του Μανούσου Γ. Δασκαλάκη *
«Παππού θα μου διηγηθείς μια ιστοριούλα για να με πάρει ο ύπνος.» Ρωτάει ο μικρός εγγονός τον παππού του.
«Στάσου να θυμηθώ.» Ο παππούς έκανε πως έστυβε το κεφάλι του με τους γκρίζους κροτάφους και τη φαλάκρα, και άρχισε να λέει¨ «κόκκινη κλωστή δεμένη στην ανέμη τυλιγμένη δώστου κλώτσο να γυρίσει παραμύθι να αρχίσει .» «Μια φορά πους λες μικρέ μου ήταν μια οικογένεια με πολλά παιδιά. Υπήρχε φτώχεια μεγάλη την εποχή εκείνη, οι δουλειές ήταν λίγες κι ο κόσμος υπέφερε ακόμη, και από πείνα. Λίγοι ήταν οι νέοι που σπούδαζαν. Τα περισσότερα παιδιά μάθαιναν διάφορες τέχνες χρήσιμες για τις ανάγκες της εποχής τους. Τα κορίτσια δεν σπούδαζαν αλλά οι γονείς τους φρόντιζαν να τα παντρέψουν σε μικρή ηλικία.
Ένα μέρος του νεαρού εργατικού δυναμικού έφευγε να δουλέψει και να αναζητήσει την τύχη του στο εξωτερικό όπου υπήρχαν οι βιομηχανίες. Πολλά κορίτσια αναγκαζόταν να ψάξουν για Έλληνες γαμπρούς στην ξενιτιά όπου είχαν καταφύγει οι νέοι για εργασία. Στο δικό μας σπίτι είχαν φύγει τα περισσότερα από τα παιδιά της οικογένειας μας. Άλλα στην μακρινή Αυστραλία, άλλα στον Καναδά, και άλλα στην Γερμανία για να την βοηθήσουν να ανασυγκροτηθεί από τις ζημιές του Β' παγκοσμίου πολέμου που η ίδια προκάλεσε.
Στην οικογένεια μας είχαν μείνει τα 6 από τα 12 παιδιά ζωή νάχουμε.
Με όλα μου τα αδέλφια τα πήγαινα καλά εκτός από τον Νίκο μας. Ως φαίνεται μεταξύ μας υπήρχε ένας κρυφός ανταγωνισμός. Ο Νίκος με ζήλευε αλλά ποτέ δεν μου το έδειχνε φανερά. Ήμασταν και τόσο διαφορετικοί οι δύο μας. Εντελώς αντίθετοι σαν χαρακτήρες. Από μικρά παιδιά είχαμε στρωθεί στη δουλειά όλα τα παιδιά. Αν δεν δουλεύαμε τότε δεν θα είχαμε να φάμε. Έτσι ήταν την εποχή αυτή η κατάσταση.
Ότι μπορούσε έκανε ο καθένας. Δεν διαλέγαμε δουλειές. Απλώς σκύβαμε το κεφάλι και στρωνόμαστε στη δουλειά για να βγει το μεροκάματο. Κάποια στιγμή και με την σκληρή εργασία μου και με τις οικονομίες μου μάζεψα χρήματα και τα έδωσα ως προκαταβολή σένα εργολάβο για να αγοράσω ένα διαμέρισμα τριάρι.Σκεφτόμουν αργότερα αν γνώριζα κάποια κοπέλα που να ταιριάζουμε να παντρευτώ και το σπίτι ήταν απαραίτητο για να γλυτώσω το ενοίκιο. Διότι μήνας μπαίνει μήνας βγαίνει, και το ενοίκιο πρέπει να καταβάλλετε. Και όταν δεν υπήρχαν δουλειές τι θα γινόταν ; Θα μας πετούσαν στο δρόμο; Είχα παραλάβει το διαμέρισμα κι άρχισα μόνος μου να το βάφω. Ο Νίκος μας ήταν εργατικός. Πάντα είχε δουλειές αλλά δεν ήξερε να κάνει κουμάντο στα χρήματα που έπεφταν στα χέρια του. Μια φορά είχε συνεταιριστεί με το καπετάν Κωσταντή σένα ψαροκάϊκο που ψάρευε στην Αφρική. Ερχόταν γεμάτο τελάρα με ψάρια. Χρυσό χρήμα έμπαινε για ένα διάστημα στις τσέπες του αδελφού μου. Δυστυχώς όμως, λες και ήταν τρύπιες. Με ένα φύσημα άδειαζαν από τα χρήματα. Ενώ ο βλάκας κοπίαζε να τα βγάλει λες και ήταν "ανεμομαζώματα ανεμοσκορπίσματα".
Όταν είδε ο Νίκος μας, ότι αγόρασα το διαμέρισμα έκανε παράπονα στη μακαρίτισσα τη μάνα μας. «Ο μικρός -πάντα με έλεγε μικρό - κι όχι Βασίλη που ήταν το όνομα μου-γιατί ήταν σχεδόν 15 χρόνια μεγαλύτερος μου, αγόρασε διαμέρισμα και εγώ έχω μείνει στον άσο.» Ο μπαγάσας ο αδελφός μου έσκασε από τη ζήλεια του κι άρχισε να με κατηγορεί σε γνωστούς και φίλους. Ότι¨ "είμαι σπαγκοραμένος ,ότι ξεραίνω το σκατό μου, και άλλα φαιδρά παρόμοια". Σε εμένα ποτέ δεν είχε παραπονεθεί γιατί ήξερα πώς να του φερθώ. Μου φερόταν σαν να μην τρέχει τίποτα μεταξύ μας.
Μια φορά μονάχα όταν είχα ανοίξει μια επιχείρηση και δεν πήγε καλά. Πήγα τον παρακάλεσα, στο οικογενειακό συμβούλιο να υπογράψει ως εγγυητής μαζί με τον αδελφό μου τον Βαγγέλη, για ένα τραπεζικό δάνειο προκειμένου να το χρησιμοποιήσω ως κεφάλαιο κίνησης.
Τότε άρχισε να μουρμουρίζει για το διαμέρισμα που είχα αγοράσει ενώ αυτός δεν είχε τίποτα στο όνομα του. Τι έφταιγα εγώ αν δεν ήξερε κουμάντο στη ζωή του και ήταν σπάταλος;
Έφυγα από το οικογενειακό συμβούλιο χωρίς να πάρω τελικά τη βοήθεια του.
Ακόμη μια φορά μόνος μου θα τα κατάφερνα στη ζωή μου. Δεν θα ήταν και πρώτη φορά. Απλώς μου έμεινε μια πίκρα στα χείλη για την έλλειψη κατανόησης εκ μέρους του μεγάλου μου αδελφού.
Ο εγγονός άκουγε την ιστορία του παππού του με ζωηρό ενδιαφέρον. «Παραμύθι είναι αυτό παππού ή είναι αληθινή ιστορία.» «Να το πάρεις όπως θέλεις παιδί μου.» Του απάντησε ο παππούς χαμογελώντας του γλυκά.
* Ο Μανούσος Γ. Δασκαλάκης είναι συνταξιούχος του ΤΕΒΕ. Γράφει ποιήματα και διηγήματα. Είναι τακτικός αρθρογράφος στον τοπικό Χανιώτικο τύπο.