Σάββατο 16 Φεβρουαρίου 2013

Διήγημα : Το σπίτι με τα δυο ξυπνητήρια


του Θεοχάρη Παπαδόπουλου *

Η ώρα ήταν εξίμιση. Βήματα βιαστικά ακούστηκαν μέσα στο σπίτι.
-Πάλι άργησα, είπε ο Στέλιος και φώναξε στη γυναίκα του:
-Νίκη, δεν προλαβαίνω να πάρω πρωινό. Δώσε μου το σακάκι μου να φύγω. Κοίταξε το ρολόι του.
-Αν αργήσω πολύ τ’ αφεντικό θα μ’ απολύσει, είπε μέσα απ’ τα δόντια του.
Εκείνη την ώρα ήρθε η Νίκη κρατώντας το σακάκι. Ο Στέλιος έριξε μια ερευνητική ματιά γύρω του.
-Το ξυπνητήρι! Είπε σε λίγο. Αυτό φταίει! Έχουμε μόνο ένα ξυπνητήρι! Γύρισε στη Νίκη:
-Να αγοράσεις άλλο ένα ξυπνητήρι.
-Άλλο ένα; Δε νομίζω να μας είναι απαραίτητο..
- Χρειάζεται για να ξυπνάμε σίγουρα στην ώρα μας.
-Καλά, πάρε τώρα το σακάκι μην αργήσεις περισσότερο και να πάρεις ένα γάλα απέξω. Μην πας στη δουλειά νηστικός.
-Το γάλα μου έλειπε, είπε ο Στέλιος που είχε ήδη φορέσει το σακάκι του και έφυγε βλαστημώντας.
Η Νίκη κάθισε και συλλογιζόταν: Ο Στέλιος αναγκαζόταν να πηγαίνει σε δυο δουλειές για να τα βγάλει πέρα. Το πρωί δούλευε μηχανικός αυτοκινήτων και το βράδυ γκαρσόνι σε ταβέρνα. Δεν προλάβαινε να ξεκουραστεί λίγο απ’ τη μια δουλειά κι έπρεπε να φύγει για την άλλη. Το βράδυ γυρνούσε αργά, τσακισμένος από την κούραση. Έτρωγε κάτι στα γρήγορα και κοιμόταν.
Η Νίκη πάλι δούλευε νύχτα. Ήταν γκαρσόνα σε μια μικρή καφετέρια. Ξενυχτούσε για λίγα ψίχουλα μισθού. Της ήταν αδύνατο να ξυπνήσει το Στέλιο.
Πέρασε ένας μήνας. Στο σπίτι του Στέλιου και της Νίκης, το μόνο, που άλλαξε ήταν τα ξυπνητήρια. Αντί για ένα ξυπνητήρι τώρα είχαν δύο!
Ένα πρωί, στις έξι χτύπησε το πρώτο ξυπνητήρι. Τίποτα. Στην κρεβατοκάμαρα επικρατούσε απόλυτη ησυχία. Λίγο αργότερα ακούστηκε και το δεύτερο. Σε απάντησή τους ακούστηκε μόνο το ροχαλητό του Στέλιου.
Πέρασε λίγη ώρα. Κάποια στιγμή η Νίκη πετάχτηκε από τον ύπνο της αλαφιασμένη. Κοίταξε το ένα ξυπνητήρι στο κομοδίνο της. Ο Στέλιος δίπλα της ροχάλιζε βαριά. Η Νίκη τον σκούντησε:
-Αγάπη μου, ξύπνα, πήγε εξίμιση! Ο Στέλιος πετάχτηκε.
-Εξίμιση! Θα μ’ απολύσει τ’ αφεντικό μου! Άρχισε να ετοιμάζεται στα γρήγορα. Φεύγοντας, πρόλαβε να ανακοινώσει τούτη τη βαρυσήμαντη απόφαση:
- Oι βαριές κουρτίνες στα παράθυρα φταίνε. Πώς να μπει το φως της μέρας μέσα στο δωμάτιο να μας ξυπνήσει; Αυτές οι άτιμες φταίνε. Πρέπει να τις αραιώσουμε.
Πέρασε λίγος καιρός. Το σπίτι του Στέλιου και της Νίκης είχε τώρα δύο ξυπνητήρια κι αραχνοΰφαντες κουρτίνες στα παράθυρα.
Μια μέρα, ο Στέλιος ξύπνησε στις εφτά και πήγε μια ώρα αργότερα στη δουλειά του. Γύρισε ύστερα από μισή ώρα, φανερά εκνευρισμένος. Όταν τον ρώτησε η γυναίκα του τι είχε συμβεί απάντησε, στολίζοντας κάθε φράση του με δυο – τρεις βλαστήμιες.
-Με απέλυσαν. Δούλευα κάθε μέρα, τόσες ώρες σαν το σκυλί και να η ανταμοιβή μου!
-Μα, πως είναι δυνατόν να μην ξυπνάμε με δυο ξυπνητήρια και τον ήλιο πάνω από τα προσκέφαλα; Είπε η Νίκη.
-Δεν είναι τα ξυπνητήρια και τα παράθυρα, που φταίνε. Είναι η ζωή, που δεν μπορούμε να την προφτάσουμε! Είπε ο Στέλιος και βγήκε απ’ το σπίτι βροντώντας πίσω του την πόρτα.


* Ο Θεοχάρης Παπαδόπουλος γεννήθηκε στον Πειραιά το 1978. Σπούδασε Λογιστική σε ΤΕΙ. Κυκλοφόρησε την πρώτη του ποιητική συλλογή με τίτλο "Τα Παράταιρα" το 1997. Άλλα έργα του είναι: Κραυγές, Ιωλκός 2009, Ερείπια, ΡΕΩ 2010, Πρόσωπα Γνωστά, ΡΕΩ 2011, Ξερόκλαδα, ΡΕΩ 2012 και μια ποιητική συλλογή με επιλογή από τα παραπάνω στη βουλγαρική γλώσσα.
Διαχειρίζεται το blog: ΠΟΙΗΤΙΚΟ ΣΤΑΥΡΟΔΡΟΜΙ.


 
2013 | ιδεόστατο από την ανοικτή βιβλιοθήκη OPENBOOK Deluxe Templates. WP by Masterplan
Related Posts Plugin for WordPress, Blogger...