Δευτέρα 4 Μαρτίου 2013
Διήγημα : Αυτή, οι ιστορίες και ο Μπέκετ
της Ευαγγελίας Μουτούση *
Γεννήθηκε και μεγάλωσε με τα βιβλία. Όλων των ειδών τα βιβλία. Ο μπαμπάς αγαπούσε τα βιβλία του Σάμιουελ Μπέκετ. Η μαμά δεν πολυενδιαφερόταν γι’ αυτά. Με τα χρόνια όμως λάτρεψε την Βιρτζίνια Γούλφ. Η μαμά της, ονομαζόμενη Βιργινία, βρήκε στην συνονόματή της αυτό που πάντα έψαχνε στη ζωή και έτσι ένα βροχερό πρωινό του Οκτώβρη αποχαιρέτησε τον γεμάτο απορία μπαμπά, πήρε και τους δύο γιους και έφυγε για την Αμερική.
Για την ίδια δεν έδωσε καμία σημασία. Ήταν το κορίτσι του μπαμπά ή αλλιώς η μετενσάρκωση του Μπέκετ. Έτσι θυμάται να μεγαλώνει με τον μπαμπά και πολλά βιβλία. Κάποιες φορές δεν την έστελνε σχολείο. Ήθελε να της απαγγείλει ποίηση.
Η ποίηση δεν την συγκινούσε ιδιαίτερα. Την θεωρούσε λίγο βαρετή. Κάτι σαν πρωινή προσευχή αλλά διαφορετική.
Προτιμούσε να προσεύχεται κατά το σούρουπο, κάτω από την μεγάλη καρυδιά που βρισκόταν στο μεγάλο χωράφι. Προσευχόταν καθημερινά στην θεά Αθηνά. Και τι δεν της έλεγε. Άρχιζε με τα μικρά και συνέχιζε με τα μεγάλα πράγματα που την απασχολούσαν.
Μα και εκείνη δεν την άφηνε έτσι. Από την μία της κούναγε δυνατά την καρυδιά και ο αέρας ανακάτευε τα λυτά της μαλλιά, έτσι όπως ήταν γονατισμένη στον κορμό του δέντρου και από την άλλη της έριχνε ένα δύο καρύδια στο κεφάλι έτσι για να της δείξει ότι συμπάσχει μαζί της.
Τυχαία την ανακάλυψε ο μπαμπάς ένα σούρουπο. Δεν της είπε τίποτα εκείνη την στιγμή. Το άλλο πρωί όμως άρχισε τις ερωτήσεις. Του απαντούσε ξεκάθαρα. Δεν είχε άλλωστε κάτι να του κρύψει. Η Θεά Αθηνά, η θεά της σοφίας ήταν η προστάτιδά της. Ο μπαμπάς είχε γουρλώσει τα μάτια. Του ήταν αδύνατο να πιστέψει πως η επτάχρονη κόρη του είχε τάσεις προς τον δωδεκαθεϊσμό.
Ο μπαμπάς κάλεσε την αδελφή του, η οποία συνέστησε να την στείλουν στο κατηχητικό επειγόντως. Αυτή όμως ούτε να το ακούσει δεν ήθελε. Τι με το καλό, τι με απειλές δεν κατάφεραν να την πείσουν. Είχε το πείσμα της μάνας της, είπαν.
Λίγες μέρες αργότερα η δασκάλα ζήτησε να δει τον πατέρα της.
Του έδειξε δύο εκθέσεις της. Η μικρή είχε πλούσια φαντασία, είπε η δασκάλα. Στην μία έγραφε πως ήταν η εγγονή του κοντορεβιθούλη και έψαχνε το τελευταίο κουμπί από την ζακέτα που φορούσε ο παππούς της. Το είχε χάσει στο δάσος όταν έριχνε τα ψίχουλα. Το κουμπί άξιζε πολλά και έτσι αυτή και η οικογένειά της θα μπορούσαν να ξεπληρώσουν τα χρέη τους.
Στην άλλη έκθεση, με θέμα την οικογένεια, έγραφε ότι ζει μία φυσιολογική ζωή με τον μπαμπά της και την θεία της. Μόνο που υπήρχε μία λεπτομέρεια. Ζούσαν και οι τρεις σε τρία διαφορετικά γεμάτα χώμα πιθάρια και μόνο τα κεφάλια τους ξεπρόβαλαν από εκεί.
Η δασκάλα ευγενικά ρώτησε ……. Αλλά ο μπαμπάς είδε έκδηλα τα σημάδια από την «Κωμωδία» του Μπέκετ.
Όταν πέθανε ο μπαμπάς, δεν έκλαψε. Μόνο η θεία έκλαιγε. Έκλαιγε και για αυτήν. Μέσα στην εκκλησία στεκόταν αγέρωχη με τα λευκά της ρούχα, τα λευκά σανδάλια, την λευκή τσάντα και το λευκό καπέλο. Τα αδιάκριτα βλέμματα των παρευρισκομένων δεν την άγγιζαν. Κοιτούσε ευθεία, μέσα στο ιερό. Περίμενε να δει ποιος άγιος θα έβγαινε πρώτος.
Όταν έφυγαν όλοι για τον καθιερωμένο καφέ με τους συγγενείς και φίλους, έμεινε μόνη με τους δύο εργάτες στο μνήμα. Δεν είχαν καλά-καλά ξεκινήσει την δουλειά τους όταν ευγενικά τους παρακάλεσε να σταματήσουν. Την κοίταξαν σαστισμένοι. Έβγαλε από την άσπρη τσάντα της ένα βιβλίο. «Περιμένοντας τον Γκοντό», το αγαπημένο βιβλίο του. Το φυλλομέτρησε και έπειτα το έριξε απαλά πάνω στο φέρετρο. Δεν το είχε ανάγκη αυτό το βιβλίο. Το ήξερε απ’ έξω και ανακατωτά. Βραβείο νόμπελ λογοτεχνίας το 1969, δύο χρόνια δηλαδή πριν να γεννηθεί. Δεν ήταν δικό της πια. Του ανήκε να το πάρει μαζί του στον άλλο κόσμο ή σε όποιον κόσμο κατευθυνόταν.
Οι εργάτες συνέχισαν κανονικά την δουλειά τους.
Τότε τους είδε όλους.
Ο Πότζο* έσερνε μ’ ένα σχοινί τον Λάκυ.
Ο Λάκυ σκυφτός με το καπέλο του κουβαλούσε την βαλίτσα και το σκαμνί.
Πιο πίσω ο μπαμπάς μ’ ένα ψαλίδι. Τον είδε να κόβει το σκοινί.
Με μιας εξαφανίστηκαν όλοι.
Τότε ξεπρόβαλε ένα τεράστιο δέντρο με πλούσια φυλλωσιά και με μεγάλες και γερές ρίζες. Το δέντρο της ζωής ήταν τόσο μεγάλο ώστε έκρυψε όλο τον ουρανό.
Άπλωσε το χέρι της να το αγγίξει. Το δέντρο άρχισε να μικραίνει, να μικραίνει και έγινε τόσο μικρό ώστε μπορούσε να το κρατήσει στην χούφτα της.
Καθώς εξαφανιζόταν το δέντρο από το χέρι της, κοίταξε στον ουρανό και τον είδε να την χαιρετάει χαμογελαστός, κρατώντας το βιβλίο.
Έμεινε εκεί ακίνητη μέχρι που νύχτωσε για τα καλά. Ύστερα έβγαλε το λευκό της καπέλο και έφυγε.
(Τα ονόματα Πότζο και Λάκυ εμφανίζονται στο βιβλίο «Περιμένοντας τον Γκοντό» του Μπέκετ.)
* Η Ευαγγελία Μουτούση ζει στην Πάτρα. Είναι καθηγήτρια Αγγλικών. Της αρέσει να γράφει στον ελεύθερο χρόνο της. Μικρές ιστορίες της βρίσκονται στο onestory.gr και microstory.gr. Φιλοδοξία της είναι οι ιστορίες αυτές να γίνουν μεγαλύτερες...
[ facebook ] [ e-mail ]
Ενότητα
ΔΙΗΓΗΜΑΤΑ