της Χριστίνας Καλογεροπούλου *
Χτύπησε το τηλέφωνο. Εκείνη δεν έκανε καμία απολύτως κίνηση να απαντήσει. Την
περίμεναν αλλού εξάλλου. Ντύνεται γρήγορα, με κοφτές, γρήγορες κινήσεις. Φορά
ένα μαύρο μπροκάρ φόρεμα με πορφυρά μικρά λουλούδια στο τελείωμά του, ψηλές μαύρες
κάλτσες και μαύρα μποτάκια. Αφού κοιτάζεται στον καθρέφτη για να δει το ομοίωμά
της όπως κάθε ματαιόδοξη γυναίκα, που τιμά την αυταρέσκειά της, παίρνει την
τσάντα της, σβήνει το φως από το διαμέρισμα και κλείνει την πόρτα πίσω της.
Κατεβαίνει στο μουσκεμένο δρόμο της συνοικίας Λε Μαραί όπου ζούσε τον τελευταίο χρόνο και στέκεται στην άκρη του δρόμου. Το εστιατόριο όπου την περιμένανε λεγόταν ‘Le Dôme du Marais’ και δεν ήταν περισσότερο από
‘Δεν θα τους στήσω αυτή τη φορά’ αυτοσαρκάστηκε, κάνοντας ανεπιτυχείς προσπάθειες να χαμογελάσει αμυδρά και κατευθύνθηκε προς την πλευρά του ποταμού.
Συνήθιζε να κάνει τέτοιες βόλτες μόνη της, συντροφιά με ένα βιβλίο και συχνά καθόταν σε μια απόμερη πλευρά του καναλιού και διάβαζε. Πόσες ώρες είχε περάσει έτσι. Διασκέδαζε απίστευτα με τα βλέμματα των φίλων της κάθε που τους έλεγε πού ήταν χαμένη. Κάποιοι δεν την πίστευαν. Άλλοι παραξενεύονται και άλλοι την πείραζαν.
Εκείνο το βράδυ όμως δεν κρατούσε κανένα βιβλίο, μονάχα τον εαυτό της. Εκείνο το βράδυ προσπαθούσε να διώξει τις σκέψεις που τη βασάνιζαν μα ο καθαρός αέρας, άλλοτε αναλγητικός, τώρα έδειχνε να μην βοηθάει καθόλου. Το κρύο αποπνικτικό. Ο ανοιξιάτικος μα τσουχτερός αγέρας ξέσκιζε αμείλικτα τα πνευμόνια της.
Περιπατούσε για αρκετή ώρα και σκεφτόταν. Την είχε κατακλείσει ένα τόσο περίεργο συναίσθημα. Μια αλλοπρόσαλλη και παράταιρη απέχθεια για το επερχόμενο γεύμα. Έπρεπε να ακολουθεί την καρδιά της στις αποφάσεις της. Το ήξερε, της το είχε πει και ε κ ε ί ν ο ς ένα από αυτά τα βράδια που περνούσανε μαζί. Όμως γιατί τώρα πήγαινε κόντρα σε αυτό που φώναζε η ψυχή της; Αλλού θα’θελε να είναι. Ή μάλλον, δεν θα’θελε να είναι εκεί.
Κοίταξε το ρολόι στον καρπό της. Το ραντεβού ήταν σε
Περπατώντας στους πολύβουους παριζιάνικους δρόμους έφτασε κάποια στιγμή στο μαγαζί, λίγο πριν αρχίσει να ψιχαλίζει. Ένας ευγενέστατος νεαρός της άνοιξε την πόρτα και τη ρώτησε σε ποιο τραπέζι να την οδηγήσει. Ψάχνοντας ανάμεσα στα τραπέζια εντόπισε την παρέα της, χαμογέλασε στο νεαρό και προχώρησε προς τη γνώριμη παρουσία, έναν άντρα ευθυτενή, με μαύρο πουκάμισο, και ένα ποτήρι κόκκινο κρασί στο χέρι. Στεκόταν όρθιος, πάνω από ένα τραπέζι και συνομιλούσε με την παρέα που καθόταν εκεί.
Μόλις τον αντίκρισε, σφίχτηκε η καρδιά της και άρχισε να πάλλεται βίαια. Νόμιζε πως θα της ξέσκιζε το στήθος. Μες στην αμηχανία της και καθώς η απόστασή τους ολοένα και μίκραινε, αποφάσισε να φορέσει το πιο λαμπρό της χαμόγελο. Ο άντρας πάλι, μόλις την αντίκρισε, σταμάτησε να μιλάει στην παρέα και γύρισε να την κοιτάξει. Έμεινε εκεί, ασάλευτος να την παρατηρεί με ένα μειλίχιο μα τόσο αινιγματικό χαμόγελο καθώς προχωρούσε. Ο χτύπος της καρδιάς της ολοένα και δυνάμωνε που ήταν σίγουρη πως θα ακουγόταν.
Έφτασε κοντά του, του χαμογέλασε και τον φίλησε τρυφερά στο μάγουλο. Εκείνος της έδειξε το τραπέζι όπου θα κάθονταν και μόλις τακτοποίησε την τσάντα της τη σύστησε στην παρέα που μιλούσαν. Αποδείχτηκε βέβαια πως τον έναν εκ των τεσσάρων η κοπέλα ήδη τον είχε γνωρίσει πολύ παλιά.
Μόλις τελείωσαν οι τυπικές συστάσεις εκείνη και εκείνος καθίσανε στο τραπέζι τους. Αρχίσανε να μιλάνε, εκείνος δηλαδή μιλούσε. Εκείνη παρέμενε σιωπηλή. Η βραδιά κυλούσε, κόσμος ερχόταν και παρερχόταν. Εκείνη γνώρισε όλη την enfant gate του Παρισιού, φίλους εκείνου, γνωστούς, συναδέρφους, πρώην.. Κάπου στην πρώτη δεκάδα εκείνη έπαψε να μετράει τον κόσμο που ερχόταν και χαιρετούσε.
‘Τι έχεις; Τι σε προβληματίζει;’ τη ρώτησε απροσδόκητα ξαφνικά. Βέβαια πώς ήταν δυνατόν να μην είχε εγερθεί η περιέργειά του; Ποτέ άλλοτε δεν ήταν τόσο σιωπηλή. Πάνω που ήταν έτοιμη να του πει, χτύπησε το τηλέφωνό της.
‘Συγγνώμη, πρέπει να απαντήσω’ του αντιγύρισε και αρπάζοντας το τηλέφωνο από το τραπέζι σηκώθηκε γρήγορα και απομακρύνθηκε. Καθώς ξεμάκραινε, το μόνο που κατάφερε να ακούσει ο άντρας ήταν το γνώριμο, τραβηγμένο με μια δόση μουσικότητας ‘Παρακαλώ’ που συνήθιζε να λέει όταν σήκωνε το τηλέφωνο.
*
Τα λεπτά περνούσαν. Εκείνος είχε πιάσει την κουβέντα με τους υπόλοιπους
συνδαιτυμόνες μα παρόλα αυτά έριχνε κλεφτές ματιές στο ρολόι του, βλέποντας τη
θέση δίπλα του να παραμένει αδειανή. Προφασιζόμενος μια δικαιολογία σηκώθηκε
για να ψάξει τη γυναίκα που έλειπε τουλάχιστον ένα τέταρτο.
‘Είσαι καλά;’ τη ρώτησε όλο ενδιαφέρον πλησιάζοντάς την ταυτόχρονα.
Η κοπέλα ξαφνιάστηκε και γύρισε να κοιτάξει από πού προερχόταν η φωνή, αποκαλύπτοντας δύο γκρι μάτια που όμως ήταν κατακόκκινα. Έκλαιγε. Ο άντρας τα έχασε.
‘Μα καλά, τι έχεις; Ποιος ήταν στο τηλέφωνο; Τι σου είπαν; Τι έγινε;’
Ρωτούσε και ξαναρωτούσε προσπαθώντας να σκουπίσει τα δάκριά της που γυάλιζαν στις παρειές της.
Σιωπή. Η κοπέλα δεν του απαντούσε.
‘Δεν καταλαβαίνω, γιατί δεν μου λες; Τι συμβαίνει;’
Με μια κίνηση, η γυναίκα του έκλεισε το στόμα με ένα χέρι της και με το άλλο σκούπιζε τα μάγουλά της.
Ο άντρας δεν έκανε καμία κίνηση να απομακρύνει το χέρι της. Αντιθέτως ένιωθε σαν υπνωτισμένος στο άγγιγμά της. Τέτοια επενέργεια είχε στο σώμα του το όποιο άγγιγμά της.
Πριν το καταλάβει, η κοπέλα είχε χαθεί ξανά μέσα στο μαγαζί. Δεν πέρασε ένα λεπτό και πριν προλάβει να κάνει την όποια κίνηση και εμφανίστηκε ξανά φορώντας το παλτό της και κρατώντας την τσάντα της.
‘Τι…τι κάνεις; Φεύγεις;’
‘Πρέπει.’ ανταπάντησε εκείνη και έκανε να φύγει. Ο άντρας την έπιασε από το χέρι.
‘Μα, τι συμβαίνει; Πού πας; Έγινε κάτι;’
‘Άφησέ με, καλέ μου..’ αποκρίθηκε παρακλητικά η γυναίκα και του χάιδεψε το χέρι. Ήταν έτοιμη να αφήσει το χείμαρρο να ξεχυθεί, αλλά είχε υποσχεθεί στον εαυτό της πως δεν θα το έκανε. Του χάρισε ένα εκτυφλωτικό χαμόγελο, γύρισε την πλάτη της και έκανε να φύγει.
‘Δεν ταιριάζω στον κόσμο σου εγώ.’ είπε σιωπηλά. Γύρισε, τον κοίταξε για λίγο βαθιά μέσα στα μάτια και πριν προλάβει να στάξει το δάκρυ της έκανε νόημα σε ένα ταξί που άφηνε μια άλλη παρέα να περιμένει. Μπήκε μέσα και έκλεισε την πόρτα πίσω της κοιτάζοντάς τον να στέκεται σοκαρισμένος.
*
Γυρίζοντας στη θέση του στο τραπέζι, ο άντρας βρήκε να τον περιμένει ένας λευκός φάκελος με ένα γράμμα μέσα.
Την επόμενη μέρα η γυναίκα πέταξε με την πρώτη πτήση από το Παρίσι. Ο ίδιος ποτέ δεν έμαθε για πού.
Ήταν η τελευταία φορά που την είδε.
Έχει όμως ακόμη μέχρι σήμερα το γράμμα της..
* Τη λένε Χριστίνα Καλογεροπούλου και
γεννήθηκε ένα ανοιξιάτικο πρωινό του Μαΐου. Ζει τη ζωή της όσο πιο έντονα
μπορεί. Εμπνέεται και ερωτεύεται τους ανθρώπους και γράφει, δίχως να ξέρει
γιατί. Απλώς δεν μπορεί να κάνει διαφορετικά. Φετίχ της η λογοτεχνία και το
κόκκινο κρασί. Περιδιαβάζει τα σοκάκια της Αθήνας και λατρεύει τη νύχτα. Δεν
θέλει να την αγαπάνε πολύ, θέλει απλώς να την αγαπάνε.