Κυριακή 3 Φεβρουαρίου 2013
Διήγημα : Απόδραση
του Χάρη Γαντζούδη *
Κυριακή. Μισούσε τις Κυριακές. Ήταν αναγκασμένος να μένει όλη τη μέρα σπίτι και να τρώει στη μάπα την άθλια πραγματικότητα μέσα στην οποία ζούσε τα τελευταία χρόνια. Πότε άρχισε να αισθάνεται έτσι; Πότε έπιασε για πρώτη φορά τον εαυτό του να θέλει να αποδράσει; Ούτε που θυμάται.
Καθισμένος στην πολυθρόνα διάβαζε την εφημερίδα του. Ψέματα. Η εφημερίδα ήταν πρόσχημα. Απλώς ήθελε να αποκοπεί από το υπόλοιπο περιβάλλον. Είχε την ανάγκη να υψώσει έναν τοίχο, έστω και χάρτινο, να μη βλέπει. Το έκανε συχνά τελευταία…
Στον διπλανό καναπέ καθόταν η Μυρτώ, η δεκαεξάχρονη κόρη του, με τα ακουστικά στα αφτιά και με το laptop στα πόδια, συνομιλούσε με τους διαδικτυακούς της φίλους. Την παρατηρούσε να σμίγει τα φρύδια της, να χαμογελά, να κοιτάζει το ταβάνι κάθε φορά που έπρεπε να σκεφτεί μια έξυπνη απάντηση, να κοκκινίζει! Όταν κάποια στιγμή ακούμπησε τον υπολογιστή στο τραπεζάκι, πρόσεξε στην οθόνη τη φωτογραφία ενός νεαρού αγοριού. Ποιος ήταν αυτός; Τι δουλειά είχε με την κόρη του; Και αυτή η μελανιά στο λαιμό, η οποία δεν είχε κρυφτεί καλά κάτω από τη στρώση του μεικαπ; Ήθελε να της μιλήσει, να την κατσαδιάσει που μια σταλιά κορίτσι ήθελε έρωτες. Αλλά η σκέψη ότι και αυτός τα ίδια έκανε στην ηλικία της τον σταμάτησε.
Δίπλα της η Χαρά, η γυναίκα του. Με το βλέμμα κολλημένο στην οθόνη της τηλεόρασης, περίμενε τη στιγμή που η παρουσιάστρια θα αποκάλυπτε στο τηλεοπτικό κοινό το νέο καυτό ειδύλλιο της πόλης.
«Κλείσε επιτέλους αυτό το πράγμα» ήθελε να της φωνάξει. Να την πιάσει από το χέρι και να κλειστούν στην κρεβατοκάμαρα για ώρες, μέρες, μέχρι μια μελανιά να φανεί στο λαιμό του, στο λαιμό της…
Ο Αλέξης γνώρισε τη Χαρά πριν είκοσι χρόνια. Εκείνος τελειόφοιτος της Φιλοσοφικής, εκείνη ετοιμαζόταν να δώσει εξετάσεις στο Πανεπιστήμιο. Ήθελε να σπουδάσει Ψυχολογία ξεπηδάει από το πουθενά αυτή η λεπτομέρεια στο μυαλό του. Τη γνώρισε στο φροντιστήριο του Κώστα Βασιλείου, του πατέρα της, στο οποίο είχε πιάσει δουλειά. Την είχε προσέξει από την πρώτη μέρα που μπήκε στην αίθουσα για να διδάξει. Συνήθως είχε τα μακριά μαύρα μαλλιά της πιασμένα, αφήνοντας σε κοινή θέα τον λεπτό λαιμό της. Τα ντροπαλά χαμόγελα που του χάριζε κάθε φορά που τα βλέμματα τους συναντιόντουσαν τον έκαναν να καταλάβει ότι και εκείνη τον είχε προσέξει. Λίγο καιρό μετά ο πατέρας της τον κάλεσε στο γραφείο του και του ζήτησε να κάνει ιδιαίτερα στην κόρη του. Στην αρχή δίστασε. Ήξερε πως πίσω από αυτή την πρόταση κρυβόταν η Χαρά και δεν είχε στο μυαλό της τα ιδιαίτερα. Δεν ήθελε να ρισκάρει τη θέση του στο φροντιστήριο. Τελικά δέχτηκε την πρόταση όταν οι γονείς του, του έκοψαν την οικονομική ενίσχυση και δεν είχε σκοπό να γυρίσει στα Γιάννενα.
Από το πρώτο μάθημα η Χαρά του έδειξε τις προθέσεις της. Ακουμπούσε δήθεν τυχαία τον ώμο της στο δικό του, κάρφωνε το βλέμμα της στο δικό του κάθε φορά που εκείνος έσκυβε δίπλα της για να της εξηγήσει κάτι. Του χαμογελούσε αμήχανα. Το απαλό άρωμά της τον υπνώτιζε και συχνά έκανε σαρδάμ.
«Είσαι μαλάκας, δεν καταλαβαίνεις πως η γκόμενα θέλει να την πηδήξεις;» του φώναζε ένα απόγευμα ο Αντρέας, συμφοιτητής από τη Θεσσαλονίκη και συγκάτοικος στην Αθήνα.
«Τι περιμένεις; Πήδηξέ τη να τελειώνουμε». Έτσι σκεφτόταν ο Αντρέας ο οποίος κατά τη διάρκεια των φοιτητικών τους χρόνων είχε «πάρει» τις μισές φοιτήτριες της Φιλοσοφικής, μαζί και την υπάλληλο της βιβλιοθήκης που δεν μπόρεσε να αντισταθεί στο στενό μαρκάρισμα που της έκανε και στο βαθύ μπλε των ματιών του.
Εκείνο το απόγευμα ο Αλέξης δεν άντεξε. Οι γονείς της τον υποδέχτηκαν στο σαλόνι. Μετά από μια γρήγορη ενημέρωση για την πρόοδο της κόρης τους, ακολούθησε τη Χαρά στο δωμάτιο της. Τα χείλη τους πλησίασαν σε απόσταση αναπνοής μέχρι που ενώθηκαν. Στο δωμάτιο απλώθηκαν επιφωνήματα ηδονής. Η αδρεναλίνη του ανέβαινε ακόμα περισσότερο στη σκέψη ότι οι γονείς της βρισκόταν στο σαλόνι και εκείνος ξεπαρθενεύει την κόρη τους στον επάνω όροφο. Λίγο αργότερα ο Αντρέας έδινε τα συγχαρητήρια του στον κολλητό του.
Τα ιδιαίτερα συνεχίστηκαν όπως και η σχέση τους. Τα επιφωνήματα της ηδονής κατέκλυζαν το δικό του σπίτι ελεύθερα και χωρίς φόβο. Η Χαρά απέτυχε στις εξετάσεις αλλά δεν την ένοιαζε. «Θα δώσω ξανά του χρόνου» έλεγε. Αλλά δεν έδωσε ποτέ ξανά. Έμεινε έγκυος. Η Ψυχολογία ξεχάστηκε. Έπρεπε να ετοιμάσει το γάμο της δεν είχε καιρό. Στην αρχή οι γονείς της τσίνησαν αλλά όταν έμαθαν για την εγκυμοσύνη το δέχτηκαν, δεν μπορούσαν να κάνουν αλλιώς. Όπως και ο Αλέξης που πριν το καταλάβει βρέθηκε παντρεμένος. Τη Χαρά την αγάπησε αληθινά όταν απέβαλε στον πέμπτο μήνα. Αυτή η αναποδιά τους έφερε πιο κοντά. Έκαναν σχέδια για το μέλλον, για τα επόμενα παιδιά που θα έκαναν. Η σχέση τους πέρασε σε άλλο επίπεδο και τρία χρόνια αργότερα ήρθε η Μυρτώ να ολοκληρώσει την ευτυχία τους. Ο Αλέξης ήταν ευτυχισμένος. Είχε τη γυναίκα που ήθελε, τη Μυρτώ που ολοκλήρωνε την ύπαρξη του και τον πεθερό του ο οποίος τον ξάφνιασε όταν του ανακοίνωσε πως ήρθε ο καιρός πια να αναλάβει μόνος του το φροντιστήριο. Τι είχε πάει στραβά;
Σήκωσε το βλέμμα του από την εφημερίδα και έριξε μια διερευνητική ματιά στη γυναίκα του. Προσπαθούσε να ανακαλύψει που χάθηκαν. Η σημερινή της εικόνα δεν είχε καμία σχέση με το κορίτσι που είχε γνωρίσει είκοσι χρόνια πριν. Πια δεν έκαναν σεξ, δεν είχαν δικές τους στιγμές. Τα ηδονικά επιφωνήματα είχαν σταματήσει εδώ και καιρό. Από πότε; Δεν θυμάται. Το μόνο που θυμάται είναι τη γυναίκα του να τρέχει πίσω από τη Μυρτώ, να αλλάζει κουρτίνες τέσσερις φορές το χρόνο, τη λεπτή μέση της να στρογγυλεύει, το λιγοστό ελεύθερο χρόνο τους να τον περνάνε στο σπίτι τον γονιών της ή μπροστά στην τηλεόραση αμίλητοι, συμβιβασμένοι.
«Πάμε κάπου το Σαββατοκύριακο;» θυμάται να τη ρωτάει όταν η κόρη τους έκλεινε τα δέκα της χρόνια. Δεν πήρε απάντηση και αποφάσισε να μην της ξανά προτείνει κάτι.
Άφησε την εφημερίδα στο τραπεζάκι και ανασηκώθηκε στη δερμάτινη πολυθρόνα. Η φασαρία στο μυαλό του έγινε ανυπόφορη. Ένιωσε να δυσκολεύεται να αναπνεύσει λες και μια αόρατη θηλιά είχε τυλιχθεί γύρω από το λαιμό του και τον έπνιγε. Προσπάθησε να στρίψει ένα τσιγάρο. Τα χέρια του έτρεμαν. Η φασαρία στο μυαλό του μεγάλωνε. Ο καπνός έπεφτε στο χαλί. Η Χαρά του έριξε ένα αυστηρό βλέμμα σαν να τον έβριζε για την ακαταστασία του. Άφησε μια από τις πολλές βρισιές που του ερχόταν στο μυαλό να βγει και νευρικά κατευθύνθηκε προς την μπαλκονόπορτα.
Κάθισε στη μπαμπού πολυθρόνα και άπλωσε τα πόδια του στο γυάλινο τραπεζάκι. Οι παντόφλες του έπεσαν στο πάτωμα, αφήνοντας τις γυμνές πατούσες του εκτεθειμένες στο ψύχος του χειμώνα. Δεν τον ένοιαζε. Δεν ήθελε να γυρίσει στο σαλόνι, το μόνο που ήθελε ήταν να αποδράσει. Έφερε το τσιγάρο στα χείλη του. Με την πρώτη ρουφηξιά ένοιωσε να ζαλίζεται. Αναρωτήθηκε αν ο καπνός που του έφερε ο πατέρας του από τα Γιάννενα τον προηγούμενο μήνα εκτός από μυρωδάτος αν ήταν και χασισάτος. Στη σκέψη αυτή χαμογέλασε. Ο δυνατός θόρυβος από το διπλανό μπαλκόνι του τράβηξε την προσοχή.
Μια νεαρή γυναίκα - όχι πάνω από τριάντα έσερνε κάτι κούτες. «Προσοχή εύθραυστο» κατάφερε να διαβάσει τα κόκκινα γράμματα. Νοικιάστηκε το διπλανό διαμέρισμα, σκέφτηκε. Ήθελε να τρέξει στην είσοδο της πολυκατοικίας να δει αν υπάρχει ακόμα το ενοικιαστήριο αλλά το θερμό χαμόγελο που του έστειλε η νεαρή γυναίκα τον έκανε να μείνει ακίνητος. Φορούσε τζιν σε στενή γραμμή και τα καλλίγραμμα πόδια διαγράφονταν τέλεια. Το πάνω μέρος του σώματός της τύλιγε ένα ζεστό πουλόβερ γνωστής εταιρείας. Το αναγνώρισε από τα σχέδια που απεικονιζόταν και στο πουλόβερ που του είχε ζητήσει η κόρη του για τα γενέθλιά της. Η γυναίκα πλησίασε στο χαμηλό τοίχο που χώριζε τα δυο μπαλκόνια.
«Ελεάνα» του φώναξε. Τα έχασε για λίγο. Πλησίασε και έτεινε το χέρι του προς το μέρος της.
«Αλέξης, χάρηκα». Ένοιωσε τη ζεστασιά του χεριού της πάνω στο παγωμένο δέρμα του.
«Μόλις μετακόμισα. Μήπως θα μπορούσατε να με βοηθήσετε με τις κούτες;» τον ρώτησε εκείνη με ένα παρατεταμένο χαμόγελο στα χείλη και τον έκανε να τα χάσει για άλλη μια φορά. Τελικά βρήκε και πάλι την αυτοκυριαρχία του.
«Γιατί όχι» της απάντησε και με ένα σάλτο βρέθηκαν ο ένας δίπλα στον άλλο χωρίς κανένα τοίχο να τους χωρίζει. Πέρασαν στο εσωτερικό του σπιτιού το οποίο ήταν γεμάτο κούτες. Ένας λευκός καναπές στη μέση του σαλονιού ακόμα τυλιγμένος προσεκτικά στο διάφανο κάλυμμα του περίμενε κάποιος να τον ελευθερώσει.
«Λοιπόν, σε τι θες να σε βοηθήσω;»
Η Ελεάνα τον κοίταζε στα μάτια και το βλέμμα της του αποκάλυπτε την αλήθεια. Πρόφαση ήταν η βοήθεια βλάκα, άλλο σε θέλει η γκόμενα, ακουστικέ στο μυαλό του η σκέψη με τη φωνή του Αντρέα. Εκείνη τράβηξε το διάφανο κάλυμμα του καναπέ και τον κάλεσε να καθίσει κοντά της.
Η δροσερή της ανάσα τυλίχτηκε γύρω από το λαιμό του. Τώρα όμως δεν πνιγόταν, ένοιωθε υπέροχα, όπως τότε πριν είκοσι χρόνια που έπαιρνε την παρθενιά της Χαράς κάτω από τη μύτη των γονιών της και τώρα κάτω από τη μύτη της γυναίκας του θα γινόταν άπιστος για πρώτη φορά.
Τα χείλη της ενώθηκαν με τα δικά του ενώ το χέρι της ξεκίνησε το ηδονικό ταξίδι στο κορμί του, αφήνοντας πίσω του τη γλυκιά ανατριχίλα του έρωτα που τον έκανε να τα ξεχάσει όλα. Παραδόθηκε στη θέληση της. Έσφιξε στα χέρια του το τρυφερό κορμί της και εκείνη το σκληρό μόριο του. Την ένιωσε να τρέμει. Η θέα του λευκού της στήθους στο αχνό φως του δωματίου τον διέγειρε ακόμη περισσότερο. Το έκλεισε στις παλάμες του και με τη γλώσσα του άρχισε να γεύεται τις ερεθισμένες ρώγες της. Το κορμί της άρχισε να κινείται σε πιο έντονους ρυθμούς πάνω στο δικό του και οι χτύποι της καρδιάς του συναγωνιζόταν το γρήγορο λαχάνιασμα που έβγαινε από το στήθος του.
Ο δυνατός θόρυβος έφτασε πάλι στα αφτιά του κάνοντας τον να πεταχτεί όρθιος από τη θέση του. Ξαφνιάστηκε όταν συνειδητοποίησε ότι στο διπλανό μπαλκόνι δεν υπήρχε κανείς παρά μόνο ο αέρας που είχε δυναμώσει και χτυπούσε με λύσσα το παντζούρι…
* Ο Χάρης Γαντζούδης γεννήθηκε στο Αγρίνιο το 1985. Διηγήματά του έχουν δημοσιευτεί στο internet [deity.gr, onestory.gr, shortstory.gr, microstory.gr, Σοδειά, Στάχτες], συμμετείχε στη συλλογή «Tweet _ Stories _ Λογοτεχνία σε 140 χαρακτήρες» που κυκλοφόρησε από την ανοιχτή βιβλιοθήκη ενώ το Νοέμβριο του 2012 κυκλοφόρησε το πρώτο του βιβλίο «Οι πρώτες σελίδες» από τις εκδόσεις Σαΐτα.
Ενότητα
ΔΙΗΓΗΜΑΤΑ