του Κυριάκου Χαλκόπουλου *
Ήταν ένα μεσημέρι της μέσης του καλοκαιριού, κάτι σημαντικό διότι ο καυτός Ήλιος έδινε την ευκαιρία στο προσωπικό αλλά και τους ασθενείς να κάνουν περίπατο στη μεγάλη αυλή του δημόσιου ψυχιατρείου. Εγώ κατέφτασα στην ώρα μου για να συναντηθώ με έναν από τους γιατρούς, που τον γνώριζα από παλιά. Αφορμή για την επίσκεψή μου στάθηκε μια βράβευση ενός διηγήματός μου, που του είχα υποσχεθεί να του το διαβάσω εγώ, όπως συνήθιζα άλλοτε να κάνω όταν συναντιόμασταν.
Ο γνωστός μου, που εργαζόταν εκεί, με ξενάγησε στους χώρους του γραφείου του αλλά και τους κοινόχρηστους στο τμήμα στο οποίο εδώ και λίγο καιρό προΐσταται. «Όλοι οι τοίχοι εδώ είναι γκρίζοι» μου είπε.
Κάποια στιγμή, ενώ ήμασταν για ώρα στο ευρύχωρο γραφείο του, καθισμένοι αναπαυτικά στις πολυθρόνες μας και έχοντας ανάψει ο καθένας από ένα πούρο, ο γνωστός μου σα να είχε τώρα μόλις θυμηθεί κάτι αξιόλογο μου είπε πως πρέπει να δω και έναν ακόμα χώρο.
Εγώ δέχτηκα, μόνο λίγο στεναχωρήθηκα που θα έπρεπε να σηκωθώ από το τόσο ωραίο περιβάλλον, καθώς και να σβήσω το πούρο μου, όμως σε λίγο ήμασταν στους διάδρομους και προχωρούσαμε, ο γνωστός μου μπροστά και πίσω εγώ.
Για ώρα περπατούσαμε σε διαδρόμους που κατά κανονικά διαστήματα τους διαχώριζαν πόρτες με διάφανο γυαλί στο πάνω μέρος τους, ενώ και εκατέρωθεν μας άλλες πόρτες, αυτές όχι διάφανες, οδηγούσαν σε άγνωστους για εμένα χώρους. Τελικά φτάσαμε στην άκρη του ορόφου. Ο γνωστός μου άνοιξε την τελευταία πόρτα, που επίσης δεν ήταν διάφανη και έτσι είχα εικάσει ότι επρόκειτο για πόρτα δωματίου και όχι για μια που πίσω της θα υπήρχε η συνέχεια του διαδρόμου, στάθηκε μπροστά της, μου είπε «παρακαλώ, περάστε», και καθώς μπήκα μέσα στο άδειο λευκό δωμάτιο έκλεισε απότομα την πόρτα και κλείδωσε.
Από τότε είμαι εδώ. Από το παράθυρο κοιτάζω την αυλή, κάτω, καμιά φορά φωνάζω αλλά δε φαίνεται να με ακούει κανείς. Έχει τύχει ακόμα και να νομίσω ότι κάποιος με άκουσε- κάτι ίσως όχι τόσο εύκολο τριάντα μέτρα κάτω, αλλά φώναξα με όλη μου τη δύναμη – μια ομάδα ασθενών που πρέπει να ανήκαν στα άτομα με νοητική αναπηρία σήκωσε τα κεφάλια της και έμοιασε να με κοιτάζει, κάτι που με έκανε δίχως να το θέλω να δακρύσω.
Σκέφτομαι την προδοσία του γνωστού μου. Να με κλείσει εδώ, όπου δεν υπάρχει τίποτα. Ή μάλλον αρχικά νόμιζα ότι δεν υπήρχε τίποτα, διότι κάποια στιγμή- νόμισα ότι τρελαίνομαι- διέκρινα ένα εξόγκωμα, επίσης άσπρο, στο πάτωμα, και το πλησίασα για να με βεβαιώσω ότι ήταν ψευδαίσθηση. Και όμως δεν ήταν- ήταν μια μικρή λευκή κιμωλία!
Από εκείνη την ώρα κοιτάζω την κιμωλία, και τους τοίχους, με μια φρικτή υποψία. Από εκείνη την ώρα έχω απομακρυνθεί από τους τοίχους, παραμένω στο παράθυρο, κρατώντας την κιμωλία στο χέρι μου που το απλώνω έξω, στον δυνατό Ήλιο. Να την άφηνα να πέσει;
Και μία σκέψη με κατατρώει. Πως οι τοίχοι έξω από το κελί αυτό ήταν όλοι ένα χρώμα. Πως αν πλησίαζα ίσως στους τοίχους του κελιού, αν, παρ ελπίδα, τολμούσα να ξύσω λιγάκι πάνω τους με το χέρι μου το χρώμα της χρησιμοποιημένης και υπαρκτής παντού κιμωλίας θα ξέφτιζε, και τότε θα αναγκαζόμουν να κοιτάξω πιο προσεκτικά, τις ατέλειωτες σειρές των γραμμάτων, και εκεί- πόσο το φοβάμαι – να βρω σκαλισμένη ανάμεσα σε άλλες και αυτή την ιστορία που τώρα διηγούμαι στον εαυτό μου.
* Ο Κυριάκος Χαλκόπουλος γεννήθηκε το 1979 στη Θεσσαλονίκη, όπου και ολοκλήρωσε τις βασικές του σπουδές. Κατόπιν σπούδασε στην Αγγλία και είναι πτυχιούχος της φιλοσοφικής σχολής του πανεπιστημίου του Έσσεξ. Διηγήματά του έχουν δημοσιευθεί σε έντυπα λογοτεχνικά περιοδικά (Ένεκεν, Εντευκτήριο, Δέκατα, Ίαμβος, Αντίεπιλόγου κ.α.) και στο εξωτερικό (Αγγλία, Γερμανία).