Παρασκευή 1 Μαρτίου 2013
Διήγημα : Η ΝΥΧΤΑ (παρατεταμένη πρόταση)
της Ιωάννας Αμπατζή *
Ήταν η νύχτα που εκείνη η απαίσια ακρίδα πετάχτηκε πάνω στο μαύρο το φουστάνι όταν πότιζες τη ρίγανη (ή το βασιλικό), που δεν τσίριξες και είπες μπράβο κορίτσι μου και την τίναξες στο διπλανό μπαλκόνι, που πέρασε η ώρα και δεν το κατάλαβες κι ύστερα έτρεξες στο Bobby’s μα στη Μαίρη δεν αρέσει να την στήνουν, που έμεινες μόνη και στο δεύτερο ποτό εκείνος σε πήρε απ’ το μπράτσο και σε ρώτησε για πού και του’ δειξες το δρόμο για το σπίτι, που ούτε μουσική χρειάστηκε ούτε τίποτα, που η κουτσομπόλα απέναντι κοιτούσε μέσα από τα στόρια να δει τα περιγράμματα, που μέχρι τα μεσάνυχτα, τρυπούσες όχι, και γεννούσες ναι, που βγήκε δυνατά βραχνό το μέσα σου και είπαν θα φωνάξουν την αστυνομία,
που σαν έκλεισε η πόρτα άκουσες ένα μικρούλι κρακ κι ύστερα χώρισες στα δύο, μισή γυναίκα μισός άντρας να συνεχίσεις το χορό ως το πρωί, ώσπου πια λιπόθυμη τυλίχτηκες με τα σεντόνια κι έστριβες, κι έστριβες, κι ένιωσες να σου φεύγει η ανάσα και νόμισες πως ξαναγύρισε, αλλά όχι, πάσχιζες να διώξεις τον ήλιο από τα μάτια σου, κι έστριβες να μην ακούς το ξυπνητήρι που χτυπούσε, να ξεχάσεις τα τόσα πρέπει που σε περίμεναν να ξυπνήσεις, τις κονσέρβες και τα κουκούτσια, την ξινή προϊσταμένη, τους φλύαρους συναδέλφους, κι έβαζες τον αγκώνα στα μάτια, τον άλλο στο στήθος, σφιχταγκαλιασμένη ν’ αφήνεις το κορμί σου να θυμάται και να αναπαριστά, μέχρι που το κουδούνι χτύπησε και σηκώθηκες τρέχοντας, μα ήταν η κυρία του δεύτερου που ζητούσε ζάχαρη κι εσύ της έδωσες αλάτι, και σίγουρα θα σ’ έβριζε σε λίγο κι εσύ τι έφταιγες, πρησμένα τα μάτια σου δεν μπόρεσες να ξεχωρίσεις, στο κάτω κάτω δεν θα ήσουν καν στο σπίτι, που, μα φυσικά, πώς δεν το σκέφτηκες, μια πρόφαση να δει αν ήσουν σπίτι, αν ήσουν μόνη, να τον δει να δει ποιος είναι, η σκρόφα, που χώνει τη μύτη της σε όλα, που τρέχει όλα στη μάνα σου να τα προλάβει η ανέραστη, που θα αρχίσει η δικιά σου τα μα και τα μου και τα «που θα σε απολύσουν τέτοια που κάνεις, που δεν έχουμε λεφτά να σε ταΐζουμε, που άντε να βρεις κανένα καλό παιδί να παντρευτείς κι άσε τα ρεμάλια με τις μηχανές και τις κοτσίδες, που, να, η Τασούλα προχτές μου έλεγε για τον ανιψιό της», που θα ήθελες να κλείσεις τα αφτιά σου ή καλύτερα να της βουλώσεις το στόμα με την ποδιά της, να την κλειδώσεις στην αποθήκη και να φύγεις μήπως και τον ξαναδείς σε κάποιο μπαράκι, γιατί δεν ανταλλάξατε τηλέφωνα, αφού αυτός δεν ζήτησε, ντράπηκες να του δώσεις το δικό σου, μήπως και σε νομίσει από κείνες που μ’ ένα πήδημα κολλάνε σαν τα στρείδια και ζητάνε γάμο, που δεν είσαι βεβαίως εναντίον, που αρκεί να μην σου μένει η μυρωδιά του, που αρκεί να βουτηχτείς στις κρέμες και τ’ αρώματα να βρεις τον εαυτό σου κι έτσι φρέσκια να κατεβαίνεις τις σκάλες, τάκα τάκα τα τακούνια σου, τάχα τάχα δεν σε πειράζει, κι ούτε σε νοιάζει πέρα από το σήμερα, μέχρι που να βραδιάζει ξανά και να λαχταράς μια τέτοια νύχτα, να ποτίζεις τη ρίγανη (ή το βασιλικό), να ξαναποτίζεις, μ’ ένα ποτιστήρι στο χέρι να περιμένεις την ακρίδα να πεταχτεί ξανά, αλλά ο νόμος των πιθανοτήτων άκαρδος και το μαύρο το φουστάνι στο καλάθι με τα άπλυτα, και το ξυπνητήρι έκανε σωστά τη δουλειά του, κι αν η ξινή προϊσταμένη σού χάλασε για λίγο τη μέρα, σου φάνηκε καλούτσικος ο ανιψιός της κυρα-Τασούλας, και μπορεί να μην έχει κοτσίδα αλλά έχει παπάκι και σήμερα το βράδυ είπε θα σε πάει στα μπουζούκια.
* Η Ιωάννα Αμπατζή σπούδασε Γαλλική Φιλολογία και έχει δύο μεταπτυχιακά, στη Θεατρολογία και στη Δημιουργική Γραφή με ειδίκευση στην παιδική λογοτεχνία. Ασχολήθηκε με τη σκηνογραφία και την εικονογράφηση και έχει συμμετέχει σε διάφορες εκθέσεις ζωγραφικής. Μικρά θεατρικά της έχουν παιχτεί σε σχολεία της Θεσσαλονίκης και της Έδεσσας. Έχουν εκδοθεί τρία βιβλία της: «Ο Μακιαβέλι Δήμαρχος», «Η Αναρχία του Δημοσίου Υπαλλήλου» και «Λάρι Μπι. Το Βιβλίο των Μαγικών Συνταγών» (εκδόσεις Προπομπός).
Ενότητα
ΔΙΗΓΗΜΑΤΑ