Κυριακή 17 Φεβρουαρίου 2013
Διήγημα : Ένα βαζάκι μερέντα...
της Ειρήνης Δερμιτζάκη *
Για κάποιο λόγο της καθόμουν στο λαιμό. Σαν ένα κομμάτι ξερό από την κόρα του ψωμιού. Έβηχε,της χτύπαγαν την πλάτη, κι εγώ εκεί, κολλημένη στο φάρυγγα της, αμετακίνητη και σίγουρη, να την πνίγω...
Δε με συμπάθησε, το ξέρω. Για κάποιο ανεξήγητο λόγο, από την πρώτη στιγμή που με είδε. Το ένιωσα στην πρώτη της αγκαλιά στο "Μητέρα". Εκτός αν δε με συμπαθούσε από πριν γεννηθώ. Αυτό όμως πώς θα μπορούσα να το ξέρω;
Είμαστε τέσσερα αδέρφια. Τα αδέρφια μου και εγώ. Έτσι μας ξεχώριζε ανέκαθεν. Ο Χρηστάκης, η Φωτεινούλα, ο Παναγιωτάκης και αυτό. Εγώ ήμουν το "αυτό". Όχι μόνο το "αυτό" δηλαδή, αλλά και το άλλο, το τελευταίο, το μικρό, το βλαμμένο, το αυτό... Ένα παιδί χωρίς όνομα.
Ούτε και ξέρω πως μεγάλωσα. Δεν ασχολήθηκε ποτέ κανένας μαζί μου. Σε μια αυλή γεμάτη με χρωματιστά λουλούδια, ζωηρά, που τα έντομα έστηναν πάρτι στους ανθούς, εγώ ήμουν κάτι σαν ένα μικρό μαραζωμένο κακτάκι σε μια μικροσκοπική γλάστρα. Ούτε νερό, ούτε λίπασμα. Μόνο ήλιος. Ένας δυνατός ήλιος να με τσουρουφλίζει νυχθημερόν. Ζούσα όμως. Με έτρεφε ο ήλιος και οι στάλες νερού που κατά λάθος έπεφταν πάνω μου από το πότισμα των γειτονικών λουλουδιών.
Δεν θυμάμαι πως άρχισαν όλα. Φαντάζομαι όμως. Φαντάζομαι ένα μωρό παρατημένο στην κούνια, να κλαίει και να σπαράζει για μια αγκαλιά και κανένας να μην του δίνει σημασία. Στριφογύριζε το μωρό, σπάραζε, χτυπιόταν, τίποτα... Μέχρι που έμαθε να χρησιμοποιεί τα χέρια του και σιγά σιγά προσπαθούσε να πιάσει τα κάγκελα του κρεβατιού, απελπισμένο να είναι συνέχεια στην ίδια στάση, ξαπλωμένο σε ένα μικροσκοπικό κρεβάτι. Έτσι το φαντάζομαι αυτό το μωρό. Εμένα...
...Κάπως έτσι μάλλον διαπίστωσα πως αφού το κλάμα μου δε συγκινούταν κανείς για να ασχοληθεί μαζί μου τότε η φωνή μου θα ήταν αδύνατο να τους συγκινήσει. Και παρόλο που ήξερα να μιλάω, κράτησα το στόμα μου κλειστό για πολλά πολλά χρόνια. Μόνο όταν κινδύνευσα να μην πάω νηπιαγωγείο μιας και άκουσα τη μάνα μου να λέει: "Πού να το στείλω το καθυστερημένο να με ρεζιλέψει;", άνοιξα το στόμα μου να μιλήσω! Και αυτό για να φύγω επιτέλους από το σπίτι με την ελπίδα πως ο έξω κόσμος θα είχε κάτι καλύτερο να μου προσφέρει.
Θυμάμαι τη στιγμή σαν να ήταν χθες, όλα μου τα αδέρφια στην κουζίνα, ετοιμαζόμασταν να φάμε και η μάνα μου με τη θεία μου κόβανε κομματάκια τις σουπιές για τη νηστεία λόγω δεκαπενταύγουστου.
"Έχεις δίκιο Χριστίνα μου, πού να το στείλεις το βλαμμένο; Άστο και του χρόνου..." Συμπλήρωσε η γλυκομίλητη θεία μου.
"Εγώ θέλω να πάω." Είπα αποφασιστικά.
Γύρισαν όλοι και με κοίταξαν παραξενεμένοι. Η Φωτεινούλα μας που εκείνη την ώρα έφερνε ένα κατσαρόλι με λάδι το έριξε στο πάτωμα από την χαρά της.
"Μίλησε! Μίλησε!" Φώναξε χοροπηδώντας!
Χαμογέλασα δειλά και ένιωσα να σκάει το ξεραμένο γάλα που είχε μείνει γύρω από τα χείλη μου. Αυτό ένιωσα πρώτα, γιατί αμέσως μετά ένιωσα μια ξύλινη κουτάλα να προσγειώνεται πάνω στο κεφάλι μου!
Δεν είχα ρίξει εγώ το λάδι, αλλά κάποιος έπρεπε να τιμωρηθεί, κι αυτή ήμουν εγώ, η εύκολη λύση! Εγώ που δεν έκλαιγα, δεν ούρλιαζα οπότε δεν θα προκαλούσα περαιτέρω ταραχή!
Έτσι κατάλαβα πως δεν είχε και πολύ σημασία να μιλάω. Και πώς έπρεπε οπωσδήποτε να πάω στο νήπιο για να γλιτώσω από το ξύλο της μάνας μου τουλάχιστον τις ώρες που θα έλειπα από το σπίτι! Έδεσα τη γλώσσα μου κόμπο, και έσφιγγα με μανία τα χείλη μου για να μη βγει ο παραμικρός ήχος από το στόμα μου! Ούτε η ανάσα μου δεν έπρεπε να ακουστεί ξανά!
...Μπορεί να είχε πολλά στραβά η μάνα μου αλλά είχε πολύ φαντασία. Πρώτον γιατί με έδερνε σε ανύποπτο χρόνο, εκεί που δεν το περίμενα δηλαδή, και δεύτερον γιατί με χτύπαγε κάθε φορά με διαφορετικό τρόπο και χρησιμοποιώντας ότι βάζει ο ανθρώπινος νους!
Με το τασάκι μου έσπασε μια φορά ένα από τα μπροστινά μου δόντια. Το πέταξε στον τοίχο από τα νεύρα της αλλά αυτό το ρημάδι έκανε γκελ και με βρήκε στο πρόσωπο. Μικρό το κακό βέβαια γιατί το δόντι ήταν από τα νεογιλά! Ε, σιγά, τι να έπεφτε από μόνο του, τι να μου το έβγαζε η μάνα μου μια ώρα αρχύτερα! Συνοπτικές διαδικασίες! Μια άλλη φορά με είχε πιάσει από την κοτσίδα μου, με γύριζε γύρω γύρω σα σβούρα και με κλώτσαγε ταυτόχρονα. Ήταν πολύ εντυπωσιακό γιατί δεν ήξερα που να πρωτοπονέσω! Ο πιο πρωτότυπος όμως ξυλοδαρμός ήτανε όταν είχα πάει να παίξω χιονοπόλεμο και γύρισα μούσκεμα στο σπίτι. Σαν παγάκι ήμουνα. Η μόνη ένδειξη ζωής πάνω μου ήταν η κόκκινη γλώσσα μου, κατά τα άλλα είχα ασπρίσει τόσο πολύ από το κρύο, που έμοιαζα σαν τα σφαχτά στους καταψύκτες των κρεοπωλείων! Η μάνα μου εξοργίστηκε που έφερα λάσπες στο σπίτι, έβρεξα τα ρούχα μου, έλειπα πάνω από μια ώρα χωρίς να ειδοποιήσω,και είχα γίνει μπλε από τον χιονιά! Τότε έπιασε την ξύστρα της ντομάτας και όπως ήταν παγωμένα τα χέρια μου άρχισε να μου χτυπάει της παλάμες. Μέτρα μου είπε. Μέχρι το δέκα. Γιατί δέκα θα φας! Εγώ δεν έβγαλα κιχ, αυτή συνέχισε να με χτυπάει με περισσότερη μανία, μέχρι που λιποθύμησα σε μια λιμνούλα αίματος και λιωμένου χιονιού.
Φαντάζομαι θα θεωρείται δύσκολη την εικόνα που μόλις περιέγραψα. Δεν ήταν όμως και τόσο. Πρώτον γιατί είχα συνηθίσει το ξύλο και δεύτερον γιατί γλίτωσα το γράψιμο στο σχολείο για μια βδομάδα μιας και είχανε πρηστεί τα δάκτυλα μου και δε μπορούσα να γράψω!
Μετά το περιστατικό με την ξύστρα, το βούλωσα για τα καλά. Και δεν ξανάκανα καμιά αταξία. Όχι πώς είχα κάνει και τις φοβερές σκανδαλιές! Ήσυχη ήμουν, αλλά ήταν αδιευκρίνιστα τα αίτια που τάραζαν το νευρικό σύστημα της μάνας μου όποτε καλό θα ήταν να εγκαταλείψω την όποια δραστηριότητα μιας και δεν ήξερα τι ακριβώς την ταράζει!
Όσο δε μιλούσα ένιωθα τη γλώσσα μου σαν να ήταν είναι φτιαγμένη από μπετόν και ήταν αδιανόητο να μετακινηθεί μέσα στο στόμα μου. Ακόμα κι όταν έτρωγα το έκανα τόσο ήσυχα που δεν καταλάβαινες αν μασούσα. Φοβόμουνα μην παρασυρθώ και αρθρώσω κάποιο φθόγγο κατά λάθος!
Γιατί δε μίλαγα; Γιατί δεν ήθελα... Γιατί φοβόμουνα... Γιατί δεν είχα τίποτε να πω...
Δε μίλαγα ούτε στο σπίτι, ούτε στο σχολείο. Ούτε στα αδέρφια μου, ούτε στους συμμαθητές μου.
Μια φορά ο Ζαχαρίας, συμμαθητής μου στην δευτέρα δημοτικού, μου κατέβασε τη φούστα στο διάλειμμα για να δει αν θα αντιδράσω φωνάζοντας. Κιχ δεν έβγαλα. Την ξανασήκωσα και γύρισα μέσα στην τάξη. Ο ψηλολέλεκας ο Παντελής, άλλος συμμαθητής μου, όποτε είχαμε γυμναστική κλώτσαγε τη μπάλα στο πρόσωπο μου. Εγώ κιχ δεν έβγαζα. Η Ουρανία, αυτή πήγαινε τρίτη τάξη, κατούρησε πάνω στην τσάντα μου. Είχαμε πάει σχολική εκδρομή στο εκκλησάκι του Προφήτη Ηλία. Την ώρα που φεύγαμε έτρεξα βιαστικά να πάρω τη σάκα μου και όταν ακούμπησε στην πλάτη μου κατάλαβα πώς ήταν μούσκεμα. Από νερό θα ναι, είπα, μέχρι που πήγα σπίτι και την μύρισα. Μου κατέστρεψε και το βιβλίο της γλώσσας η ξανθόψειρα.
...Αχ οι συμμαθητές μου! ύστερα λένε πως τα παιδιά είναι άγγελοι!
Η μάνα μου, ενώ είχε πάψει να με χτυπάει τα πρώτα χρόνια του δημοτικού σχολείου, ξανάρχισε το χόμπι της γύρω στα έντεκα μου χρόνια! Για την ακρίβεια επέστρεψε δριμύτερη!
"Γιατί δε μιλάς;" Ούρλιαζε! "Γιατί, ανάθεμα την ώρα και τη στιγμή που σε γέννησα! Μου το παίζεις ανώτερη ε; Δε με ξέρεις καλά εμένα! Θα σου κόψω με το κλαδευτήρι τη γλώσσα! Ακούς σκατόπαιδο Φύγε από μπροστά μου να μη σε βλέπω!"
Την κοιτούσα με μάτια γεμάτα απορία. Την κοιτούσα και όλο μου το πρόσωπο γινότανε μάτια. Μάτια χωρίς δάκρυα. Την κοιτούσα και περίμενα να με ξαναχτυπήσει. Εκείνη με έφτυνε υποτιμητικά και έφευγε από μπροστά μου.
...Μια μέρα έφυγε οριστικά. Με ξύπνησε ο πατέρας μου, πράγμα ασυνήθιστο. "Σήκω, θα έρθει η θεία σας η Χριστίνα να σας πάρει..." Είπε. Δεν ρώτησα τι και πως...
"Πού πήγε η μαμά θεία;" Ρώτησε ο Χρηστάκης.
"Στα τσακίδια!" Είπε η θεία μου και του άστραψε μία! Πρώτη φορά που δεν έτρωγα εγώ το ξύλο!
Τα "τσακίδια" ήταν κάπου στην Αλεξανδρούπολη. Εκεί το έσκασε η μάνα μου με έναν μακρινό ξάδερφο του πατέρα μου. Δεν την ξαναείδα... Κανείς μας...
Ανέβηκα στο ψυγείο και πήρα ένα κατοστάρικο από μια γυάλα που ήξερα πως μάζευε λεφτά για να παίρνει κλωστικά για τα κεντήματα της. Πήρα ένα κουταλάκι από την κουζίνα και πήγα στο μπακάλικο. Πήρα ένα βαζάκι μερέντα και πήγα στην παιδική χαρά να γιορτάσω! Δε θα ξανάτρωγα ξύλο! Τι ευτυχία! Έφαγα με τόση βουλιμία τη μερέντα που γέμισα τα μάγουλα μου και τα ρούχα μου! Ε, και τι μ' αυτό; Εκείνη ήταν πολύ μακριά για να ακούσω την φωνή της να με βρίζει. Τόσο μακριά που τα χέρια της δεν με έφταναν πια!
Πέθανε μετά από είκοσι εφτά χρόνια από καρκίνο. Την έφεραν στο χωριό και την θάψανε στον τάφο της μάνας της. Ο πατέρας μου δεν ήρθε στην κηδεία. Ούτε τα αδέρφια μου. Δεν είχε αλλάξει και πολύ. Ήταν πολύ αδυνατισμένη από την αρρώστια αλλά το πρόσωπο της φαινότανε ήρεμο! Και άσπρο! Όπως το δικό μου τότε με το χιονοπόλεμο, μια μέρα πριν μας παρατήσει...
Όταν πια φύγανε όλοι από το νεκροταφείο. Έμεινα μόνη μου και κάθισα λίγο στο μάρμαρο να πάρω μια ανάσα. Δεν ήξερα τι να νιώσω. Προσπαθούσα να θυμηθώ μια γλυκιά της λέξη ή ένα χάδι! Τίποτα...
Έκαιγε ο ήλιος και με τα μαύρα ένιωθα λες και με είχανε σε κλίβανο. Το σβέρκο μου είχε γίνει κατακόκκινο από το κάψιμο. Το δέρμα μου δίψαγε για νερό. ...Ζούσα ακόμα. Σαν εκείνο το κακτάκι στην αυλή, στο μικροσκοπικό γλαστράκι. Με έτρεφε ο ήλιος και οι σταγόνες που κατά λάθος έπεφταν πάνω μου από τα γειτονικά λουλούδια.
Άνοιξα την τσάντα μου έβγαλα ένα βαζάκι μερέντα και ένα κουταλάκι. Το έφαγα όλο με βουλιμία. Λέρωσα τα μάγουλα μου και τη μπλούζα, μα έτσι που ήταν μαύρη δεν φαινόταν οι λεκέδες! Γιόρτασα με τη μερέντα πάλι μαμά! Γιατί εκεί που είσαι δε μπορείς πια να μου κάνεις κακό! Δε θα ξαναφάω ξύλο! Τι ευτυχία! Μόνο που...
...Μόνο που δε σου χάιδεψα λίγο το χέρι όταν ήσουν ανήμπορη στον Άγιο Σάββα μαμά... Και τώρα εκεί που είσαι δε σε φτάνω...
* Γεννήθηκα το 1982. Από μικρή θυμάμαι τον εαυτό μου να γράφω ιστορίες για να μπορώ να επικοινωνήσω με τους άλλους ανθρώπους. Προσπάθησα μέσα από κόμιξ, κείμενα για το ραδιόφωνο, θεατρικά έργα, ταινίες και σενάρια μικρού μήκους, αλλά νομίζω πως η λογοτεχνία ήταν πάντα ο τρόπος να ακούγεται πιο καθαρά η φωνή μου. Νιώθω πολύ όμορφα όταν ο κόσμος σχολιάζει αυτά που γράφω. Φανταστείτε κάποιον που χρόνια νόμιζε πως μιλούσε στον τοίχο και μια μέρα ο τοίχος του αποκρίθηκε. Έτσι κάπως αισθάνομαι όταν οι ιστορίες μου αγγίζουν τους αναγνώστες. Τα τελευταία τρία χρόνια ζω και εργάζομαι στο Λονδίνο και ψάχνω τον τρόπο να εκφράσω την αλήθεια που έχω μέσα μου.
[ δικτυακός τόπος ] [ ιστολόγιο ] [ facebook ] [ email ]