της Κατερίνας Τζωρτζακάκη *
Κάθε πρωί περπατάει στο δρόμο με τα δέντρα. Σε ένα μονοπάτι, μέσα σε ένα άλσος στην άκρη της πόλης, όπου βλέπει πράσινο και ακούει πουλιά και για λίγα λεπτά δεν σκέφτεται τη ζωή του.
Ας τα πάρουμε από την αρχή. Ο νεαρός που περπατάει σε αυτόν τον δρόμο και δεν σκέφτεται τη ζωή του είναι ένας άνεργος νοσηλευτής, που πλησιάζει τα τριάντα, πρόσφατα χωρισμένος από μια μακροχρόνια σχέση και ζει με τον συνταξιούχο πατέρα του και τη νοικοκυρά μητέρα του σε ένα σχετικά μικρό διαμέρισμα.
Πρόσφατα δε ήρθε να μείνει μαζί τους και η εκατόν είκοσι κιλά γιαγιά του, επειδή πια δεν μπορεί να περπατήσει, οπότε τώρα εκείνος κοιμάται στην τραπεζαρία σε ένα άβολο ντιβάνι, μιας και η γιαγιά του ήθελε οπωσδήποτε δικό της δωμάτιο και αυτός ήταν ο όρος της για να του δίνει τη σύνταξή της. Οπότε κατά κάποιο τρόπο νοίκιασε το δωμάτιό του στη γιαγιά του και από αυτό βιοπορίζεται τους τελευταίους δεκαοκτώ μήνες, έπειτα από τη λήξη μιας ολιγόμηνης σύμβασης σε ένα αντικαρκινικό νοσοκομείο, που δυστυχώς δεν ανανεώθηκε ποτέ. Η κατάσταση στο σπίτι είναι πνιγηρή, η παχιά γιαγιά καταλαμβάνει όλο το ζωτικό χώρο, όχι τόσο λόγω του όγκου της, αλλά λόγω της εκνευριστικής, αφόρητης πολυλογίας της και των συνεχών απαιτήσεών της. Κοινώς, η τριμελής οικογένεια εκτελεί χρέη υπηρετών και δεν τολμά να φέρει καμία αντίρρηση σε οτιδήποτε ζητήσει η γιαγιά, όχι μόνο από αγάπη και σεβασμό, αλλά και από φόβο μη χαθεί αυτό το συμπληρωματικό εισόδημα, που τόσο απαραίτητο είναι πια τώρα που ο γιος δεν δουλεύει. Προχθές το βράδυ αναγκάστηκαν μόνο να της χαλάσουν το χατίρι κι αυτό όταν ξύπνησε στις τέσσερις τα ξημερώματα και ζήτησε χταποδάκι. Μετά από διαβουλεύσεις δύο ωρών εκείνη δέχτηκε να ξανακοιμηθεί τρώγοντας φακές που είχαν περισσέψει από το μεσημέρι, αμφίβολο δε αν κατάλαβε ότι ήταν πραγματικά αδύνατο να της βρουν χταποδάκι και μάλιστα κοκκινιστό μέσα στη μαύρη νύχτα. Κάπως έτσι είναι η κατάσταση στο σπίτι κι ευτυχώς που πέρασε ο χειμώνας και τώρα ο νεαρός της ιστορίας μας βγαίνει στη μικρή βεράντα τους με τις λίγες γλάστρες και καπνίζει ενάμιση πακέτο τσιγάρα κάθε απόγευμα.
Ο νεαρός καπνίζει το ένα τσιγάρο πάνω στο άλλο και χάνεται στις μαύρες σκέψεις του για ώρες. Έχει χάσει τις ελπίδες του πια και θα έλεγε κανείς ότι ρουφάει απελπισία και βγαίνει καπνός κάθε απόγευμα από το στόμα του και δεν μπορεί να μην καπνίζει, γιατί τότε τα χέρια του θα μείνουν άπραγα σε ένα σώμα σταματημένο στο τίποτα και αν μείνουν άπραγα και τα χέρια του, θα αρχίσει ίσως να σκέφτεται την αυτοκτονία, κάτι που καθόλου δεν το θέλει. Το κάπνισμα, όμως, παρόλο που είναι μια στιγμιαία παρηγοριά, μετά του αφήνει μια απαίσια γεύση στο στόμα, που δεν φεύγει όσο κι αν βουρτσίζει τα δόντια του κάθε βράδυ και με αυτήν την απαίσια γεύση κοιμάται κάθε βράδυ στο ντιβάνι στην τραπεζαρία, τότε που οι σκέψεις του γίνονται ακόμη πιο μαύρες πριν γίνουν άσχημα όνειρα και πέραν αυτού ήταν πάντα υποχόνδριος λόγω του επαγγέλματός του, τώρα είναι βέβαιος ότι θα πεθάνει από καρκίνο και εύχεται να πάει μια κι έξω και να μην ταλαιπωρηθεί όπως όλοι αυτοί οι ασθενείς που φρόντιζε αυτούς τους λίγους μήνες που δούλεψε στο αντικαρκινικό νοσοκομείο, τότε που δεν έβαζε τσιγάρο στο στόμα του και μάζευε χρήματα για να παντρευτεί κάποτε.
Ο νεαρός δεν ήταν ποτέ πολύ αισιόδοξος, ούτε τις καλές μέρες, θα έλεγε κανείς και πάντα ξεφύτρωναν στο μυαλό του μικροί φόβοι, αλλά πάντα κατάφερνε να τους διώχνει, να τους ξεριζώνει με δύναμη και αποφασιστικότητα ή να τους καταπνίγει ή ακόμη και να τους αγνοεί και να συνεχίζει να προχωρά. Τώρα οι φόβοι έχουν γιγαντωθεί μέσα του και έχουν κυριέψει κάθε μικρή γωνίτσα της ψυχής του, φοβάται ότι δεν θα βρει ποτέ δουλειά, ότι δεν θα κάνει ποτέ οικογένεια, ότι θα περάσει τη ζωή του στη βεράντα και στο ντιβάνι και σύντομα το τσιγάρο θα τον αρρωστήσει βαριά και τι θα κάνει που είναι ανασφάλιστος; Επίσης, επειδή τα μεσημέρια βλέπει στην τηλεόραση πολλά ντοκιμαντέρ για φυσικές καταστροφές, τελευταία νομίζει ότι γίνεται σεισμός, όταν η γιαγιά περπατάει με το πι της στο παλιό πάτωμα ή όταν βρέχει δυνατά φαντάζεται τον εαυτό του να πνίγεται και πολλές φορές δεν τον παίρνει ο ύπνος, γιατί φοβάται ότι τα αποτσίγαρα θα ξανανάψουν ξαφνικά και θα τυλιχτεί στις φλόγες το σπίτι τους όλο και η πολυκατοικία και αυτή η απαίσια πόλη και η χώρα και δεν θα μείνει τίποτα παρά στάχτες στον ουρανό.
Ο νεαρός έχει αρκετούς φίλους αλλά τελευταία δεν είχε όρεξη να βγαίνει και ζηλεύει όσους έχουν δουλειά και χρήματα, ντρέπεται να μιλάει σε κοπέλες που δεν γνωρίζει γιατί η λέξη «άνεργος» είναι πολύ ταπεινωτική κι έτσι κλείνεται στον εαυτό του, πού και πού διαβάζει κανένα βιβλίο, μια φορά το μήνα πηγαίνει στον κινηματογράφο, η ζωή του πάντως σε γενικές γραμμές είναι εφημερίδα με αγγελίες, βιογραφικά που στέλνει χωρίς καμιά απάντηση, λίγες συνεντεύξεις που λήγουν άδοξα, ντοκιμαντέρ, ενάμιση πακέτο τσιγάρα στη βεράντα και ταραγμένος ύπνος στο άβολο ντιβάνι. Και ο δρόμος με τα δέντρα.
Θα περιγράψουμε τη σημερινή βόλτα στον δρόμο με τα δέντρα, γιατί κάτι διαφορετικό έγινε σήμερα, που ίσως αξίζει να αναφερθεί. Αλλά θα ξεκινήσουμε από λίγο πιο πριν, από τη στιγμή που ο νεαρός ανοίγει τα μάτια του. Το ξύπνημα δεν είναι ιδιαίτερα ευχάριστο, γιατί αρχίζει και νιώθει την απαίσια γεύση στο στόμα. Πριν λίγο άκουσε την πόρτα να κλείνει, άρα ο πατέρας του πήγε στο καφενείο, τώρα μέσα κάτι λένε η μητέρα του και η γιαγιά του, μιλάνε έντονα, εκείνος θέλει να κοιμηθεί κι άλλο, να χαθεί στον ύπνο να μην σκέφτεται, αλλά η τσιριχτή φωνή της γιαγιάς του διαπερνάει το αυτί του, το μυαλό του και τα μάτια του ανοίγουν και μηχανικά σηκώνεται για να φύγει γρήγορα και να μην βρίσκεται σε αυτό το αποπνιχτικό σπίτι. Την ώρα που πλένει τα δόντια του με μανία, η μητέρα του έρχεται στην πόρτα του μπάνιου. Ο διάλογος έχει περίπου ως εξής.
«Η γιαγιά σου δεν είναι καλά»
«Τι έπαθε;»
«Νομίζω πως τα έχασε»
Η γιαγιά έρχεται με το πι προκαλώντας ένα μικρό σεισμό και του λέει συνωμοτικά.
«Ωραία δεν έβαψα το σπίτι;»
Την κοιτάζει συνεχίζοντας να βουρτσίζει με μανία τα δόντια του, είναι εκνευρισμένος, αλλά δεν θέλει να της φωνάξει, γιατί είναι και κάπως γλυκούλα έτσι αναμαλλιασμένη και αγουροξυπνημένη που στέκεται με το φαρδύ ροζ νυχτικό της.
«Ωραία δεν έβαψα το σπίτι;, ξαναλέει η γιαγιά και είναι σαν χαμένη σε όνειρο. Έβαψα και τους τοίχους και τα ταβάνια, όλο το βράδυ έβαφα.»
Και με το παχουλό της χέρι κάνει την κίνηση που κάνει κάποιος, όταν βάφει.
Η μητέρα του είναι πανικοβλημένη και την κοιτάζει αμήχανα.
Ωραία, σκέφτεται εκείνος. Τα έχασε η γιαγιά. Άλλη μια καταστροφή. Ξεπλένει το στόμα του, στρώνει τα ακούρευτα μαλλιά του και βγαίνει από το μπάνιο. Πηγαίνει στο δωμάτιό του, κλείνει την πόρτα και ντύνεται γρήγορα. Απ’ έξω ακούει τον διάλογο, που είναι λίγο πολύ, έβαψα το σπίτι, δεν το έβαψες, όνειρό ήταν, όχι το έβαφα όλη νύχτα, δεν το έβαψες, Θεέ μου τι πάθαμε, θα καλέσουμε γιατρό, πού είναι ο πατέρας σου πάλι, ωραία το έβαψα το σπίτι, δεν το έβαψες, όνειρό ήταν και πάει λέγοντας.
Όταν βγαίνει από το δωμάτιο καταρρακωμένος με τη νέα καταστροφή που τους βρήκε, βλέπει προς έκπληξή του τη μητέρα του και τη γιαγιά του να γελάνε.
«Καλέ όνειρο ήταν, πώς μπερδεύτηκα έτσι;» λέει η γιαγιά.
«Ευτυχώς δεν τα έχασε, απλώς ήταν από τον ύπνο», λέει η μητέρα του και κάνει τον σταυρό της.
«Καλά, εγώ βγαίνω» λέει αυτός.
«Στο καλό, παιδάκι μου» ακούγεται η γιαγιά, όταν κλείνει την πόρτα και πατάει το κουμπί του ανελκυστήρα.
Στο λεωφορείο που παίρνει για να πάει στο άλσος, εκεί που χαζεύει από το παράθυρο την άσχημη πόλη, γυρνάει ξαφνικά το κεφάλι και βλέπει έναν κοκκινομάλλη κάπως αλλόκοτα ντυμένο και με εξίσου αλλόκοτο βλέμμα, που κάθισε απέναντί του. Και τότε τον πιάνει τρόμος. Φοβάται ότι αυτός ο κοκκινομάλλης είναι έτοιμος να ανατινάξει το λεωφορείο ή να απειλήσει με όπλο τον οδηγό και να κρατήσει ομήρους τους επιβάτες, όπως είχε δει σε άλλα ντοκιμαντέρ, γυρισμένα, όμως, σε πιο επικίνδυνες πόλεις. Οι παλάμες του ιδρώνουν, η καρδιά του αρχίζει να χτυπάει δυνατά. Σηκώνεται και κάθεται σε άλλη θέση για να μην βλέπει αυτόν τον κοκκινομάλλη, που το μόνο αλλόκοτο που είχε πάνω του ήταν η άχαρη εφηβεία του και ίσως το χρώμα των μαλλιών του, που δεν ταιριάζει και πολύ σε άντρα. Εδώ να πούμε ότι ο νεαρός μας δεν έχει γίνει παρανοϊκός και στην πραγματικότητα δεν φοβάται. Απλώς παίζει παιχνίδια με το μυαλό του, γιατί η ζωή του έχει γίνει πια αφόρητα προβλέψιμη, βαρετή και μουντή, που θέλει μάλλον για λίγο να νιώσει ότι παίζει σε ταινία δράσης. Ήθελε απλώς «να γίνει κάτι».
Και φτάνουμε στον δρόμο με τα δέντρα. Ο νεαρός κατεβαίνει από το λεωφορείο και αρχίζει να περπατάει στον δρόμο με τα δέντρα. Προσηλωμένος μόνο στο πράσινο και στα πουλιά, αυτά τα δεκαπέντε λεπτά, που διαρκεί η βόλτα μπορεί για λίγο να νιώσει όμορφα και να αναπνεύσει χωρίς να σκέφτεται την ανεργία του, το μέλλον και τις καταστροφές, που του επιφυλάσσει. Περπατάει όμορφα λοιπόν για δεκαπέντε λεπτά, για λίγο ξεχνάει τη ζωή του και ξαφνικά την ώρα που πάει να καθίσει στο τελευταίο παγκάκι, όπως πάντα, φαντάζεται τον εαυτό του γέρο, αλλά όχι γέρο και άστεγο όπως συνήθως. Γέρο με σύνταξη και με παιδιά. Κι αν όλα πήγαιναν καλά; Αν του τηλεφωνούσαν από κάποια ιδιωτική κλινική να πάει για δουλειά, αν γνώριζε πάλι τον έρωτα, αν παντρευόταν, αν έκανε παιδιά, αν δεν γινόταν καταστροφικός σεισμός ούτε η χώρα διαλυόταν όπως έλεγαν, αν έκοβε το τσιγάρο ή δεν το έκοβε και ωστόσο δεν πέθαινε από καρκίνο κι αν δεν συναντούσε ποτέ επικίνδυνο βομβιστή στο λεωφορείο;
Αυτό σκέφτηκε και αντί να βγάλει τσιγάρο από το κουτί του όπως έκανε συνήθως, πήρε το κουτί και το στυλό που πάντα κουβαλούσε στο τσαντάκι του κι έγραψε ένα ποίημα. Το ποίημα είχε περίπου ως εξής.
Είμαι ένας γέρος
Έτοιμος από καιρό να φύγω
Πέρασα τη ζωή μου προβλέποντας καταστροφές
Και περιμένοντάς τες να με ρημάξουν
Τώρα τα χρόνια μου τελείωσαν
Δεν έχω άλλα να ζήσω πια
Καμιά καταστροφή
Από αυτές που περίμενα
Δεν ήρθε ποτέ
Και τη ζωή μου
Ρήμαξε
Ο φόβος μονάχα
Αυτό συνέβη σήμερα στον δρόμο με τα δέντρα. Δυστυχώς δεν μπορούμε να εγγυηθούμε τίποτα για τον νεαρό. Δεν ξέρουμε αν η χώρα θα καταστραφεί, αν θα βρει δουλειά, γυναίκα, αν θα κάνει παιδιά, ούτε καν αν η γιαγιά του θα συνεχίσει να του δίνει τη σύνταξή της. Δεν ξέρουμε αν θα κόψει το κάπνισμα, από τι θα πεθάνει και ούτε μπορούμε να εγγυηθούμε εκατό τοις εκατό ότι σε αυτήν ή σε κάποια άλλη πόλη δεν θα πέσει θύμα βομβιστικής επίθεσης. Αυτή η ιστορία δεν έχει κάποιο βαθύτερο νόημα, το μόνο που θα μπορούσαμε να πούμε ίσως είναι ότι συχνά ότι χρησιμοποιούμε τον φόβο μας για να καλύψουμε κενά της ζωής μας, για να μην χαρούμε ή επειδή έτσι έχουμε μάθει. Το πιο πιθανό είναι ο νεαρός να γυρίσει πάλι μέσα στην απελπισία, να αποβλακωθεί το μεσημέρι από τα ντοκιμαντέρ με τις φυσικές καταστροφές, να καπνίσει το απόγευμα ενάμιση πακέτα τσιγάρα στη βεράντα και το βράδυ να κοιμηθεί με αυτήν την απαίσια γεύση στο στόμα.
Ωστόσο σήμερα στο δρόμο με τα δέντρα σε ένα πακέτο τσιγάρα έγραψε ένα ποίημα.
* Η Κατερίνα Τζωρτζακάκη γεννήθηκε το 1982 στην Αθήνα. Σπούδασε Ψυχολογία στο Πάντειο Πανεπιστήμιο Κοινωνικών και Πολιτικών Επιστημών. Εκπαιδεύτηκε στη συμβουλευτική και στην ψυχοθεραπεία. Ασχολείται επαγγελματικά με τον υποτιτλισμό. Από τις εκδόσεις Βασιλείου κυκλοφορούν τα βιβλία της «Ο Χορός στη Σκακιέρα» και «Παράλληλα Σύμπαντα».
Στο ιστολόγιό της «Ιστορίες» http://ktistories.blogspot.gr δημοσιεύει διήγηματά της.