Φωτο: Gio Holgersson |
Αυτό είναι το ποίημα με το οποίο θα ήθελα να καλωσορίσουμε τη καινούρια εβδομάδα. Είναι ένα από τα δύο ποιήματα που αγαπώ ίσως λίγο περισσότερο από τα υπόλοιπα της πρώτης μου συλλογής, απλά και μόνο γιατί κάθε φορά που τα διαβάζω μπροστά σε κοινό, νιώθω τη φωνή μου να λυγίζει και τη καρδιά μου να χτυπά πιο δυνατά…
Αυτό το ποίημα χρειάστηκε να περιμένει σχεδόν 15 ολόκληρα χρόνια κλειδωμένο μέχρι να δει το Τίτλο του τυπωμένο επίσημα στις σελίδες ενός βιβλίου. Τόσα ακριβώς χρόνια χρειάστηκα και εγώ, για να πείσω τον εαυτό μου ότι ίσως είχα κάτι να πω, ότι ίσως έπρεπε να τολμήσω να ακολουθήσω το όνειρο μου…
Γράφτηκε περίπου στην ηλικία των 20.
Ήταν χειμώνας, στο μικρό μας εξοχικό στο Αι-Νικόλα. Ο αέρας και η θάλασσα αγριεμένοι και οι δύο και εγώ καθισμένος στο χτισμένο από πέτρα καναπέ - δίπλα στο τζάκι, κοιτούσα τους γονείς μου να παίζουν χαρτιά με τους φίλους τους...
Γέλια, φασαρία, μουσική από το ραδιόφωνο και όμως, ένιωθα τόσο μόνος…
Όπως πάντα στράφηκα στη μοναδική μου συντροφιά –για όσους δεν το ξέρουν δεν έχω αδέλφια- και αυτό δεν ήταν άλλο από ένα καλόξυσμένο μολύβι και ένα τετράδιο σπιράλ...
Εκεί λοιπόν γράφτηκε ο «Δολοφόνος».
Ένα ποίημα που με συγκινεί κάθε φορά και μου θυμίζει εκείνο το βράδυ όπως και τόσα άλλα που ένιωσα μόνος, μόνος πολύ...
Τα χρόνια έχουν αλλάξει από τότε, εγώ δε νιώθω πια μόνος μα αντιθέτως νιώθω τυχερός για τις «σκοτεινές» εκείνες μέρες, τους κρύους χειμώνες χωρίς συντροφιά, γιατί με ωρίμασαν, με δίδαξαν και με έφεραν πιο κοντά στις Λέξεις, τις Λέξεις που αγάπησα τόσο πολύ και που για χρόνια ήταν ο καλύτερος και μοναδικός μου σύμμαχος.
Με λέξεις πάλι κλείνω και σήμερα και μοιράζομαι μαζί σας ένα κομμάτι της αλήθειας μου.
Ο ΔΟΛΟΦΟΝΟΣ
Χάνεται ο ‘Ήλιος στον βυθό της θάλασσας
τα σύννεφα καλύπτουν τον ουρανό σαν μουσκεμένα γκριζωπά φύλλα
τα δέντρα αντιστέκονται στον δυνατό παγερό αέρα
και οι σταγόνες της βροχής πέφτουν σαν μάννα στην διψασμένη γη.
Τα χέρια λεπτά, λευκά, κοκαλιασμένα
τα μάτια θολά, σκυφτά, ποτάμια στερεμένα
τα χείλη ξερά, σκισμένα, αφίλητα
και το πρόσωπο βουβό, χλωμό, ανέκφραστο.
Οι καρέκλες, ακίνητες, αμίλητες, μονάχες
τα βιβλία νεκρά, με εξώφυλλα θλιμμένα
το κρεβάτι αδειανό, νεκρικό, παγωμένο
και η νύχτα σκυφτή, σιωπηλή, πένθιμη.
Τα αστέρια, ανύπαρκτα, χαμένα, κρυμμένα
το φεγγάρι σκοτεινό, μισοσβησμένο, περίεργο
η ώρα αδιάφορη, τυχαία, απαθής
και η ζωή δειλή, ζητιάνα, φόνισσα.
Το τασάκι αδειανό, λευκό, κρύο
το ταβάνι σκούρο, ακίνητο, το ίδιο σαν εχτές
το λουλούδι στο ποτήρι μαραμένο, νεκρό
και το σήμερα, αόρατο, ατίθασο, απύθμενο.
Οι άνθρωποι, άγνωστοι, δειλοί, πουλημένοι
οι φίλοι ανύπαρκτοι, χαμένοι, Ιούδες
οι φωνές λυπηρές, φρικτές, αγωνιώδεις
και οι ψυχές ματωμένες, πνιγμένες στον βούρκο.
Εγώ, σκοτωμένος, θαμμένος, νεκρός
και μνήμα ο κόσμος, το φως, η ζωή
το έγκλημα άγνωστο, ύπουλο, σιωπηλό
και το όνομα του δολοφόνου; Μοναξιά…
(Από τη συλλογή Η Στιγμή Που Θα Φεύγω, Εκδόσεις Στοχαστής)
* Ο Χρήστος Δασκαλάκης γεννήθηκε στην Αθήνα το 1977. Από την ηλικία των πέντε ετών έως την ηλικία των 20, μεγάλωσε και έζησε στο νησί της Ύδρας. Σπούδασε συμβουλευτική ψυχολογία, θεωρία της μουσικής/ορθοφωνία και τελείωσε τον κύκλο σπουδών με μαθήματα πάνω στην σκηνοθεσία και την υποκριτική. Ο ελεύθερος χρόνος του, είναι γεμάτος από σελίδες με ιστορίες, ποιήματα και παραμύθια. Λατρεύει τα ταξίδια, τις όμορφες μουσικές και το νησί του την Ύδρα. Η στιγμή που θα φεύγω είναι η πρώτη του ποιητική συλλογή.
ιστότοπος: www.christosdaskalakis.com