της Θωμαΐδας Καλαντζή *
Χτες, είδε
πάλι το ίδιο όνειρο και ξύπνησε ιδρωμένος. Παράξενο! Μέσα Φλεβάρη, το κρύο στις
δόξες του, και αυτός ξύπνησε ιδρωμένος! Ιδρωμένος και ταυτόχρονα ξεσκέπαστος!
Τους τελευταίους μήνες, κάθε νύχτα, έβλεπε το
ίδιο όνειρο και κάθε φορά ξυπνούσε ξεσκέπαστος και ιδρωμένος. Πώς γινόταν
αυτό?! Η μάνα του θα’ λεγε πως, το ότι κοιμόταν ξεσκέπαστος τον έκανε να βλέπει
αυτό το όνειρο και το ότι έβλεπε το συγκεκριμένο όνειρο, τον έκανε να ιδρώνει.
Λογική εξήγηση? Ίσως!
Έτσι, λοιπόν, και αυτός, μέσα σ’ όλα τα άλλα
που του συνέβησαν τους τελευταίους μήνες, συνήθισε και να βλέπει κάθε νύχτα το
ίδιο όνειρο και κάθε φορά να ξυπνάει με το οξύμωρο για την εποχή σχήμα,
ξεσκέπαστος- ιδρωμένος.!
Το πιο παράξενο, βέβαια, απ’ όλα, ήταν, ότι
αυτό που έβλεπε στον ύπνο του δεν ήταν κάποιος εφιάλτης από αυτούς που βλέπεις
το ίδιο βράδυ επηρεασμένος από την ταινία τρόμου που είδες νωρίτερα, με
μαχαιροεντεροβγάλτες που σε κυνηγάνε να σου βγάλουν τα σωθικά απ’ το στόμα,
αφού πρώτα σε βασανίσουν με όλους τους σαδομαζοχιστικούς τρόπους που έχει
εφεύρει η αιμόφιλη φαντασία των απανταχού σκηνοθετών ταινιών τρόμου, και ναι!,
κάτι τέτοιο θα έκανε τον καθένα να ξυπνήσει ιδρωμένος και ελαφρώς κατουρημένος
από τον φόβο του! Όχι! Αυτό που έβλεπε, ήταν ένα παράξενο μεν, αλλά πολύ γλυκό,
πολύ όμορφο όνειρο! Ένα όνειρο, απ’ το οποίο σίγουρα δεν θα ήθελες να
ξυπνήσεις!
Και να φανταστείς, πως μέχρι τώρα στη ζωή
του, δεν έβλεπε όνειρα, παρά σπάνιες φορές, και μάλιστα από αυτά που δεν τα
θυμάσαι μετά. Αυτό, όμως, το όνειρο, όχι μόνο το θυμόταν καλά, αλλά το’ χε
μάθει πια και απ’ έξω απ’ τις τόσες φορές που το έβλεπε το τελευταίο διάστημα,
λες και ήταν από κείνες τις αγαπημένες
σειρές που δεν βαριέσαι να τις βλέπεις ξανά και ξανά, έχοντας μάθει όλους τους
διαλόγους καλύτερα και από τους ίδιους τους πρωταγωνιστές. Αυτό το όνειρο, ήταν
ο λόγος που έβρισκε νόημα στην υπόλοιπη μέρα, αφού ξυπνούσε. Γιατί, κάθε βράδυ
όταν ξάπλωνε, ευχόταν να μην ξυπνήσει το επόμενο πρωί.!
Στη ζωή του γενικά, ποτέ δεν είχε καλές
σχέσεις με τα ζώα, κάθε λογής, είτε του ουρανού είτε της γης. Ιδιαίτερα, όμως,
τα ουράνια ζώα, τα πουλιά, τα σιχαινόταν! Στη θέα ενός περιστεριού, που μπορεί
να στεκόταν σε απόσταση αναπνοής από κείνον, πάθαινε πανικό, κι έτρεμε
σύγκορμος μέχρι να το δει να απομακρύνεται.
Κι όμως, στον ύπνο του, αυτό που του έφερνε
κάθε βράδυ την ευτυχία, ήταν ένα πουλί, και μάλιστα, ένα περιστέρι!..
[..Βρισκόταν,
λέει, στη μέση ενός από τους διαδρόμους μιας τεράστιας φυτείας καλαμποκιού και
περπατούσε μόνος του. Ήταν σε παιδική ηλικία, φορούσε κοντό παντελονάκι,
κοντομάνικο μπλουζάκι και καπέλο. Το πρόσωπό του ήταν αναψοκοκκινισμένο και ιδρωμένο
από τη ζέστη. Περπατούσε με βήμα νευρικό και γρήγορο και είχε ανοιχτά και τα
δυο του χέρια, για να χαϊδεύει τα φυλλώματα από τις χιλιάδες ρόκες που είχαν
αρχίσει να ξεπροβάλλουν ντροπαλά, έτοιμες για συγκομιδή. Ήταν καλοκαίρι. Τα
πάντα γύρω του ήταν ολοφώτεινα, και μύριζαν ξεγνοιασιά και παιχνίδι. Ποτέ του
δεν είχε ξαναδεί τόσο έντονο το χρώμα του ουρανού που τονιζόταν θαρρείς
περισσότερο από το επίσης έντονο πράσινο χρώμα από τα βράκτια φύλλα που είχαν
ανοίξει σα νούφαρα αποκαλύπτοντας το ακόμα πιο έντονο κίτρινο χρώμα των
καλαμποκόσπορων! Ένιωθε μαγεμένος έτσι όπως ήταν περικυκλωμένος από τα
καλαμπόκια, χαμένος σχεδόν στον λαβύρινθο της φυτείας αυτής, που σταμάτησε να
περπατάει, και ξάπλωσε κάτω για να απολαύσει την πανδαισία των χρωμάτων,
μυρίζοντας ταυτόχρονα το νοτισμένο από το πότισμα χώμα!..]
Στην πραγματικότητα, δεν είχε βρεθεί ποτέ σε
ένα τέτοιο μέρος! Κι όμως! Του φαινόταν, τόσο, μα τόσο οικείο!
[..Κάποια
στιγμή, έτσι όπως ήταν ξαπλωμένος, άκουσε μια φωνή να απευθύνεται σε αυτόν και
να του φωνάζει ΄΄ Έ, εσύ! Κοίτα με! Εδώ!΄΄. Πεσμένο στο χώμα, λίγα βήματα πιο
μακριά, ήταν ένα λευκό, πανέμορφο περιστέρι. Σηκώθηκε και πήγε κοντά. Η μια του
φτερούγα ήταν πληγωμένη και δεν μπορούσε να πετάξει. Το πήρε προσεκτικά στα χέρια
του.
-Τι
έπαθες? Πώς χτύπησες?
-Τι
να σου λέω τώρα! Μεγάλη ιστορία! Πετούσα με τον πατέρα μου, ψάχνοντας τροφή και
κάποια στιγμή, από περιέργεια, θέλησα να απομακρυνθώ και να πετάξω προς ένα
δάσος που πάντα ο πατέρας μου μου απαγόρευε να πηγαίνω μόνος μου, γιατί ήταν,
λέει, επικίνδυνο. Εγώ, όμως, έβλεπα από μακριά την ομορφιά του και ήθελα να
πετάξω ψηλά και να μπω μέσα, να χαθώ στα πεύκα, τα κυπαρίσσια, τις
κουκουναριές, τις καστανιές, τις βελανιδιές και τις ιτιές και να μυρίσω όλα
εκείνα τα πλούσια αρώματα απ’ το πράσινο και τους καρπούς, και να ζαλιστώ από
ευτυχία! Ε, αφού παρέβλεψα τα λόγια του πατέρα μου, απομακρύνθηκα από αυτόν και
μπήκα μες στο δάσος. Αμέσως, μαγεύτηκα από την τόση ομορφιά! Ένιωθα ελεύθερος!
Πετούσα πότε χαμηλά, πότε ψηλότερα, μύριζα τα δέντρα και ανέβαινα σ’ αυτά. Ήταν
τόση η χαρά μου και η μαγεία που ένιωθα,
που δεν κατάλαβα ότι είχα μπει πολύ μες στο δάσος και είχα χαθεί! Και, τότε, σε
μια στιγμή, ακούστηκε ένας θόρυβος, ένιωσα ξαφνικά ένα κάψιμο και μέσα σε
δευτερόλεπτα, έπεσα κάτω! Με είχε χτυπήσει ξώφαλτσα η σφαίρα ενός κυνηγού. Παρ’
ότι πονούσα, μπόρεσα να σηκωθώ και να πετάξω σε πολύ χαμηλό ύψος, μέχρι που
βγήκα απ’ το δάσος και λίγα μέτρα πιο πέρα, οι δυνάμεις μου με πρόδωσαν κι
έπεσα κάτω. Τότε, άρχισα να κάνω μικρά μικρά βήματα, αφού η μία μου φτερούγα
ήταν πληγωμένη, και κάποια στιγμή, έφτασα εδώ, σ’ αυτή την φυτεία με το
καλαμπόκι. Για μέρες δεν έχω δει κανέναν άνθρωπο εδώ. Ευτυχώς που ήρθες τώρα
εσύ! Θα με βοηθήσεις να γυρίσω στο σπίτι μου? Μου’ χουν λείψει πολύ οι γονείς
μου!
-Θα
σε βοηθήσω!
-Πάμε
λοιπόν?
-Πάμε!
Έτσι, έχοντας στα χέρια του το πληγωμένο
περιστέρι, ξεκίνησαν να βρούνε μαζί το σπίτι του..]
Στην πραγματικότητα,
ποτέ δεν βοηθούσε κάποιον που είχε ανάγκη. Για την ακρίβεια, δεν ήθελε να ξέρει
αν κάποιος είχε ανάγκη από βοήθεια, που ίσως αυτός θα μπορούσε να του προσφέρει.
Το μόνο που τον ένοιαζε, ήταν η δική του καλοπέραση. Να αποκτήσει όσα
περισσότερα μπορούσε. Κι όσα ακόμα δεν μπορούσε!..
[..Περπατήσανε
πολλή ώρα. Περάσανε μέσα από πολλά κτήματα και φυτείες και όταν νιώθανε την
πείνα να τους ενοχλεί, τρώγανε απ’ τους διάφορους καρπούς και την ξεγελούσανε.
Δοκιμάσανε κάθε λογής καλλιέργειες. Φάγανε ντομάτες, αγγούρια, ροδάκινα,
βερίκοκα, σύκα, κυδώνια, πορτοκάλια, μήλα, μανταρίνια.. Όλα τα είδη, όλες τις
γεύσεις, όλα τα χρώματα. Παράλληλα, όσο περπατούσανε, το περιστέρι του μιλούσε
για τους τόπους που είχε επισκεφτεί παλαιότερα με τους γονείς του μέχρι να
φτάσουν εδώ, και για την ελευθερία που ένιωθε όταν πετούσε, με τον αέρα να
χαϊδεύει το πρόσωπό του και τον ήλιο να
τον αγκαλιάζει με τις ακτίνες του!
Το άκουγε να μιλάει για όλα αυτά που είχε δει
και αυτός ζήλευε που δεν μπορούσε να πετάξει. Ένιωθε φυλακισμένος εδώ κάτω στη
γη!..]
Στην
πραγματικότητα, ποτέ δεν του άρεσαν τα ταξίδια. Ειδικά αυτά με τα αεροπλάνα.
Φοβόταν τα ύψη! Σ’ όλη του τη ζωή, στοίχημα να μπήκε τρεις φορές σε αεροπλάνο.
Και αυτό, επειδή δεν μπορούσε να κάνει διαφορετικά. Κι ας ήθελε να φτάσει ψηλά!
Ψηλά στην κοινωνία, ψηλά στην ιεραρχία, παντού! Κι έφτασε!..
[..Συνεχίσανε
να περπατάνε για ώρα, σύμφωνα με τις οδηγίες του περιστεριού, ώσπου κάποια
στιγμή, φτάσανε κάτω από ένα μεγάλο δέντρο, με πυκνό φούντωμα.
-Εδώ
είναι το σπίτι μου! Σ’ ευχαριστώ που μ’ έφερες! Μπορείς να φύγεις τώρα. Και να
θυμάσαι! Τώρα πια είμαστε φίλοι! Όποτε αισθάνεσαι μοναξιά, θα έρχομαι στον ύπνο
σου και θα πετάμε μαζί! Εντάξει?
-Εντάξει,
του είπε, και πριν καλά καλά το
καταλάβει, το περιστέρι, έφυγε από τα χέρια του και πέταξε προς τη φωλιά του!
-Μα
καλά, πώς μπορείς και πετάς? Του φώναξε έκπληκτος! Δεν είσαι πληγωμένο?
-Ήμουν!
Απάντησε. Όμως, με γιάτρεψε η δική σου αγάπη και φροντίδα! Αυτό είπε, και
χάθηκε γρήγορα μες στην πυκνή φυλλωσιά του δέντρου!
Στο γυρισμό πέρασε πάλι από τον ίδιο δρόμο
που είχαν περάσει με το περιστέρι, όμως δεν ξανασυνάντησε πουθενά τα κτήματα
και τις καλλιέργειες που είχαν συναντήσει πριν! Τριγύρω δεν υπήρχε τίποτα. Μόνο
ξέρες. Και πεινούσε! Και ταυτόχρονα, ζεσταινόταν! Και ίδρωνε! Ίδρωνε! Ίδρωνε!..]
Σ’ αυτό το σημείο πάντα, ξυπνούσε! Με τον ίδιο
τρόπο, ιδρωμένος και ξεσκέπαστος! Μέσα Φλεβάρη, το κρύο στις δόξες του, και
αυτός ξυπνούσε ιδρωμένος και ξεσκέπαστος! Πώς γινόταν αυτό? Μα, εδώ, σ’ αυτή τη
γειτονιά, όλοι με τον ίδιο τρόπο ξυπνούσαν. Ιδρωμένοι και ξεσκέπαστοι! Και λίγο
πολύ, έβλεπαν όλοι το ίδιο με κείνον όνειρο. Εδώ, σ’ αυτή τη γειτονιά, δεν
υπήρχαν διαφορές μεταξύ τους. Σ’ αυτή τη γειτονιά, όλοι είχαν έρθει για τον
ίδιο λόγο. Σ’ αυτή τη γειτονιά.. Τη γειτονιά των ΑΣΤΕΓΩΝ!
Εκείνος, που το μόνο που ήθελε στη ζωή του,
ήταν να φτάσει ψηλά και να αποκτήσει όσα περισσότερα μπορούσε. Εκείνος, που δεν
τον ένοιαζε η δυστυχία των άλλων, εφόσον δεν ήταν δική του. Εκείνος, που δεν
βοήθησε ποτέ κανέναν που είχε την ανάγκη του. Εκείνος, που είχε συνηθίσει μια
ζωή στα πολλά, βρισκόταν τώρα, εδώ, σ’ αυτή τη γειτονιά, καταδικασμένος από την
δική του πλεονεξία και φιλοδοξία, στην απόλυτη ανέχεια. Καταδικασμένος, να
βλέπει κάθε νύχτα το ίδιο όνειρο και να ξυπνάει κάθε φορά ιδρωμένος και
ξεσκέπαστος. Μόνιμα διψασμένος και πεινασμένος. Εκείνος, που δεν λυπήθηκε ποτέ
κανέναν, ήταν ό μόνος από τους αστέγους που δεν γύριζε κανείς να τον κοιτάξει
και να τον λυπηθεί, δίνοντας του κάτι να φάει και να πιει, μια κουβέρτα, για να
ζεστάνει το παγωμένο σώμα του. Εκείνος, που δεν παρηγόρησε ποτέ κανέναν,
έβρισκε τώρα τη μόνη του παρηγοριά σ’ αυτό το όνειρο. Σ’ ένα όνειρο όπου
βλέποντάς το έβρισκε πάλι για λίγο τη χαμένη του αθωότητα..
Χτες, είδε πάλι το ίδιο όνειρο. Αυτή τη φορά
όμως, δεν ξύπνησε ποτέ. Τον βρήκαν το πρωί οι οδοκαθαριστές του δήμου. Ήταν
σκεπασμένος(!) με μια κουβέρτα και πάνω του καθόταν ένα λευκό, πανέμορφο
περιστέρι. Τώρα πια, βρισκόταν σε άλλη γειτονιά. Στην γειτονιά των ΑΓΓΕΛΩΝ..!
* Η Θωμαΐς Καλαντζή γεννήθηκε το 1985 στη Ρόδο, όπου και κατοικεί. Είναι νέα δικηγόρος και φοιτήτρια στο τμήμα Κοινωνιολογίας του Παντείου Πανεπιστημίου. Αγαπάει τη νομική επιστήμη αλλά όχι το επάγγελμα του νομικού. Αν γυρνούσε το χρόνο πίσω, στα 18, θα επέλεγε το τμήμα Ιστορίας της Τέχνης της Σχολής Καλών Τεχνών. Με τη συγγραφή διηγημάτων ασχολείται εδώ και ένα χρόνο, και τη θεωρεί το πιο ισχυρό αντικαταθλιπτικό στη σημερινή πραγματικότητα. [ facebook ] [ e-mail ]