του Γιάννη Παγώνη *
Αγαπημένε Φίλε και Πατέρα,
συχώρα της γραφής μου το φονιά.
Λησμόνησα τη μέρα, τη χρονιά,
το μήνα, μα κρατώ τη λαγουδέρα
στα χέρια μου σφικτά σαν να ναι κάτι
που θα χαρίσει βέβαιο χαμό.
-Μια μελωδία παίζουν του Rameau-.
Ποιος δρόμος ανοιχτός; Ποιο μονοπάτι;
Με Voltaren κοιμάται η Πυθία.
-Τη σφάζουν τελευταία οι γοφοί-.
Στ΄ΑΡΙΩΝ χαμηλών΄η οροφή
τόσο που καταντά παραμυθία.
Φάρους δεν έχει τούτος ο αιώνας,
μόνο ξεκοιλιασμένα θωρηκτά.
Των Ευμενίδων αίματα πηκτά,
αρδεύεται ο μέγας Ελαιώνας.
Γυμνοί έξω απ΄τη Θήβα Πακιστάνοι,
στη Κρύα βουρκωμένο το νερό.
Xρειάζεται κουμάντο σταθερό,
τη κάρα σα βατεύεις με τρυπάνι
Κολοκυθιά, δεν παίζουν με τις νότες
τις λυγμικές που ψάχνουν λυτρωμό,
σε πλαστικά με μέλανα ζωμό
ποτήρια… Τι σημαίνουν οι Ευρώτες,
ο Δαίμων θα μας πει της Μεσημβρίας.
Φθηνό το πρώτο χιόνι δεν αρκεί
να μας σκεπάσει… Πάντα εν σαρκί,
σ΄ασπάζομ΄ Ακριβέ, πλήρης υγείας.
* Ο Γιάννης Παγώνης γεννήθηκε στην Αθήνα, Μεγάλη Παρασκευή του 1961 και πέθανε κάπου στον Κόσμο, μιαν ημέρα του έτους 20_ _.