Κυριακή 3 Μαρτίου 2013
Στους αναξιοπαθούντες φίλους...
της Δέσποινας Καΐρη *
Κοιτώντας τους δρόμους, αναμοχλεύοντας ιδέες που έπεσαν σα φθινοπωρινά φύλλα και κόλλησαν σε πάτους παπουτσιών από περαστικούς, ανιχνεύοντας τις γεύσεις που στριμώχτηκαν στους κάλυκες της γλώσσας, καταλήγεις στην ίδια ιστορία. Μια ιστορία που τα έχει όλα. Και κυρίως, δύο βασικά συστατικά: πόλεμο και θερμότητα. Ενέργεια που μεταλλάσσεται σε κοφτερό σπαθί, όπως αυτά που παίζει ο ανιψιός μιας φίλης και λέει θα μου τα δώσει να παίξω κι εγώ αν κατέβω στην Αθήνα. Έλεος πια! Έμαθαν και τα πιτσιρίκια να βάζουν όρους και προϋποθέσεις, δεν κοιτάνε που δε φτάνουν το ράφι να πάρουν ένα ποτήρι νερό, έχουν βαλθεί να μας τρελάνουν! Δεν είναι τυχαίο αυτό το «από μικρό κι από τρελό..».
Κάθε παράγραφος ξεκινάει ονειροπαρμένη και ακατανόητη. Στη συνέχεια, γίνεται η παράδοξη απόπειρα να εξηγηθούν τα όσα περιγράφονται πίσω από τις λέξεις, με άλλες λέξεις, καλύτερες, πιο «χτυπητές», να δοθεί ένα νόημα σε ό,τι ειπώθηκε ή γράφτηκε.. και εκεί πετάγονται οι βαρύγδουπες λέξεις που ξεχειλίζουν απλότητα αλλά και «σοκ», όπως «πόλεμος». Και έρχεται ο αναγνώστης να αναρωτηθεί ποιο είναι το σημείο που δεν καταλαβαίνει. «κάτσε, πριν διάβασα κάτι για φύλλα και γεύσεις, τώρα πώς φτάσαμε στον πόλεμο;». Είσαι επιτυχημένος, ως συγγραφέας, καλλιτέχνης και άνθρωπος, όταν καταφέρνεις να πετύχεις αυτό ακριβώς. Να μπαίνει ο άλλος σε ένα τριπάκι, «σταυρολύνοντας» το γρίφο σου, που τον δίνεις στο δίσκο λαμπερό και όμορφο ενώ μέσα δεν ξέρει κανείς τι κρύβεται. Μπορείς να τους πείσεις ότι αξίζει να το ψάχνουν; Πέτυχες. Κάτι σαν τη διαφήμιση. Δε μας νοιάζει το προϊόν σου, αλλά πόσο εσύ το πιστεύεις. Κάνε μας να δούμε το όνειρο από την ίδια μεριά και είμαστε μαζί σου, να σε αγοράζουμε πάντα, πιστοί ακόλουθοι του τίποτα που ίσως και να παρέχεις, αφού το φτιασίδωσες να μοιάζει με αριστούργημα. Ένας άλλος φίλος, απόφοιτος αυτής της επιστήμης του πλασαρίσματος, δεν το έχει αυτό σα χαρακτηριστικό. Ενώ το έχει μελετήσει και το γνωρίζει τόσο καλά πώς λειτουργεί, στα δικά του προσωπικά, στα χώνει εκεί που δεν το περιμένεις, μην επεξεργάζοντας τις λέξεις να φανούν πιο όμορφες, σωστές, εύστοχες.. κι εκεί που κάθεσαι χαλαρά, πίνεις τον καφέ σου, νομίζεις πως τη γλίτωσες γιατί δεν λέτε τίποτα δυσνόητο ή περίεργο, ανοίγει την τρύπα που έχει για στόμα και βγαίνει οχετός. «πάρτα να έχεις να πορεύεσαι». Πολλές φορές, κάνει λάθος. Αλλά ακόμα και σε κείνη την περίπτωση, πάλι με την ίδια ωμή πραγματικότητα, θα προσπαθήσει να το αποφύγει, μετά να το δει, και όταν μείνει μόνος του ίσως και να το ξανασκεφτεί. Αλλά φτιασιδώματα και ζωγραφιές δεν θα πάρεις. Όπως είναι στο κεφάλι του – κι έχει και μεγάλο κεφάλι- , έτσι να προσγειωθεί σα σφαίρα ο λόγος του καταπάνω σου. Κι άσε τον καφέ να κρυώσει, άσε τα δικά σου επινοήματα να παίζουν το ρόλο «επιχειρημάτων» για να του εξηγήσεις.. γιατί ό ,τι κι αν πεις, ό ,τι κι αν κάνεις, εκείνη τη στιγμή, αυτή η άρνηση να στα παρουσιάσει καλύτερα, σε εκνευρίζει μεν, αλλά κυρίως σε στέλνει όπως θα λέγαμε και σε κανένα χωριό… «για χόρτα». Αναρωτήθηκα μια μέρα αν είναι ένδειξη φιλίας να γουστάρεις τόσο πολύ αυτήν τη στραβοκεφαλιά του άλλου. Να ξέρεις το στραβό του ρε παιδί μου και να σου λείπει αυτό ακριβώς το στραβό, αν κάνεις να τον δεις καιρό. Μια άλλη φίλη λέει πως έτσι ξεκινάει η αγάπη. Γιατί κάπως «χωράς» τον άλλον μέσα σου, λέει, του δίνεις τόσο χώρο, ώστε να μπορεί να απλωθεί σαν το χταπόδι με τα ποδαράκια του, κι ας είναι οκτώ ή παραπάνω, κι ας μην είναι όλα αγαπημένα και μαγικά, αλλά όλα τα θες. Τα βάζεις μέσα στην καρδιά σου, εκεί στο χώρο που λέμε ότι είναι οι δικοί μας άνθρωποι, κι ύστερα θες δε θες τα κουβαλάς μαζί σε κάθε διαδρομή. Αυτή η φίλη θέλει να την χωρέσω μόνο με τα καλά πόδια. Τα κακά θέλει να τα κόψει. Να μην μας πιάσουν χώρο λέει και μας πνίξουν. Κι όμως εγώ σε αυτά τα στραβά της γλιστράω, σκοντάφτω, χτυπάω καμιά φορά το κεφάλι μου αλλά παίζω. Παίζω και μαθαίνω. Νιώθω ότι η κούρσα αποκτάει το ενδιαφέρον της όταν το ξερό της το κεφάλι-μαζί με το δικό μου ολόισιο κεφαλάκι…- μας πηγαίνει σε κάτι τριπάκια που η συνεννόηση είναι τόσο πιθανό να βγει, όσο εμένα να μου φυτρώσουν νύχια και να μην τα φάω. Κι οι φίλοι μου, όσοι ξέρουν από τα βασικά μαθηματικά, αντιλαμβάνονται το ελάχιστο μιας τέτοιας πιθανότητας.. Σε κείνα τα σοκάκια της πορείας μου μαζί της, αρχίζουν και διεγείρονται οι νευρικοί μου μίσχοι, αυτά τα κλωναράκια του εγκεφάλου μου που χαρτογραφούν μια ένδειξη ζωής σε καθετί. Χωρίς αυτόν τον «οργασμό», βαριέμαι. Σχεδόν κοιμάμαι. Σαν έναν άλλο φίλο μου, που όπου τον βάλεις, κοιμάται. Θες ρε παιδί μου να δεις μια ταινία. Σου λέει κι εκείνος τη δίψα του να μαγευτεί σε μία κινηματογραφική απόδραση. Φτιάχνεις την οθόνη, έχεις έτοιμα τα νερά, τασάκια, αναπτήρες, όλα σε θέση που να μη χρειάζεται να κουνηθείτε, να μείνετε απερίσπαστοι και να δείτε το έργο. Κι εκεί που η ταινία παίζει, έχεις μπει με τα μπούνια στην υπόθεση και κάτι σου κάνει εντύπωση και θες να το μοιραστείς, συνειδητοποιείς ότι έχεις μείνει μόνος με τα ντουβάρια. Εκείνος, ο φίλος μου που σας έλεγα, έχει κλείσει τα μάτια ύπουλα, αθόρυβα, και γλυκά γλυκά σε έχει εγκαταλείψει χωρίς να το πάρεις είδηση. Συναισθήματα που σου δημιουργούνται είναι ανάμεικτα, γιατί ενώ θες να τον σκεπάσεις, θες να τον χτυπήσεις ταυτόχρονα για την ευκολία με την οποία αποφάσισε ότι αυτήν την ταινία εσύ θα τη δεις μόνος σου, ή για να είμαι πιο ακριβής, χωρίς αυτόν. Στατιστικά, αυτό δεν είναι σημαντικό κι εκείνος το καταλαβαίνει. Κι αυτό είναι το καλό του, βλέπεις. Ότι καταλαβαίνει. Που σε κάνει και σκέφτεσαι καμιά φορά «ποιος είσαι εσύ παλικάρι μου που όλα τα καταλαβαίνεις και κοιμάσαι στις ταινίες και χορεύεις στα πάρτυ και συνεχίζεις τις σπουδές σου και είσαι μέσα σε όλα τα πρωτοκλασσάτα κουτσομπολια»; Ε, είναι μέχρι να δεις ανάμεσα στις χαραμάδες του. Σε αυτά που λείπουν, που δε βγάζουν νόημα, στις αντιθέσεις του και τους φόβους του που φαίνονται τόσο, όσο ο ήλιος στην ολλανδία. Μα δε με νοιάζει, γιατί είναι εκεί, κι ας μην τον βλέπω κάθε μέρα. Και την κατάλληλη στιγμή, έρχεται να δώσει το παρόν.
Στιγμή. Εκεί που ορίζεται η ουσία κάθε σημασίας. Στο λεπτό που μόλις πέρασε με τα δάχτυλά μου πάνω στο πληκτρολόγιο. Και στην αμέσως επόμενη που μόλις τελείωσε. Εκεί γεννιέται και πεθαίνει καθετί που αύριο θα θυμάμαι ή θα έχω ξεχάσει. Κι όσο το θυμάμαι, το αγαπάω και το κάνω ένα με μένα. Δικό μου. Σε αυτές τις βαθυστόχαστες συναισθηματικές αηδίες αντιτάσσεται ένας άλλος φίλος μου. Κατά βάθος, τον έχουν καθορίσει αυτά τα συναισθηματικά ποτάμια που κυλούν στο αναμεταξύ των σχέσεών του με τους άλλους, αλλά έχει αποφασίσει να το διακωμωδήσει μέχρι … «ξεφτιλικίου». Κι όσο λατρεύω τον τρόπο που προσπαθεί να αποφύγει κάθε συγκίνηση, όσο εξοργίζομαι με την τάση του να εκλογικεύει το χρώμα του αυγού που είναι κίτρινο επειδή επιστημονικά εξηγείται, τόσο μου αρκεί που μαζί μου αυτό το συναίσθημα δεν μένει ανέπαφο αλλά τροφοδοτείται. Με τον τρόπο μας, όπως τα έχουμε καταφέρει μεταξύ μας, κουτσά, στραβά και «ξεφτιλισμένα», όπως μας έτυχε να γνωριστούμε και να συναντηθούμε δις σε αυτήν τη ζωή, κάπου χαμένοι μεγαλοϊδεάτες μέσα σε ακαδημαϊκά κτίρια.
Αυτοί οι φίλοι μου πρόσφατα με νευρίασαν πάρα πολύ. Σκηνές βίας κατέκλυσαν το νου μου, να παίρνω ένα ένα τα κεφαλάκια τους και να τα χώνω στην άμμο. Και μετά να τους αποκαλύπτω με σαρδόνια γέλιο ότι μόλις κάποιος είχε κατουρήσει εκεί. Άλλο σχέδιο ήταν να σκάσω τα λάστιχα των ποδηλάτων τους και να κλέψω τις σέλες. Μετά από αυτήν τη φάση της ώριμης αντιμετώπισης του εκνευρισμού μου, προσπάθησα να δω «τις πταίει». Γιατί δεν μου έφταναν τα νεύρα τσατάλια και ένας περίπατος με χιονόνερο, ήθελα να κάνω και αυτοανάλυση βλέπεις.. και την έκανα. Κι όλες οι μεταβλητές μου έδειξαν βελάκια προς τα μέσα. Σ’ αυτό που εγώ δεν έχω δώσει σε άλλους, για να μπορώ μετά να αναρωτιέμαι πώς δεν το ξέρουν. «Πώς πας χριστιανή μου και χώνεις ένα κεφάλι σε κατουρημένη άμμο χωρίς πρώτα να έχεις εξηγήσει στον έρμο άνθρωπο τι σόι φρούτο είσαι και που πονάει να μην πιάνει; Η ακόμα καλύτερα, να πιάνει αλλά να χαϊδεύει». Κι έτσι στην αποτίμηση του γεγονότος, χάρηκα που είχα νεύρα με τους φίλους μου. Γιατί κατάλαβα πως είχα φίλους. Κι ας ήταν σαν τα μούτρα μου και με νευρίαζαν..
Οι φίλοι μου είναι κι άλλοι. Εδώ κι εκεί, στο πέρα δώθε, στο κάπου κοντά ή λίγο πιο μακριά. Κι όσο η φυσική απόσταση μικραίνει, τόσο η πραγματική απόσταση απειλείται να εισχωρήσει πέρα από τα τειχάκια μου και να δει κάτι πέρα από αυτό που μπορώ. Ξημέρωσε μια μέρα και είδα κάτι πιο τρομακτικό από τους δικούς μου φανταστικούς φόβους. Είδα κάποιους, σα σε όνειρο, να προσπαθούν να πλησιάσουν στο κέντρο ενός κύκλου που ήταν περιστοιχισμένος από φωτιές. Πάλευαν, έψαχναν διαδρόμους να περάσουν ανάμεσα, κάθονταν περιμένοντας τη φλόγα να χαμηλώσει, τον αέρα να την αδυναμώσει, μια βροχή να την εξαφανίσει… αλλά το έδαφος ήταν γεμάτο από εύφλεκτα υλικά που της έδιναν ανάσες να έχει για καιρό. Κι εκείνοι δεν κουράζονταν. Ίσως λίγο στέκονταν κι αναρωτιόντουσαν αν τελικά είχε νόημα αυτό το παιχνίδι, μα πάντα κάτι έβλεπαν σε αυτόν τον κύκλο, εκεί στο ξεχασμένο κέντρο του, που ένιωθαν πως έπρεπε να το αγγίξουν. Είχαν, έλεγαν, να δώσουν και να πάρουν, να δουν και να δείξουν, να νιώσουν και να μοιραστούν. Και τότε, σε εκείνη τη δίνη «πολέμου και θερμότητας», κάποιοι κάηκαν στην εξωτερική επιφάνεια του δέρματός τους. Εκεί κάπου ξύπνησα. Τρόμαξα στην ιδέα μιας μάχης που ίσως πήγαινε άδικα χαμένη. Άδικα; Δεν θα μάθω απόψε. Είναι νωρίς και ίσως λίγο αργά και ίσως λίγο πιο μέρα και περισσότερο νύχτα κι άλλα τέτοια μπερδεμένα. Και μην ξεχνάμε, είμαι εγώ. Έτσι τα βλέπω, έτσι τα σκέφτομαι, έτσι τα θέλω κι ας μην τα θέλω, και στο τέλος τέλος του δρόμου δεν θέλω να ξέρω τι έχει, για να μπορώ να ονειρεύομαι πλανήτες και αστέρια. Αλλά δεν μπορώ να διανοηθώ, όση μέντα και να’χω που θα έλεγε κάποιος, μάχες που δίνονται και πολεμιστές που χάνουν στα σημεία.
Γύρω μου βλέπω τόσα στραβά και άδικα που έχει συνηθίσει το μάτι μου.. αλλά έως ένα σημείο μπορώ να ζήσω με αυτά. Όταν εγώ μπορώ να κάνω μία ελάχιστη κίνηση για να αλλάξει η ροή του ποταμού, τότε δε βρίσκω λόγο να κάθομαι αμετακίνητη σε μια καρέκλα. Γιατί πώς ελπίζω για ένα άλλο αύριο; Με ποιο τρόπο να χρωματίσω ένα «καλύτερο» μέλλον, αν στο παρόν μου συσσωρεύω επαναλήψεις κινήσεων δίχως αλλάζοντας τίποτα; Θέλουμε να αλλάξουμε γιατί κάτι περιμένουμε να αλλάξει από τα γύρω, τους γύρω. Και για να το δεχτούμε αυτό το κάτι, πρέπει να είμαστε κι εμείς λίγο διαφορετικοί, από ό,τι σήμερα που δεν το έχουμε. Δεν ξέρω αν στην πορεία θα σου βγει, δεν ξέρω αν θα χαλάσει το γλυκό, δεν ξέρω αν τελικά το αίμα που θα χύσεις θα αξίζει το νεράκι που έχει η πολυπόθητη πηγή, αλλά τουλάχιστον έχεις φίλους να γελάσετε μαζί τα χάλια σας αλλά και τα ωραία. Κι εγώ αφιερώνω αυτό εδώ το «ό,τι ναναι» σε πέντε συγκεκριμένους.
* Η Δέσποινα Καΐρη έχοντας σπουδάσει ψυχολογία αλλά μη βρίσκοντας τις απαντήσεις για τα απρόβλεπτα της ψυχής, περνάει τις ώρες της σε τρένα, βραδιές σε σπίτια φίλων και ημέρες ολόκληρες σε ταξίδια του νου, βλέποντας ιστορίες να ζωντανεύουν με ήρωες που υπάρχουν μόνο στη φαντασία της, αλλά ίσως και όχι. "Φτάνει να κοιτάξεις λίγο καλύτερα", συνηθίζει να λέει. Και μεταξύ Αθήνας και εξωτερικού, συλλέγει μυρωδιές για τις επόμενες ιστορίες που τώρα γράφει...
Ενότητα
ΑΡΘΡΟΓΡΑΦΙΑ