Κυριακή 24 Μαρτίου 2013

Διήγημα : Οράνζ


του Δημήτρη Τερζή *

     Με λένε Οράνζ. Πασκάλ Οράνζ. Ο Πασκάλ το Πορτοκάλι ή ο Πασκάλ Πορτοκαλί αν προτιμάτε. Μπορείτε να με φωνάζετε και Πασχάλη αν σας κάνει κέφι.
     Ζω στην Ελλάδα πέντε χρόνια τώρα, από τότε που ακολούθησα μια γυναίκα στην Αθήνα. Δεν έχει νόημα να πω τ' ονομά της· σε μια συγκεκριμένη καμπή του χρόνου θα μας βρει ένας έρωτας για τον οποίο νομίζουμε πως είμαστε διατεθειμένοι να κάνουμε τα πάντα· η ειρωνεία είναι πως τα κάνουμε ή έτσι νομίζουμε αλλά το "πάντα" σε κάποιες περιπτώσεις δεν είναι αρκετό, θέλει κι άλλο ή έτσι εμείς νομίζουμε και γεμίζουμε ενοχές και μας κυνηγούν τύψεις και πολλά αν. Το προφανές δραπετεύει εύκολα εκείνες τις ώρες απ' το μυαλό μας. Το προφανές τού "δεν ήταν γραφτό να συμβεί".
     Μεγάλωσα λίγο έξω απ' τη Ναντ, στις παρυφές του Ατλαντικού, στη γραφική Βρετάνη. Βρέθηκα στο Παρίσι με έξοδα του πατέρα μου Ζοζέφ ο οποίος ήθελε να σπουδάσω βοτανολογία. Στο Πανεπιστήμιο γνώρισα εκείνη κι άλλες. Εκείνη όμως κυριάρχησε ολοκληρωτικά στο μυαλό μου απ' την πρώτη στιγμή εισβάλλοντας εντυπωσιακά στο προσωπικό μου σύμπαν κάθε φορά που την αντίκριζα. Είχε κάτι απ' την τραγικότητα και την ομορφιά του Χορού σε αρχαία τραγωδία. Κάθε φορά νόμιζα πως κουβαλούσε το τέλος και τη λύτρωση μαζί της και κάθε φορά ξανάρχιζε απ' εκεί που τελείωσε το δράμα.
     Είχα νοικιάσει μια μικρή σοφίτα, 17 τετραγωνικά με κοινό μπάνιο στο Σεν Ζερμαίν. Θα μπορούσα να είχα βρει φτηνότερο σπίτι αλλά μου άρεσε η θέα του Σηκουάνα απ΄ το ένα και μοναδικό ρομβοειδές παράθυρο όπως και η εικόνα των περιπλανώμενων ζωγράφων, φωτογράφων κι άλλων καλλιτεχνών στην όχθη. Σε μια βόλτα μου στους γραφικούς βιβλιοπώλες που άπλωναν τις γκραβούρες τους και τα παλιά βιβλία με τα κιτρινισμένα φύλλα να στεγνώσουν την υγρασία της κλεισούρας στον ασθενικό ήλιο, την πρωτοείδα να ξεφυλλίζει μια νουβέλα του Ουγκό. Αυτό θυμάμαι τώρα. Αυτό έχω κρατήσει τώρα. Αυτό θα θυμάμαι πάντα.
     Απόψε, βραδιά Πρωτοχρονιάς, για πρώτη φορά μετά από πέντε χρόνια διακατέχομαι από μια περίεργη νοσταλγία για το πατρικό σπίτι. Στα χρόνια που ζω εδώ έχω παρατηρήσει μια αδυναμία των Ελλήνων στα petit beurre. Σας λέω λοιπόν πως αυτά τα γευστικά μπισκότα τα πρόσφερε στην ανθρωπότητα η πόλη μου. Εκεί άνθισε η συνταγή τους για πρώτη φορά κι εκεί κάνουν ακόμα τα καλύτερα petit beurre του κόσμου. Κλείνω τα μάτια και βλέπω τον πατέρα μου να κάθεται πλάι στο αναμμένο τζάκι και να απολαμβάνει δύο ολόφρεσκα petit beurre με το βραδινό του ρόφημα.
     Εγώ; Εγώ είμαι εδώ, περπατώ σ' έναν αθηναϊκό δρόμο, η νύχτα είναι ξάστερη και παγωμένη όσο πρέπει. Ίσα να βγαίνουν μικρές ανάσες απ' το στόμα μου, γκρίζες τούφες στο σκοτάδι με φόντο το φεγγάρι. Τα βήματά μου είναι αθόρυβα στο δρόμο, η ανάσα μου ακούγεται μόνο σαν ανεβαίνω την οδό Καλλινίκου προς το μικρό μου διαμέρισμα. Η Αθήνα μοιάζει με τη Ναντ απόψε, είναι σιωπηλή. Στο δρόμο συνάντησα μερικά ταξί· τα περισσότερα είναι σταματημένα στην πιάτσα, ελάχιστα αυτοκίνητα με νυσταγμένους οδηγούς ενώ πέρασα και από δύο ανοιχτά καφέ, μια πιτσαρία (αναρωτιέμαι ποιος μπορεί να φάει πίτσα το βράδυ της πρώτης μέρας του χρόνου - απάντησα σε αυτή την απορία μου αγοράζοντας μια ολόκληρη πίτσα με φρέσκια ντομάτα, τυρί και βασιλικό). Α και τα περίπτερα. Τα περίπτερα είναι πάντοτε ανοιχτά στην Αθήνα.
     Αν μου λείπει κάτι στην Αθήνα είναι ένα ποτάμι που θα κόβει την πόλη στη μέση. Δεν ξέρετε τι ευλογία είναι ένα ποτάμι στη μέση μιας πόλης. Πόσοι κόσμοι δημιουργούνται γύρω απ' αυτό. Πόσα σύμπαντα αναπτύσσονται και θριαμβεύουν δίπλα στο νερό, εξαπλώνοντας τις τροχιές τους όλο και πιο μακριά, συναντώντας άλλες στο δρόμο, πόσες κραυγές χαράς, τραγούδια και γέλια κουβαλάνε μαζί τους. Ούτε μπορείτε να γνωρίζετε πόσο αγχολυτική είναι μια βόλτα πλάι στο ποτάμι ή και γιατί όχι; Μια βαρκάδα στο ποτάμι συντροφιά μ' ένα μπουκάλι κόκκινο κρασί κι ένα χαμόγελο.
     Στις εξορμήσεις μου, όταν πάλευα ν' ανακαλύψω την πόλη σας, διαπίστωσα πως έως και στις αρχές του 1900 κατέβαινε ο Ιλισσός ως το Καλλιμάρμαρο και πως από για να περάσεις απ' το στάδιο στους βασιλικούς κήπους το έκανες μόνο μέσω γεφυριών. Βρήκα και μια σχετική γκραβούρα μάλιστα την οποία και αγόρασα έναντι έξι ευρώ.  Φαντάζεστε σήμερα ένα ποτάμι να διασχίζει ολόκληρη την Κηφισίας, να κατεβαίνει τη Βασιλίσσης Σοφίας και να φτάνει ως τη βασιλέως Κωνσταντίνου και μετά να πιάνει την κατηφόρα της Συγγρού και να χύνεται στο Φάληρο; Μαγεία!
     Τον πρώτο χρόνο της διαμονής μου εδώ, κάποιοι φίλοι με περηφάνεια είναι η αλήθεια, μου είπαν να κατέβουμε το ποτάμι μαζί. Χάρηκα ιδιαίτερα. Με το αυτοκίνητο του ενός εξ αυτών κατεβήκαμε όλη τη λεωφόρο πλάι στην άδεια κοίτη του Κηφισού. Φτάσαμε στο Φάληρο και γελώντας (διαπιστώνοντας την απορία και την απογοήτευση στο βλέμμα μου για το ποτάμι που δεν υπάρχει πια) με κέρασαν ούζο στη Φρεαττύδα.
     Μελιτζανοσαλάτα, χταπόδι στα κάρβουνα και ούζο με λίγο νερό. Γι' αυτά και μόνο ψηφίζω να σας δανείζουμε για δέκα ζωές ακόμα όσα χρήματα θέλετε για να επιβιώσετε. Έχω σκοπό να στείλω μάλιστα και προσωπική επιστολή στον πρόεδρο Ολάντ για το θέμα. Απ' την άλλη σκέφτομαι πως αυτό που έχετε, η "παγεά" - δεν έχω μάθει να το λέω ακόμα στο σωστό τόνο, κρίμα! - δε χρειάζεται δάνεια για να επιβιώσει. Ούτε χρήματα απ' έξω. Είναι μια φωτιά που σιγοκαίει μέσα σας απ' την ώρα που γεννιέστε. Λένε πως είναι η φωτιά της Μεσογείου αυτή που τη φουντώνουν οι αέρηδες που έρχονται απ' τις μακρινές ερήμους του νότου. Κι από κοντά αυτός ο ήλιος σας! Αυτό το φως! Πως να παγώσει η καρδιά με τέτοιο φως να τη λιάζει δέκα μήνες το χρόνο;
     Δεν έχω παράπονο. Στο Παρίσι έβλεπα το Σηκουάνα, εδώ αντικρίζω το λόφο του Λυκαβηττού με τον Άγιο Γεώργιο στην κορυφή του. Είναι η δική σας Sacre Quere που δεσπόζει πάνω απ' τη πόλη. Ανέβηκα μια φορά με τη Μαρία, τη φίλη του Γιώργου που ήταν φίλος με τη γυναίκα για χάρη της οποίας γνώρισα την Αθήνα και ζω στην Ελλάδα. Σταθήκαμε σ' ένα παγκάκι και μοιραστήκαμε μια μπύρα Άμστελ σε κουτάκι. Στην τσέπη μου είχα κι ένα πακέτο με δύο τσιγάρα μέσα. Καπνίζαμε και δεν μιλούσαμε. Τι κι αν μεγαλώσαμε διαφορετικά, τι κι αν οι εικόνες μας μοιάζουν αταίριαστες; Η Μαρία δεν ήξερε πως στην πόλη μου γεννήθηκε ο Ιούλιος Βερν - είχε διαβάσει όλα του τα βιβλία από μικρή και τον θαύμαζε και όμως, δεν το ήξερε ή τουλάχιστον δεν το θυμόταν - και εγώ έμεινα έκθαμβος μπροστά στον πόνο που απίθωσε στην καρδιά μου το ρεμπετικό. Ναι σωστά διαβάσατε. Το ρεμπετικό! Κι ευχαριστώ τη Μαρία που μου γνώρισε ολοκαίνουργιους πόνους την ύπαρξη των οποίων αγνοούσα.    
     Εκείνη παντρεύτηκε μία μέρα μετά τα Χριστούγεννα. Αναφέρομαι στη γυναίκα που πρωτοείδα να ξεφυλλίζει μια νουβέλα του Ουγκό στις όχθες του Σηκουάνα. Η εικόνα που κρατάω για εκείνη. Όταν βλέπεις μια γυναίκα να κρατάει στα χέρια της μια αρχαία - στα μάτια μας πια, νουβέλα - λες πως αυτή η γυναίκα δεν πρόκειται να παντρευτεί τραπεζικό που μόλις πέρυσι αγόρασε σπίτι στο Μοσχάτο κι έχει και 17 στρέμματα ελιές στην Καλαμάτα. Όταν στο μυαλό σου περνάνε ακόμα ακαθόριστα νότες απ' το αρχαίο δράμα που σου' παιζε η μορφή της κάθε φορά που την αντίκρυζες, δυσκολεύεσαι να τη φανταστείς στο πλευρό ενός 45άρη με κοιλίτσα που οδηγεί Νισάν 15ετίας και φοράει πάνινο πουκάμισο μπέρμπερις.

     Με λένε Πασκάλ. Πασκάλ Οράνζ. Για τη Μαρία και τους φίλους που έκανα εδώ, είμαι ο Πασχάλης.
     Αύριο επιστρέφω στη Γαλλία. Πεθύμησα ένα ολόφρεσκο petit beurre.


* O Δημήτρης Τερζής γεννήθηκε στον Πύργο Ηλείας και ζει στην Αθήνα. Είναι δημοσιογράφος, συνεργάτης της εφημερίδας ΤΑ ΝΕΑ. Γράφει, σκίζει, ξαναγράφει, διαβάζει. Όλα από πολύ. 


 
2013 | ιδεόστατο από την ανοικτή βιβλιοθήκη OPENBOOK Deluxe Templates. WP by Masterplan
Related Posts Plugin for WordPress, Blogger...