του Χάρη Γαντζούδη *
Η Ελένη στεκόταν πάνω από την κατσαρόλα. Κάθε τόσο έφερνε την κουτάλα κοντά στα χείλη της και δοκίμαζε το φαγητό. Πρόσθετε αλάτι και πιπέρι μέχρι να πετύχει το γευστικό αποτέλεσμα που ήθελε.
«Είναι φοβερό πόση νοστιμιά δίνουν στο φαγητό» απευθύνθηκε στον άντρα της που καθόταν στο τραπέζι πίσω της και έπινε τον καφέ του.
«Έλα να σου δείξω. Τόσα χρόνια δίπλα μου και ούτε αβγό δεν ξέρεις να βράζεις». Εκείνος της χαμογέλασε γλυκά.
«Αφού έχω εσένα. Εσύ είσαι το αλάτι και το πιπέρι που νοστιμίζει τη ζωή μου» της απάντησε ρουφώντας μια γουλιά από τον αχνιστό καφέ του. Η Ελένη πλησίασε και έκατσε δίπλα του.
«Ποιος ξέρει πόσο θα ζω ακόμα…». Τα βλέμματα και των δυο σκοτείνιασαν απότομα. Ήθελε να της πει να σταματήσει αυτή τη συζήτηση. Εκείνη το κατάλαβε και έδωσε άλλο χρώμα στην φωνή της μιας και δεν ήθελε να τον στενοχωρεί.
«Γι’ αυτό σου λέω μάθε να μαγειρεύεις ένα πιάτο φαί γιατί άμα φύγω θα πεθάνεις της πείνας κακομοίρη μου». Χαμογέλασε και του έσφιξε το χέρι. Εκείνος έσκυψε και της το φίλησε.
«Μη μ’ αφήσεις μόνο» της είπε.
Πάνε έξι μήνες που η Ελένη έτρεχε κάθε τόσο στην Αθήνα για εξετάσεις. Οι γιατροί είχαν βρει κάτι στο αίμα της που όμως ούτε οι ίδιοι δεν ήξεραν τι είναι και πώς να το αντιμετωπίσουν. Πειραματόζωο είχε καταντήσει η καημένη η Ελένη στα χέρια τους. Μέχρι που δεν άντεξε.
«Δεν πάω πουθενά. Άμα είναι να πεθάνω θέλω να πεθάνω στο σπίτι μου, στο κρεβάτι μου, δίπλα στον άντρα μου» ύψωσε τη φωνή της απέναντι στην επιμονή της κόρης της και του άντρα της και τελικά νίκησε.
Κι εκείνο το μεσημέρι ήταν λες και ο Θεός την είχε ακούσει και αποφάσισε να της κάνει το χατίρι. Ξάπλωσε δίπλα του και κοιμήθηκε τον αιώνιο ύπνο κρατώντας του το χέρι.
Το σαλόνι είχε γεμίσει κόσμο. Όλο το χωριό είχε έρθει για να την αποχαιρετήσει. Ο κυρ Ηλίας ο άντρας της, κάθε τόσο δεχόταν ένα παρηγορητικό σκούντημα στον ώμο. Δεν σήκωνε όμως το βλέμμα του. Δεν το έπαιρνε από πάνω της. Του έμειναν μόνο λίγα λεπτά για να καλύψει μια κοινή πορεία πενήντα χρόνων.
Οι μνήμες άρχισαν να ξυπνάνε. Τη θυμάται μικρό κορίτσι να τριγυ ρνά στην γειτονιά τσιτσίδι και να σκορπά χαρά με τη μελωδική φωνή της. Τη θυμάται γυναίκα να τον μεθά με την ομορφιά της κάθε Κυριακή στο προαύλιο της εκκλησίας. Θυμάται την ανησυχία της όταν στα πυκνά μαύρα μαλλιά της έκανε την εμφάνιση η πρώτη λευκή τρίχα και τη μέρα που η μικρή ρυτίδα του μετώπου της κύλισε στο περίγραμμα των χειλιών της…
Το μυαλό του έτρεχε με γρήγορους ρυθμούς. Δεν είχε προλάβει να τρέξει ούτε ένα δάκρυ από τα μάτια του. Όταν ένιωσε το άγγιγμα της κόρης του στον ώμο του κατάλαβε ότι είχε έρθει η ώρα. Πλησίασε το στολισμένο φέρετρο. Για μερικά δευτερόλεπτα έμεινε να κοιτά επίμονα το πρόσωπό της θέλοντας να φυλακίσει για πάντα τη μορφή της μέσα του. Χάιδεψε το πρόσωπό της και άφησε ένα τρυφερό φιλί στο μέτωπο ψιθυρίζοντας της:
«Δε σε συγχωρώ που με άφησες μόνο και δεν ξέρω πώς να νοστιμέψω τη ζωή μου τώρα». Γύρισε να φύγει. Ήταν απίστευτο πόσο ερωτευμένος ήταν ακόμα μαζί της.
* Ο Χάρης Γαντζούδης γεννήθηκε στο Αγρίνιο το 1985. Διηγήματά του έχουν δημοσιευτεί στο internet [deity.gr, onestory.gr, shortstory.gr, microstory.gr, Σοδειά, Στάχτες], συμμετείχε στη συλλογή «Tweet _ Stories _ Λογοτεχνία σε 140 χαρακτήρες» που κυκλοφόρησε από την ανοιχτή βιβλιοθήκη ενώ το Νοέμβριο του 2012 κυκλοφόρησε το πρώτο του βιβλίο «Οι πρώτες σελίδες» από τις εκδόσεις Σαΐτα.