Πέμπτη 7 Μαρτίου 2013
Διήγημα : Αρρυθμίες
του Ανδρέα Πασσά *
Έβραζε το αίμα. Είχα μέσα μου το διάβολο, φτηνό κρασί και τις στριμμένες μοναξιές μου. Το σπίτι με έκανε να ασφυκτιώ. Ντύθηκα γρήγορα με μια σβελτάδα και τραγικότητα, λες και η αθλιότητα των 75 τμ στην οποία λίμναζα εκείνο το βράδυ του Σεπτέμβρη, ετοιμαζόταν να πάρει ένα νυστέρι και να μου αλλάξει το πρόσωπο. Πήγα σε μερικά μαγαζιά. Δεν κάθισα πουθενά γιατί δεν μου άρεσε ο κόσμος. Παρέες και ένα φωνακλάδικο μουρμουρητό. Περπάτησα τελικά, από το Παγκράτι στο κέντρο και από εκεί τυχαία έφτασα στη Μάρνης.
Η πρόσφατη σκούπα της αστυνομίας είχε διώξει τα πρεζάκια και τους παράνομους μετανάστες. Τολμούσαν να εμφανιστούν μόνο οι νόμιμοι. Δεν ξέρω τί ήταν η γυναίκα. Το χρώμα της ήταν ξένο, για τη ψυχή της δεν είχα ιδέα και τα χαρτιά δεν είχαν καμία σημασία για μένα. Την είχαν στριμώξει τρείς μαντράχαλοι ντυμένοι στα μαύρα, σε μια γωνία, δίπλα σε ένα ετοιμόρροπο κλειστό περίπτερο. Ο ένας την χούφτωνε στο στήθος και ο άλλος την έσπρωχνε με το σώμα του πάνω στον τοίχο. Ο τρίτος κοιτούσε δεξιά και αριστερά νευρικός. Ένας τύπος είδε το σκηνικό και πέρασε αστραπιαία στο απέναντι πεζοδρόμιο και σχεδόν χάθηκε τρέχοντας μακριά από την πλατεία. Μπορούσες να δεις τον φόβο που έχυνε πίσω του.
Αν δεν είσαι παίχτης στη βία, η δράση της σε τυφλώνει. Κουβάδες ντοπαμίνης στα λιγοστά κυβικά εκατοστά του κεφαλιού μου και τέρμα εγώ, μόνο ένα σπαστικό ανδρείκελο που ανακαλύπτει τη ζωώδη πλευρά του με μερική επιτυχία. Και λέω μερική, γιατί δεν φτάνει να σηκώσει κανείς τις γροθιές του αλλά και να τις προσγειώσει στο σωστό μέρος.
Σπάνια βλέπω το αίμα έξω από το σώμα μου. Κυλούσε πάνω μου και σχεδόν το αγαπούσα επειδή χανόταν. Έφευγε και ζαλιζόμουν. Μάλλον ήταν το χτύπημα που προκαλούσε τη ζάλη, με έπιασαν από τα μαλλιά και με βάρεσαν στο έδαφος. Κουνήθηκαν τα πάντα μέσα στο κρανίο μου. Ακόμη και οι αναμνήσεις είχαν πάθει ναυτία. Η κοπέλα το πήρε χαμπάρι και με στήριξε, έπειτα έβαλε το χέρι μου γύρω από του ώμους της και σχεδόν με κουβάλησε κάτω στα σκαλιά. Είχε δύναμη για τόσο εύθραυστο πλασματάκι. Ήθελα να της το πω, νομίζω ότι το έκανα αλλά χάθηκε μέσα στο γαμημένο εσωτερικό βουητό. Είχα την αίσθηση ότι όσο κατεβαίναμε, τόσο απομακρυνόμασταν από τον κόσμο μου, την Αθήνα και ταξίδευα προς την Αφρική μέσω μιας τρύπας. Τα κορμιά μας άνοιξαν μια κουρτίνα με πλαστικές χάνδρες που κροτάλισαν Κόκκινα φώτα και λεοπάρ ριχτάρια. Αρωματικά και ξύλινες φιγούρες σε ράφια. Ένα στερεοφωνικό έπαιζε ψυχεδελική σόουλ. Με έσπρωξε σε μια καρέκλα με χερούλια και μαξιλάρι στην πλάτη, στήνοντας το κεφάλι μου ψηλά ώστε να περιοριστεί η αιμορραγία πάνω στα ρούχα. Άναψε έναν μπάφο και τον τοποθέτησε στο στόμα μου.
«Δυνατό πράγμα» είπε και με άφησε για λίγο μόνο.
Όταν γύρισε κρατούσε ένα κουτί στα χέρια και πάνω του μια πλαστική λεκάνη με νερό. Τα ακούμπησε και τα δύο στο κρεβάτι. Η όρασή μου ήταν θολή και δεν μπορούσα να εστιάσω. Το χόρτο έκανε πιο έντονη την φυλακή που έχτιζε το χτυπημένο μου σώμα για να γευτεί τον πόνο του. Με ένα βρεγμένο πανί καθάρισε το κούτελο μου και μετά είπε « Θα τσούξει» καθώς έχυνε οινόπνευμα πάνω του. Το μούδιασμα ράγισε και μέσα από τις ρωγμές μπούκαρε ο γαμημένος πόνος. Τραγούδησα. Αμέσως μετά όμως, έπιασα τον αέρα της σάρκα της – κανέλλα και λίγη θάλασσα -και χαλάρωσα στη γένεση της έλξης. Τα χαρακτηριστικά της ήταν ακόμη αόριστα, αλλά αυτό που εισέπνευσα μου άρεσε. Με άφησε να κάνω τον μπάφο και έπειτα με φωνή γεμάτη αμφιβολία και την ανάσα της πάνω στο δέρμα μου, με προειδοποίησε ότι τώρα ήρθαν τα δύσκολα και έπιασε την βελόνα και την κλωστή για το ράψιμο. Γάμησέ τα, θα την αφήσω να το κάνει, δεν τρέχω σε νοσοκομείο και κανένα γαμημένο ταξί δεν θα με βάλει μέσα, σκέφτηκα.
«Μη φοβάσαι» έπιασε το χέρι μου να με καθησυχάσει.
«Προχώρα»
Το κάθε πέρασμα της βελόνας με ωθούσε πεισματικά στη λήθη για να με τινάξει το επόμενο πάλι πίσω. Μετά από απροσδιόριστο χρόνο και αφού θαύμασε τη δουλειά της, ήμουν τόσο εξαντλημένος που το κορμί μου έτρεμε. Είχα φορέσει όμως πάλι το τομάρι μου σωστά, αντιλαμβανόμουν τα άκρα όπως πρέπει. Σε όλα μου τα άκρα, καθώς την έβλεπα να γλιστρά χωρίς ντροπή από τα ρούχα της σε μια μαύρη ρόμπα χωρίς τίποτα από μέσα. Με παρακολουθούσε και κείνη. Ξαφνικά μας περιέβαλλε μια ζούγκλα και εμείς σαν αγρίμια χορεύαμε σε κάποιο κάλεσμα. Τα μάτια δεν ψεύδονται ποτέ.
«Είσαι χαζός που μπλέχτηκες» φώναξε ξαφνικά.
«Στρίψε μου άλλο ένα. Γιατί το λες αυτό?»
«Είναι δειλοί. Αγοράκια που στην πραγματικότητα καυλώνουν μόνο με άλλα αγοράκια. Βρίζουν, χουφτώνουν, απειλούν και φεύγουν. Εδώ είναι η παιδική χαρά τους, δεν θα κάνουν ποτέ κάτι τόσο ακραίο για να την χαλάσουν. Αλλού όμως....» έδιωξε την σκέψη με τα χέρια της και κάθισε σταυροπόδι στο κρεβάτι όπου καταπιάστηκε με το στρίψιμο.
«Πόσο είσαι ?»
«Αρχαία» απάντησε γελώντας πονηρά.
«Αρχαία, νέα, τίποτα δεν γλυτώνει από τη φωτιά που πάνε να βάλουν. Θα καούμε όλοι από το μίσος που έχουμε καταχωνιάσει στη κοιλιά μας»
«Αγόρι μου, η ζωή δεν τελειώνει επειδή σπάνε τα κόκκαλα, μόνο αν χαλάσει ο άνθρωπος που τα φορά» χαμογέλασε πάνω από τα χέρια της που έστριβαν.
«Γεννήθηκες εδώ ?»
«Ήρθα στην κοιλιά της μάνας μου αλλά είδα όλο το ταξίδι. Ήρθε από τη Σενεγάλη. Ήταν μάγισσα. Το ίδιο κι εγώ» κοίταξε το έργο της και μου το πέρασε μαζί με τον αναπτήρα.
«Ψεύτρα. Δεν πιστεύω στη μαγεία. Ούτε στο Θεό, ούτε στους ανθρώπους. Αν διάλεγα Θεό, αυτός θα ήταν η μεγάλη λευκή φάλαινα»
«Θα πρεπε να σε χα αφήσει έξω να σε κάνουν ζυμάρι και στο κατώφλι του άλλου κόσμου ίσως να άλλαζες γνώμη»
«Και γω να σε δείρουν δηλαδή για να δες τί κάνουν τα σπασμένα δόντια στη ψυχή?»
«Εγώ σ’ έσωσα σήμερα» τα μάτια της γυάλιζαν, φωτιές και το κούνημα της ουράς του κροταλία στο μαύρο τους.
«Τί εννοείς ?»
«Ξέρω τί είσαι»
«Τι είμαι?»
«Άρρωστος. Θυμωμένος από την πρώτη μέρα της ζωής σου. Δεν ήταν ποτέ να γεννηθείς»
Δεν μπορούσα παρά να γελάσω με το πόσο δίκιο είχε. Με βγάλανε από την κοιλιά της μάνας μου γιατί είχε σταματήσει η καρδιά μου.
Το δεύτερο τσιγάρο με άδειασε σαν σακί. Εκείνη έκανε μόνο μια τζούρα. Με το που το έσβησα στο τασάκι, σηκώθηκε όρθια, στα χέρια της ένα σκοροφαγωμένο καφετί πανί που το πέταξε στο κεφάλι μου. Η αντανακλαστική κίνησή να το τραβήξω κάτω, μου έφερε σκοτοδίνη και αυτή ήταν τώρα γυμνή, φυσώντας λευκή σκόνη από την παλάμη της στο πρόσωπό μου. Τα ρουθούνια την πήραν μέσα και ήταν σαν είχα τραβήξει πιπέρι, δάκρυσα και πνίγηκα, άσπρα στίγματα και κάτι παγωμένο να σκαρφαλώνει ή να τυλίγεται στην σπονδυλική στήλη, σαν ένα ψυχρό χάδι.
Φώναξε αγριεμένα κάτι ακαταλαβίστικα, με το κορμί της να κάθεται πάνω μου, έκανα προσπάθειες να την αγγίξω, εκείνη όμως πέταξε μακριά, φυσώντας κι άλλη σκόνη πάνω μου. Έμεινα γυμνός χωρίς να θυμάμαι πότε βγήκαν τα ρούχα, φύσηξε πάλι, αυτή τη φορά σίγουρα στάχτη, αφήνοντας το παραμορφωμένο αποτύπωμα της παλάμης της στο στήθος μου και η μουρλή άρχισε να ψέλνει σε μια παράξενη γλώσσα, να χορεύει, τα μάτια της να γυρνάνε, να φτύνει λέξεις, ονόματα, κάνοντας ότι τραβάει με τα χέρια κάτι από μέσα μου και όλα να έχουν μια διαφάνεια και ρευστότητα, το δωμάτιο να περιστρέφεται αργά με τριγμούς, λευκός θόρυβος από τα ηχεία και έπειτα πουλιά που έκαναν δαιμονική φασαρία, τοποθέτησε κάτι κόκκαλα στα πόδια μου που έμοιαζαν με κοτόπουλου αλλά είχαν το χρώμα του λευκού αλάβαστρου, κοτόπουλα που τρέχουν σε ανηφορικό χωματόδρομο κι εγώ από πίσω τους σε ένα αρκετά εύκολο τρέξιμο λες και τα πόδια μου δεν πατούσαν κάτω και ο αέρας από πίσω να με σπρώχνει μπροστά και ίσως να ήμουν κι εγώ ένα γιγάντιο κοτόπουλο στο κατόπι τους, στρέφοντας το κεφάλι –ευτυχώς - τα πόδια μου μέσα σε παπούτσια και ο ανήφορος τελείωσε σε μια νύχτα και ένα δρόμο, με τις λάμπες να ρίχνουν ζεστό πορτοκαλί φως, τα αμάξια να ζωγραφίζουν κίτρινες κορδέλες στο πέρασμά τους σαν το εφέ που κάνουν οι φακοί στις κάμερες, πάντα κάπου η γητεύτρα να χορεύει, πίσω από τους τοίχους, μέσα στις λαμαρίνες, μα εγώ εκεί να βαδίζω τώρα τον ίδιο δρόμο που με πήγε σε αυτή, έχοντας γνώση όμως του καθορισμένου ραντεβού και να την στριμωγμένη από τρεις σκοτεινές μορφές, που τις τρώει το μαύρο, κάποιες αργές σταγόνες να στάζουν από πάνω τους, εκείνη με μια σχετική λάμψη στην αύρα της, όμως να καταπίνεται από το σκότος των μορφών και κοιτώντας τα χέρια μου είναι ίδια με αυτών, έχω την ίδια αρρώστια, τους λέω όμως να την αφήσουν ήσυχη, δεν υπακούν, με βρίζουν και πέφτω πάνω τους με τυφλές γροθιές, μια σε λαρύγγι, άλλη σε στέρνο, το κεφάλι μου αρπαγμένο από τα μαλλιά, δύο χτυπήματα πάνω στο τσιμέντο, δυνατό κεφάλι, ξερό κεφάλι, βαστάει ενώ εκείνοι φεύγουν φοβούμενοι τα χειρότερα στη θέα του αίματος που χορεύει στις πλάκες, όρθιο σε μικρές στήλες, λικνίζεται και συστρέφεται σε τρελά σχέδια, στέκεται προσοχή και ύστερα διαλύεται σε σταγόνες που τις πίνει το τσιμέντο αφήνοντας κόκκινα στεγνά ίχνη, βουλιμική πόλη σκέφτομαι, τις ρουφά η πλάκα και έτσι θα τις φτύσει αλλού, σε έναν αιώνιο κύκλο ασυδοσίας και ξοδέματος ανθρωπίνων ψυχών, θα τις ζέψει με μαστίγιο και καρότο, θα τις μάθει να κάνουν υποκλίσεις και να χαιρετάνε με τα χέρια υψωμένα, άλλωστε τί διαφορά έχει το να φιλάς χέρια από πόδια, η μέση έχει μάθει να λυγίζει – δεν θέλω θεραπεία, θα ζήσω έτσι όπως είμαι, το λέω στην πόλη, το λέω στο δωμάτιο ενώ εκείνη σταματά ιδρωμένη στο κέντρο του.
Πέταξα τα κόκκαλα από πάνω μου και την πλησίασα με στύση, σε είδα πριν μήνες σε όνειρο, ξύριζες τα πόδια σου και άκουγες Μπετόβεν, είπα και εκείνη είχε μια έκφραση χαρακτηριστικών άλλης διάστασης, εξωγήινης, δεν έκανε τίποτα για να με εμποδίσει καθώς τη γύριζα στον τοίχο και μπήκα μέσα της και ήμουν στην Κούβα, στην Αιτή, στην Τζαμάικα, στην Σομαλία, στο Σουδάν και μετά έτρεξα πάνω στο δέρμα της, στα πόδια της και εκείνη με όλο το σώμα της να με πιέζει να την ξαναπάρω, να χύσω λίγο ακόμη από την γραμμή μου πάνω της λες και αυτό ήταν η αποζημίωση για το λάθος του ερχομού μας σε τούτο τον κόσμο -ou bien je vois des femmes, avec les signes du bonheur, dont, moi, jáurais pu faire de bonnes camarades, devorees tout dábord par des brutes sensibles comme des buchers.
(Μια εποχή στην Κόλαση ‘βλέπω γυναίκες με της ευτυχίας τα σημάδια, να διαθέτουν ακριβώς ότι χρειάζεται για να τις αγαπήσω παράφορα, και καταβροχθίζονται πρωτύτερα από κτήνη τόσο ευαίσθητα όσο ένα παλούκι)
* Ο Ανδρέας Πασσάς γεννήθηκε το 1979 στην Αθήνα. Εργάζεται στην ιδιωτική τηλεόραση.
Ενότητα
ΔΙΗΓΗΜΑΤΑ