της Μαρίας Προκοπίου *
Μετά από πολλές και ανούσιες σκέψεις, η Αλίκη αποφάσισε να εγκαταλείψει για λίγο το μικρό και παλιό διαμέρισμα που έμενε στο κέντρο της Αθήνας και να βγει μία βόλτα στους έρημους δρόμους της πόλης. Έπρεπε να πάρει μία απόφαση, σημαντική ή ασήμαντη δεν την ένοιαζε, το μόνο που σκεφτόταν και την κρατούσε ξύπνια τις τελευταίες νύχτες ήταν πως σιχαινόταν τις αποφάσεις, ειδικά τις οριστικές, αυτές που έπρεπε να ληφθούν δήθεν ύστερα από περισυλλογή και συγκεκριμένη καταγραφή των «συν και των πλην» που έλεγε και η μητέρα της.
«Αν δεν μπορείς να αποφασίσεις εσύ, άσε εμένα, τη νόμιμη κηδεμόνα σου να υπαγορεύσω τι πρέπει να κάνεις», έλεγε η μητέρα της Αλίκης και εκείνη ήθελε μόνο να εξατμιστεί, να φύγει από αυτό τον κόσμο χωρίς να προκαλέσει πόνο σε κανέναν…
Βγήκε από το διαμέρισμα στο δρόμο και άρχισε να περπατά με κατεύθυνση την κεντρική λεωφόρο. Ο ψυχρός αέρας της έδινε μία απατηλή αίσθηση φρεσκάδας τόσο στο σώμα όσο και στο μυαλό. Ήταν μία μοναχική Κυριακή, ίσως η αγαπημένη της ημέρα. Από μικρή τις Κυριακές κλεινόταν στο δωμάτιό της και έμενε μόνη της για ώρες, είχε συνδέσει αυτή την ημέρα της εβδομάδας με την επίπονη αίσθηση της μοναξιάς. Για την Αλίκη όμως η μοναξιά της ήταν η καλύτερη παρέα. Περπατούσε κοιτάζοντας κάτω, τα βήματά της τεμπέλικα την ωθούσαν προς τα εμπρός. Ήταν ο μόνος τρόπος για να αισθάνεται ότι βαδίζει μπροστά, με τα πόδια της δηλαδή γιατί αν έκρινε από το μυαλό και τις αποφάσεις της μάλλον προς τα πίσω όδευε.
Ήταν 30 χρόνων, είχε φτάσει σε αυτή την καθοριστική και περίεργη ηλικία που ούτε πολύ μικρή ούτε πολύ μεγάλη θεωρούνταν. Ήταν ανύπαντρη, χωρίς ένα σύντροφο στο πλευρό της, το επαγγελματικό της μέλλον είχε διαλυθεί έπειτα από την απόλυσή της από τη διαφημιστική εταιρεία που δούλευε. Αυτό ονειρευόταν να κάνει όλη της τη ζωή, τα έδωσε όλα, τις ιδέες της, την προσωπική της ζωή, το χρόνο της, θυσιάζοντας ταξίδια αναψυχής, εξόδους με όμορφους άντρες, τον έρωτα, τα πάντα. Βέβαια θα μπορούσε να συμβιβάσει τον έρωτα με τη δουλειά αλλά να, μια φορά που ερωτεύτηκε έντονα δεν σκεφτόταν τίποτε άλλο πέρα από τον Δημήτρη, το αντικείμενο του πόθου της. Όταν δεν μιλούσαν το πρωί προτού πάει στο γραφείο της ολόκληρη την υπόλοιπη ημέρα αδυνατούσε να συγκεντρωθεί στον εκάστοτε επαγγελματικό της στόχο και η δουλειά της δεν ήταν απλή, απ’ τα 28 της χρόνια που είχε αναλάβει τη διεύθυνση του τμήματος μάρκετινγκ της εταιρείας έπρεπε να δείχνει ατρόμητη, δυναμική, ανίκητη σχεδόν. Δεν γινόταν να επιτρέψει να φανεί στους καλοθελητές συναδέλφους της πως είναι μία ερωτευμένη γυναίκα με πολλές ευαισθησίες και ανασφάλειες, αυτό θα την μετέτρεπε σε μία κοινή θνητή, μία απλοϊκή κοπέλα κι εκείνη, αλίμονο, σε ό,τι αφορούσε τα επαγγελματικά τουλάχιστον, μόνο αυτό δεν ήταν. Τι να το κάνεις όμως, η δουλειά που της πρόσφερε την αυτοπεποίθηση που είχε τόσο μεγάλη ανάγκη και ο άντρας που την προσγείωνε απότομα ξυπνώντας μέσα της κάθε ανασφάλεια, την είχαν προδώσει και οι δύο, χωρίς προειδοποίηση.
Δυο χρόνια πέρασαν από τότε και της φαινόταν σαν χθες. Μέσα σε αυτά τα δύο χρόνια όλα και όλοι προχώρησαν εκτός από την ίδια. Καημένη Αλίκη που δεν ξέρεις να ζήσεις αλλού πέρα από τη χώρα των θαυμάτων, σκεφτόταν για τον εαυτό της. Απ’ τα 28 στα 29 και απ’ τα 29 στα 30 που έφτασε ούτε σύντροφο βρήκε ούτε μόνιμη δουλειά, ήταν που δεν ήθελε να αντικαταστήσει ούτε τον Δημήτρη ούτε την παλιά της εργασία, σαν να περίμενε και τους δύο να τους δώσει μία δεύτερη ευκαιρία και ας την είχαν εγκαταλείψει.
Οικονομικά τη βοηθούσε η μαμά της. Της πλήρωνε το νοίκι στο μικρό διαμέρισμα και καμιά φορά και κανέναν λογαριασμό, τα υπόλοιπα τα έβγαζε η Αλίκη με δυο – τρία ιδιαίτερα μαθήματα γαλλικών που παρέδιδε σε μικρά παιδιά. Τώρα όμως δυσκολευόταν και η μαμά της οικονομικά, «Αλικάκι μου αφού δεν μπορείς να βρεις μία σταθερή δουλειά που να πληρώνεσαι καλά, καλύτερα να το ξενοικιάσεις το σπίτι και να έρθεις να μείνεις μαζί μου όπως παλιά. Δεν γίνεται αλλιώς αγάπη μου πρέπει να το καταλάβεις, ξέρω ότι δεν φταις εσύ αλλά κι εγώ τι να κάνω, η άτιμη η κρίση…», έτσι της είχε πει ορθά κοφτά η μητέρα της πριν από δυο ημέρες και βάλθηκε και η Αλίκη να πάρει τη μεγάλη απόφαση, να φύγει από τη γλυκιά μοναξιά του διαμερίσματός της που με τόση αγάπη είχε διαμορφώσει και διακοσμήσει μόνη της και να επιστρέψει στη μητρική εστία. Αποτυχημένη, σκεφτόταν, στα 30 της χρόνια, εκείνη που τη ζήλευαν όλοι για τη ζωή που έκανε. Ξαφνικά κοντοστάθηκε στο δρόμο μόλις έφτασε στη μεγάλη λεωφόρο, «εδώ που τα λέμε», σκέφτηκε, «δεν έχω να πάρω καμία απόφαση, η απόφαση είναι ήδη ειλημμένη, αφού η μητέρα δεν έχει να πληρώνει πια το νοίκι πρέπει να εγκαταλείψω τη ζωή μου». Ένας πανικός την κυρίευσε, αν έφευγε από το διαμέρισμα που πέρασε τα πέντε καλύτερά της χρόνια και ξαφνικά ο Δημήτρης ή ο παλιός της εργοδότης αποφάσιζαν να επιστρέψουν στη ζωή της πού θα την έβρισκαν; «Στο διάολο, στο διάολο όλοι αυτοί που έχουν μανία με το να προχωρούν μπροστά, δεν θέλω να προσπαθήσω για μία καινούργια ζωή, θέλω αυτή που έχασα» σκέφτηκε. Αυτή που της την πήραν μέσα από τα χέρια της χωρίς να φταίει.
Εκείνη τη στιγμή στο μυαλό της ήρθε η σκέψη του πατέρα της. Είχε φύγει από τη ζωή όταν η Αλίκη ήταν 22 ετών. Δύσκολες στιγμές τότε, ούτε να τις θυμάται δεν ήθελε και σκεφτόταν πόσο μεγάλη ανάγκη είχε τώρα που ήταν περισσότερο ευάλωτη από ποτέ, την τρυφερή παρουσία του. Την παρουσία που έψαχνε απεγνωσμένα να βρει σε όλες τις ερωτικές σχέσεις από τότε αλλά μάταια… Ξαφνικά όπως περπατούσε με γρήγορο βήμα κατά μήκος της μεγάλης λεωφόρου είδε από μακριά μία γνώριμη φυσιογνωμία. Προχώρησε δειλά προς τα εμπρός και όταν πλησίασε αρκετά, πάγωσε. Ήταν αυτός. Ο Δημήτρης. Με μια παρέα αποτελούμενη από δύο άντρες και μία όμορφη γυναίκα. Άρχισε να ανασαίνει γρήγορα, τα χέρια της πάγωσαν από αγωνία και προσπαθούσε απεγνωσμένα να ξεδιαλύνει τη σκέψη της ώστε να αποφασίσει τι θα κάνει. «Να του μιλήσω; Όχι καλύτερα γιατί αν η κοπέλα είναι η νέα του σχέση προτιμώ να μην το ξέρω. Τα χάλια μου έχω σήμερα ρε γαμώτο…». Είχε περάσει πάρα πολύς καιρός από την τελευταία φορά που μίλησαν στο τηλέφωνο ύστερα από δική της πρωτοβουλία. Εκείνος ήταν ψυχρός και απόμακρος, δεν της έδωσε την παραμικρή αφορμή να του ζητήσει να συναντηθούν για ένα καφέ. Στους δύο πρώτους μήνες της σχέσης τους της είχε πει ότι την αγαπούσε «Πού πήγε αυτή η αγάπη τώρα»; αναρωτήθηκε η Αλίκη. Όχι δεν του μίλησε, προσπέρασε τον ίδιο και την παρέα του στο δρόμο βάζοντας το κεφάλι κάτω, έχοντας μια μικρή ελπίδα ότι ίσως εκείνος την καταλάβαινε και τη σταματούσε για να της πει ένα γεια το οποίο αργότερα, μέσα στη σκέψη της, θα κατέληγε στο να την παρακαλέσει να τα ξαναβρούν και να γίνουν και πάλι ζευγάρι. Όσο προχωρούσε τόσο έσβηνε η ελπίδα της μέχρι που κάποια στιγμή γύρισε να τον κοιτάξει αλλά δεν είδε κανέναν.
Παλιότερα θεωρούσε ότι αυτού του τύπου οι τυχαίες συναντήσεις ήταν σημάδια που έστελνε η μοίρα και έπρεπε να τα εκμεταλλευτεί, πλέον αισθανόταν πολύ κουρασμένη να κοπιάσει για το οτιδήποτε, ακόμα και για μια ανθρώπινη επαφή. Ούτε που θυμόταν το λόγο για τον οποίο είχαν χωρίσει με τον Δημήτρη. Κάτι περίεργο της είχε πει εκείνος, κάτι που έμοιαζε με δικαιολογία, δεν θυμόταν ακριβώς. Το μόνο που θυμόταν ήταν το πόσο κενή είχε νιώσει, πόσο θυμωμένη. Όχι πληγωμένη αλλά εξαπατημένη περισσότερο από τα γλυκόλογα, τα μικροδωράκια και τη φαινομενική ευτυχία που έδειχνε να αισθάνεται εκείνος όταν ήταν μαζί της. «Θα τα ξαναβρήκε με καμιά πρώην του» της είχε πει η καλύτερή της φίλη τότε και γι’ αυτό δεν ξανασυζήτησε με κανέναν το θέμα η Αλίκη.
Έβγαλε το κινητό της από την τσέπη του μπουφάν και συνειδητοποίησε ότι περπατούσε πάνω από μισή ώρα. Τόση ώρα ήταν αρκετή για να περάσουν από την καρδιά της όσα έντονα συναισθήματα έζησε εδώ και 30 χρόνια. Σχημάτισε έναν αριθμό στην οθόνη του κινητού της και τον κάλεσε. Στο τρίτο χτύπημα απάντησε…
- Παρακαλώ;
- Έλα, μαμά θέλω να σε ρωτήσω κάτι και να μου απαντήσεις ειλικρινά.
- Ναι παιδί μου, τι είναι;
- Όταν πέθανε ο μπαμπάς είχες σκεφτεί ποτέ να αυτοκτονήσεις;
- Αλίκη τι είναι αυτά που λες;
- Πες μου την αλήθεια.
- Πού είσαι; Είσαι καλά; Σε ακούω κάπως περίεργη…
- Απάντησέ μου σε παρακαλώ.
- Μου είχαν περάσει πολλά πράγματα από το μυαλό Αλίκη, ήμουν 43 ετών, όχι και πολύ μεγάλη και έπρεπε να φροντίσω εσένα και την αδελφή σου. Έμεινα στα πόδια μου μονάχα για εσάς τις δύο.
- Αν δεν είχες εμάς, αν δεν είχες παιδιά θα αυτοκτονούσες;
- Σου είπα πως…
- Πες πως δεν είχες παιδιά, τι θα έκανες;
- Δεν ξέρω Αλίκη, πραγματικά δεν ξέρω. Γιατί με ρωτάς τέτοια πράγματα;
- Ούτε εγώ ξέρω μαμά, δεν ξέρω…
- Λοιπόν παίρνω ταξί και έρχομαι από το σπίτι σου, δεν είσαι καλά και μιλάς παράξενα.
- Όχι, καλύτερα να μην…
- Σε κλείνω, έρχομαι.
Η Αλίκη έβγαλε έναν βαθύ αναστεναγμό, κάθισε στο σκαλάκι μιας πολυκατοικίας και άρχισε να κλαίει απαρηγόρητα. Για ό, τι είχε και έχασε, τον πατέρα της, τη δουλειά, τον έρωτα της ζωής της, τον εαυτό της… «Έρχομαι» της είπε η μητέρα της στο τηλέφωνο και ήταν η μοναδική λέξη παρηγοριάς που ένιωσε πραγματικά στην καρδιά της. Αυτό το «έρχομαι» την κρατούσε στα πόδια της εδώ και πολύ καιρό… Θα μπορούσε άραγε να κρατηθεί για λίγο ακόμη;
* Η Μαρία Προκοπίου γεννήθηκε το 1982 στην Αθήνα όπου και μεγάλωσε στο πολύβουο κέντρο της πόλης. Σπούδασε Επικοινωνία και ΜΜΕ στο Πάντειο Πανεπιστήμιο και συνέχισε με μεταπτυχιακές σπουδές στον κλάδο της Ψυχολογίας. Εργάστηκε από το 2006 ως δημοσιογράφος και έπειτα αρχισυντάκτρια της εφημερίδας CityPress μέχρι το καλοκαίρι του 2012. Έκτοτε ασχολείται με τη δημοσιογραφία και τη δημιουργική γραφή έχοντας ως απώτερο στόχο την έκδοση του πρώτου μυθιστορήματός της. Μεγάλες της αγάπες η ζαχαροπλαστική, τα ταξίδια και ο πολύτιμος σύζυγός της, Δημήτρης.