στους γονείς του βγήκε στην επιφάνεια χρόνια αργότερα, και μπορεί όχι με λιγότερη ένταση απ ό,τι στο αριστοτεχνικό του μικρό διήγημα «Γκαρσόν, μια μπύρα», με το διόλου ύποπτο τίτλο, αλλά την έντονη οσμή του ψυχικού πλήγματος που ποτέ δεν έκλεισε. Σε εκείνο το αφήγημα κάποιος δηλώνει στον συγγραφέα πως η ζωή του ολόκληρη σφραγίστηκε από μια και μοναδική εμπειρία, από μία και μόνη σκηνή, εκείνη της μεγεθυμένης στα μάτια του σωματικής βίας που άσκησε ο πατέρας του στη μητέρα του.
Οι πλοκές των σκοτεινών του διηγημάτων στρέφονται πέρα από τα ελάσσονα θέματα που συγκροτούν ορισμένα από αυτά, στη γενική και ίσως άτεγκτη κρίση του πως το φαινόμενο της ζωής είναι ανυποχώρητα θλιβερό.
Στο εκπληκτικό από άποψη δομής διήγημα «Η υπνοφόρα», βλέπουμε πώς κάποιος παρασύρεται σε ένα όνειρο αφού διάβασε ουδέτερα την είδηση στην εφημερίδα της ημέρας πως οι αυτοκτονίες στη Γαλλία παρουσίαζαν αλματώδη αύξηση. Το διήγημα ξεκινάει με μια λεκτική αναφορά σε αυτοκτονίες για να τελειώσει με την επιστροφή από το όνειρο, στην είδηση για μια αυτοκτονία στο Σηκουάνα, λίγο πιο πέρα από το σπίτι του αφηγητή.
Στο κείμενο με τίτλο «Εκείνος;» παρακολουθούμε την πορεία ενός ανθρώπου από μια φαινομενικά ισχυρή, αλλά στην πραγματικότητα πολύ εύθραυστη θέση, στην ασίγαστη πλέον ανησυχία, με αφορμή μια οπτασία. Όλο το διήγημα μοιάζει με μια προσπάθεια να βρεθεί ένα όπλο απέναντι στην τρέλα που ο αφηγητής θεωρεί ότι τον απειλεί, και θυμίζει σαν ηχώ τη φράση του Κάφκα «και εσύ έχεις όπλα», που άλλωστε σημειώθηκε στο τέλος της ζωής του ακριβώς με θέμα την πάλη του με το δικό του εφιαλτικό εσωτερικό κόσμο.
«Le Horla», ένας τίτλος που δε μπορεί να μεταφραστεί με ακρίβεια στα ελληνικά, αλλά που ίσως να μπορεί να αποδοθεί ως «Το υπαρκτό-εκεί», ονομάζεται ίσως το πιο γνωστό, και μάλλον αναμφίβολα το πιο εκτενές και δουλεμένο (σε τρεις εκδοχές) από τα δυσοίωνα λογοτεχνήματα του γάλλου πεζογράφου. Σε αυτό το κείμενο, στην πιο μεγάλη και ολοκληρωμένη από τις εκδοχές, διαβάζουμε για έναν άνθρωπο που και πάλι ξεκινά ως γενικά αμέριμνος- ή έστω αυτή είναι η δική του εντύπωση, ή και αυτό που έχει πείσει τον εαυτό του πως ισχύει. Ωστόσο και πάλι μια οπτασία τον ταράζει, μόνο που αυτή τη φορά δεν αρκείται απλά να οργανώσει μια άμυνα απέναντί της, αλλά την καθιστά κάτι το υπερφυσικό. Με αυτό τον τρόπο υπό μία έννοια χάνει τη μάχη απέναντί της, αφού δεν έχει άλλο κάποιο όπλο για να προφυλαχτεί από αυτήν, υπό μία άλλη έννοια όμως ακριβώς ηρεμεί με την παραίτηση από τον πόλεμο που σε άλλα διηγήματα καταλήγει έτσι κι αλλιώς στον χαμό του.
Το Horla, αυτό το νέο πλάσμα, καινοφανές στις ιδιότητές του αλλά και στη φοβερή του σημασία, προορίζεται να εξοντώσει την ανθρωπότητα ξεκινώντας από τον άτυχο αφηγητή.
Και όμως στο τέλος αυτός που εξοντώθηκε ήταν ο ίδιος ο de Maupassant. Δεν επέδρασαν αποτρεπτικά οι άμυνες του, όπως στο «Εκείνος;», ούτε απέφυγε την κυκλική (ούτε καν σπειροειδή) πορεία της Υπνοφόρας, και, τελικά, αποκτηνώθηκε, αυτό το άλλοτε τόσο λαμπρό μυαλό που είχε θαυμάσει ο Flaubert και ο Nietzsche. Ίσως να μπορεί κανείς να ισχυριστεί πως αυτή του η μοίρα ηχεί για να μας υπενθυμίσει πως η ζωή δε μιμείται την τέχνη, αλλά η τέχνη καμιά φορά μπορεί να παρουσιάσει κάτι «πιο αληθινό από τη ζωή» (κατά τα λεγόμενα του γερμανού φιλοσόφου και θαυμαστή του), ως ένας σκαφτιάς στο ορυχείο του εσωτερικού κόσμου που προπορεύεται του κυρίου του, του συγγραφέα ως ατόμου στον κόσμο, αφού αυτός είναι η προαίσθησή του για τον αβλέμονα βυθό της ψυχικής ζωής που φέρει ο καθένας μέσα του.
Και, απο την άλλη, όπως ισχυρίστηκε χρόνια πριν να σχηματιστεί η δική του κατωφερής σπείρα ο Franz Kafka: «ένα βιβλίο πρέπει να είναι η αξίνα που θα θρυμματίσει την παγωμένη θάλασσα του εσωτερικού μας κόσμου».
* Ο Κυριάκος Χαλκόπουλος γεννήθηκε το 1979 στη Θεσσαλονίκη, όπου και ολοκλήρωσε τις βασικές του σπουδές. Κατόπιν σπούδασε στην Αγγλία και είναι πτυχιούχος της φιλοσοφικής σχολής του πανεπιστημίου του Έσσεξ. Διηγήματά του έχουν δημοσιευθεί σε έντυπα λογοτεχνικά περιοδικά (Ένεκεν, Εντευκτήριο, Δέκατα, Ίαμβος, Αντί επιλόγου κ.α.) και στο εξωτερικό (Αγγλία, Γερμανία). Σήμερα ζει στη Θεσσαλονίκη.