του Δημήτρη Τερζή *
Στο φυλάκιο ήμασταν τέσσερις. Ο Κάμπιας ένας. Τα νύχια του ήταν πάντα καταπράσινα απ' τη βρώμα λες και ολημερίς και ολονυχτίς έσκαβε τη γη ή έγδερνε τα βρύα απ' τους τοίχους. Του άρεσε να κατουράει στη σφενδιαμιά, έξω, ν΄ αερίζεται το πουλί του όπως έλεγε, μετά απ' όλα αυτά δεν ήθελε και πολύ να του βγάλουνε το παρατσούκλι. Τον βρήκα εκεί, Κάμπια τον φώναζαν, έτσι κι εγώ. Είχε καμιά πενηνταριά μέρες φυλακή στην πλάτη, έκανε λαθρεμπόριο με Μάρλμπορο και Καλάσνικοφ με τους Βούλγαρους. Τον πιάσανε, τον περάσανε στρατοδικείο, τη γλίτωσε με φυλακή και μόνο. Τώρα ξαναψάχνει τις παλιές του άκρες. Δέκα κούτες τσιγάρα για ένα ΑΚ 47. Καλάσνικοφ ντε, έτσι τα λένε.
Ο δεύτερος ήταν ο Σιδεράτος. Μουρλοκεφαλλονίτης, φασιστάκι του κερατά. Κάπνιζε άφιλτρα τσιγάρα κι έφτυνε τον καπνό. Δεν είχε πολλά πολλά. Ένα τατουάζ μόνο, με το δικέφαλο βυζαντινό αετό χτυπημένο στο αριστερό του μπράτσο, "Αεκτζής είσαι;" τον ρώτησα επιχειρώντας να σπάσω τον πάγο σαν έφτασα στου διαόλου τη μάνα όπου θα περνούσα δυο μήνες το πολύ - τόσο μου είχε πει το βύσμα - αρχίδια βύσμα εδώ που τα λέμε. Αν έχεις βύσμα δεν σε στέλνουν σε φυλάκιο στα σύνορα. Ένα βύσμα που σέβεται τον εαυτό του και ονομάζεται βύσμα φροντίζει να πάρεις ειδικότητα καντηλανάφτη και να σβήνεις τα κεράκια του Αι Γιώργη στο Λυκαβηττό. Αυτά είναι βύσματα. Με κοίταξε από πάνω ως κάτω σα να με ζύγιζε κι απάντησε το αμίμητο, "Πάλι με χρόνια και καιρούς πάλι δικά μας θα' ναι ρε!". Αποχώρησα διακριτικά και πήρα τη Τζένη στο κινητό. Η Τζένη είναι η γκόμενά μου. Καλό μουνί αλλά σπασαρχίδω ώρες, ώρες. Να σαι στα σύνορα και να μοιράζεται η Τζένη τα διλήμματά της μαζί σου, αν θα πρέπει να σηκωθεί ή όχι να πάει για καφέ στη Γλυφάδα. Ώρες, ώρες μου ρχεται να τη διαολοστείλω αλλά την κρατάω γιατί κατανοεί τις ανάγκες μου. Αλλιώς είναι να τραβάς μαλακία στη σιωπή του Έβρου κι αλλιώς είναι να έχεις κάποιον στο τηλέφωνο να σε βοηθάει. Μαλάκα, σαν πάρω άδεια και κατέβω Αθήνα θα την ξεσκίσω! Θα την κάνω να μην μπορεί να πάρει τα πόδια της για πέντε μέρες! Κάποιες φορές σαν έχω τελειώσει μαζί της στην τουαλέτα και βαριανασαίνω, η σιωπή της με τρελαίνει. Δεν λέει τίποτα μαλάκα κι όμως ξέρω πως είναι εκεί και περιμένει. Τι περιμένεις; μου' ρχεται να τη ρωτήσω αλλά δεν το' χω κάνει ποτέ. Ένα κομμάτι μου πιστεύει ακράδαντα πως η Τζένη γαμιέται αλλού κι ας είναι η γκόμενά μου. Με νοιάζει και δε με νοιάζει. Μαλακίες. Απ' την εξορία του Αδάμ μπορώ να φύγω; Όλα τ' άλλα λύνονται.
Ο τρίτος ήταν ο δόκιμος, ο επικεφαλής μας. Σωτήρης Γρίβας ή ποιητής. Χαμηλών τόνων, τον έλεγες και μαμούχαλο. Πτυχίο και μεταπτυχιακό και μάστερ και τ' αρχίδια του Καράμπελα. Έφτασε τριαντατρία για να πάει φαντάρος! Κι έγινε δόκιμος! Έξι μήνες επιπλέον, το διανοείσαι; "Γιατί;", ήταν η ερώτηση, "για την εμπειρία" ήταν η απάντηση που με άφησε μ' ανοιχτό το στόμα! Δεν πρόλαβα να ρωτήσω τίποτε άλλο, έπεσε με τα μούτρα στα βιβλία του και το γράψιμό του. Ο Κάμπιας τον κοιτάζει με δέος, με το Σιδεράτο δε χωνεύονται, μ' εμένα είναι αδιάφορος, το ίδιο κι εγώ. Τα τυπικά έχουμε μόνο.
Το φυλάκιο είναι κοντά στο ποτάμι. Τις νύχτες σαν έχει κακοκαιρία το ακούμε να βουίζει. Ελπίζω να μη φουσκώσει για όσο διάστημα μείνω εδώ. Δεν είμαι για τρεχάματα και εκκενώσεις μέσα στη νύχτα. Να φύγω γαμώ το κέρατό μου. Να φύγω θέλω. Παίρνω τηλέφωνο δυο φορές τη μέρα τον πατέρα μου να κινήσει γη και ουρανό. Τι στο διάλο κομματόσκυλο είναι τόσα χρόνια; "Γαμώ την κυβέρνησή σου" του πα μια μέρα και με διαολόστειλε. Κλείσαμε και κάναμε πέντε μέρες να μιλήσουμε. Μετά κλάφτηκα στη μάνα μου, πήρε τα δίκια μου, τον μαλάκωσε με τον τρόπο της και ξαναμιλήσαμε. "Κάνε υπομονή", μου είπε. "Όλα θα γίνουν. Έχουνε σφίξει τα πράγματα τώρα με τη διαφάνεια και τις μαλακίες αλλά θα γίνει. Θα κατέβεις στην Αθήνα".
Μια φορά την εβδομάδα έρχονται οι προμήθειες απ' το στρατόπεδο. Το καλό εδώ είναι πως δεν υπακούμε στο διατροφικό πρόγραμμα του τάγματος. Αφήνει ο σιτιστής τις προμήθειες και κανονίζουμε μόνοι μας μετά. Ο δόκιμος μαγειρεύει. Καλύτερα. Στη σκέψη και μόνο πως θα μπορούσε να ασχολείται με τα τρόφιμα ο Κάμπιας μου' ρχεται εμετός. Φροντίζω πάντα να τρώω όταν δεν τρώει κι εκείνος. Αηδία είναι ο τύπος. Ένα βράδυ που είχα τις μαύρες μου, σκέφτηκα κάτι τρελό. Να τον καρφώσω με την ξιφολόγχη και να τον πετάξω στο ποτάμι. Έτσι απλά. Μου ήρθε.
Η βασική μας υπηρεσία είναι η περιπολία στο ποτάμι. Ζευγάρια πάντα. Συνήθως προτιμώ να πηγαίνω με το Σιδεράτο. Αφενός δε μου ζαλίζει τα αρχίδια στην κουβέντα, αφετέρω διασκεδάζω λίγο με το στυλ Ράμπο που έχει. Όπλο καθαρισμένο και γυαλισμένο, το δάχτυλο στη σκανδάλη μόνιμα - για γέλια σου λέω - κι ένα ύφος Ινδιάνου ιχνηλάτη που αφουγκράζεται τα στοιχεία της φύσης για ν' αποφασίσει την επόμενη κίνησή του. Τον έχω δει μπρούμυτα ν' ακούει τη γη, μια άλλη φορά μύριζε τον αέρα σα λαγωνικό, σαλιώνει το δάχτυλο για ν' αντιληφθεί από που φυσά ο άνεμος... Παράνοια λέμε! Το μόνο καλό που έχει είναι ότι δεν μας πρήζει τα συκώτια με τα "Αίμα, Τιμή" και τις λοιπές παπαριές που ευαγγελίζεται. Κάτι είναι κι αυτό!
Ήταν ένα βράδυ του Απρίλη σαν πέσαμε πάνω τους. Τελειώναμε την περιπολία και κάναμε την τελευταία βόλτα πριν γυρίσουμε στο φυλάκιο. Ο Σιδεράτος στάθηκε ακίνητος και μου' κανε νόημα να μη βγάλω τσιμουδιά. Εγώ βασικά ήμουν σπασμένος γιατί ερχόταν Πάσχα και δεν προβλεπόταν άδεια. Αντίο γαμήσια με τη Τζένη, αντίο βόλτες στην παραλιακή με το κάμπριο, αντίο Αθήνα. Γαμώ το στρατό μου γαμώ. Να πάνε να γαμηθούνε και το ποτάμι και τα φυλάκια και ο στρατός και οι απέναντι και όλοι! Όλοι τους! Μου' ρχοτανε να αδειάζω τους γεμιστήρες του FN πάνω σε κάθε δέντρο και ρυάκι, πάνω στο χώμα αυτού του σκατότοπου και να τον πονέσω όπως με πλήγωνε εκείνος.
Σαν άκουσα τις ομιλίες ξεχάστηκα. Έσκυψα δίπλα στο Σιδεράτο, καμουφλαρισμένοι και οι δύο απ' την ίδια τη γη και περιμέναμε. Δευτερόλεπτα μετά τους είδαμε να περπατάνε στη σειρά. Πέντε ήταν. Δύο άντρες μπροστά, μια γυναίκα πίσω και δύο κουτσούβελα. Η γυναίκα κουβαλούσε κι ένα μπόγο, τον έσερνε μάλλον. Περπατούσαν σκυφτοί αλλά ήταν προφανές πως ήταν ερασιτέχνες. Κάποια θεϊκή εύνοια - του Χριστού, του Αλλάχ, ποιος ξέρει - τούς είχε γλιτώσει απ' τις νάρκες αλλά η μαλακία τους ήταν απύθμενη. Δεν περπατάς όρθιος και δε βγάζεις άχνα άμα δε θες να πιαστείς. Άσε που περιμένεις τη νύχτα για να κάνεις σύμμαχο στο σκοτάδι για να περάσεις. Την μαύρη νύχτα, αργά. Τώρα ήταν νωρίς ακόμα. Σα γυρίζαμε στο φυλάκιο θα προλαβαίναμε και τον αγώνα του Τσάμπιονς Λιγκ.
Σαν αγριόγατα που λιμπίστηκε το θύμα της πετάχτηκε απ' τις φυλλωσιές ο Σιδεράτος. Ως και μένα κοψοχόλιασε ο μαλάκας! Ένας βρυχηθμός, ένα αλτ που ακούστηκε ίσα με την Ανδριανούπολη - τουλάχιστον! - και βρέθηκε μπροστά τους με το FN προτεταμένο να σημαδεύει πότε τον έναν, πότε τον άλλον, ακόμα και τα πιτσιρίκια ο καραγκιόζης!
Βλαστημώντας από μέσα μου την ώρα και τη στιγμή που βρέθηκα εκεί πάνω, σηκώθηκα και τους πλησίασα. "Σιδεράτε, χαλάρωσε ρε", είπα με ήρεμη φωνή που ακόμα κι εμένα παραξένευε. Δεν μου' χε ξανατύχει να πέσω στους άλλους που περνάνε το ποτάμι νομίζοντας πως η γη της Χαναάν τους περιμένει με ανοιχτές αγκάλες. Παρ' όλα αυτά έμοιαζε σα να ήξερα τι έπρεπε να κάνω.
Οι επισκέπτες μας είχανε παγώσει. Ένα πιτσιρίκι στη θέα του όπλου έμπηξε τα κλάμματα. Η μάνα του έκανε να το μαζέψει στη φούστα της, νέο "Αλτ" απ' τον Σιδεράτο την έκανε να τρέμει και να αναζητά βοήθεια με τα μάτια από μένα. Κάτι σαν τον καλό και τον κακό μπάτσο είμασταν εκείνη την ώρα. Αυτή η σκέψη μού πέρασε απ' το μυαλό και συνοδεύτηκε από μια φωνή που έλεγε, "τι μαλακισμένους παραλληλισμούς κάνεις ρε πούστη μου; Άντε κοίτα να ξεμπερδέψετε τώρα".
Το δεύτερο "Αλτ" τρόμαξε περισσότερο το πιτσιρίκι αλλά ευτυχώς το έκανε να σωπάσει. Βοήθηκε και το άλλο, κοριτσάκι πρέπει να ήταν, που κουνήθηκε και αγκάλιασε τον αδελφό της. Μάλλον αδέλφια ήταν. Αλλά χέστηκα ό,τι και να ήταν. Να τελειώσουμε ήθελα.
Οι απέναντι σήκωσαν τα χέρια ψηλά και τα έφεραν πίσω απ' το κεφάλι. Ήξεραν τι έπρεπε να κάνουν και σαν κουβαλάς παιδιά μαζί σου δεν σε παίρνει για πολλά, πολλά. Δεν μπορείς να τρέξεις και να το ρισκάρεις. Ή θα καταλήξεις ελεύθερος ή με μια σφαίρα ανάμεσα στην ωμοπλάτη. Ο κανονισμός έλεγε πρώτα δύο βολές στον αέρα για εκφοβισμό αλλά οι κανονισμοί συντάσσονται στα γραφεία και μένουν εκεί. Στην ερημιά είναι ανάλογα με την όρεξη και την έμπνευση της στιγμής. Και είχε κι ένα φεγγάρι στη χάση του απόψε. Μούρλια λέμε!
"Κάτω! Στον τόπο", αγρίεψε ο Σιδεράτος. Απ' τις κινήσεις που έκανε με το όπλο κατάλαβαν κι έπεσαν στα γόνατα. Πλησίασε τον πρώτο άνδρα από πίσω και με την αρβύλα του, του' δωσε μια σπρωξιά στην πλάτη για να τον φέρει μπρούμυτα, παράλληλα με το έδαφος. "Το νου σου", φώναξε χωρίς να με κοιτάζει. "Το νου σου στους άλλους".
"Ρε συ, να ειδοποιήσουμε τους άλλους", του είπα αναζητώντας μια παραπάνω βοήθεια.
"Γιατί; Έχεις ασύρματο;" ανταπάντησε ενώ με το ένα χέρι έψαχνε τον πεσμένο απέναντι.
"Όχι. Έχω κινητό όμως", απάντησα εντελώς φυσικά.
"Οι κλήσεις παρακολουθούνται. Θα σ' εντοπίσουν οι άλλοι. Μυστικά, πρέπει να λειτουργούμε μυστικά".
Εγώ ήδη είχα βγάλει το κινητό απ' την τσέπη της παραλλαγής αλλά έμεινα να το κρατάω κοιτάζονας αόριστα προς την άλλη μεριά του ποταμού, αναζητώντας μια ένδειξη πως οι άλλοι ήταν εκεί και παρακολουθούσαν. Έμεινα να το κρατάω και να στέκομαι ακίνητος.
"Κόψε τις μαλακίες κι έλεγξε τον άλλον", μούγκρισε ο Σιδεράτος. "Τούτο το κορμάδι δεν έχει τίποτα πάνω του. Ένα βιβλιαράκι μόνο. Το σκατοκοράνι τους θα είναι!"
Βγήκα απ' το λήθαργο της ακινησίας και πλησίασα τον άλλον απέναντι. Πρέπει να ήταν γύρω στα τριάντα, μελαμψός, όπως όλοι οι απέναντι, με βρώμικα ρούχα, όπως όλοι οι απέναντι και με μια απαίσια μυρωδιά απλυσιάς, όπως όλοι οι απέναντι. Του έκανα νόημα να πέσει στο χώμα, δεν το κατάλαβε, έκανα να τον σπρώξω με το χέρι, "τι μαλακίες είναι αυτές; τι τσιριμόνιες;" έκανε ο Σιδεράτος και με το κοντάκι του FN τον χτύπησε στην πλάτη, ένα "γκουπ" που πρέπει να πόνεσε, ένας ήχος ξερός, στιγμιαίος, που όπως ήρθε έτσι κι έσβησε στη νύχτα, ένας ήχος που τον ακολούθησαν κύματα δακρύων που γυάλισαν στο σκοτάδι, σαν ο απέναντι έπεφτε στο χώμα μουγκρίζοντας.
Και τότε έγινε η μαλακία, μαλάκα. Τότε, γαμώ το φελέκι μου, γαμώ το στρατό μου και τα έθνη μου και τον καπιταλισμό και τον κομμουνισμό και τον θεοκρατισμό και τον δικέφαλο αετό και την ημισέληνο, γαμώ τα σύνορα και όλα! Γαμώ τον κόσμο όλον!
Το πιτσιρίκι που έσκουζε πριν, έδωσε μια και άρχισε να τρέχει προς τις νάρκες. Το' ξερα το ναρκοπέδιο πού ήταν, το πρώτο πράγμα που μας έδειξαν σαν μας έφεραν εδώ πάνω. Σε δευτερόλεπτα είχε φύγει τριάντα μέτρα μακριά. Φώναξε η μάνα, φώναξαν και οι άλλοι αλλά πάνω απ' όλους ακούστηκε το τρίτο ΑΛΤ του Σιδεράτου που σημάδευε το παιδί με το FN του. "Μαλάκα Σιδεράτε όχι" φώναξα νοιώθοντας το στομάχι μου να γίνεται η σφαίρα που θα χτυπούσε την παιδική σάρκα έτσι κι εκείνος πατούσε τη σκανδάλη.
Την πάτησε.
Αλλά δεν ακούστηκε τίποτα παρά ένα κλικ.
Το καλογυαλισμένο και καλοσυντηρημένο όπλο του φασίστα είχε πάθει εμπλοκή.
Αφήνοντας ένα γέλιο άγριας χαράς που ανάθεμα και αν ήξερα από που πήγαζε, πήρα στο κατόπι το πιτσιρίκι φωνάζονας παράλληλα "όχι εκεί, μην πας εκεί, γύρνα πίσω", γνωρίζοντας βέβαια πως ματαιοπονούσα καθώς το παιδί δεν μιλούσε τη γλώσσα μου. Γαμώ τη γλώσσα μου μέσα και τις γλώσσες όλου του κόσμου!
Στο σκοτάδι και στη γη. Να τρέχω ατσούμπαλα με την εξάρτυση να με σφίγγει. Και μπροστά μου μια τόση δα μικρή σκιά, όμοια με σύννεφο που έπεσε απ' τον ουρανό και τρέχει στα χαμόκλαδα. Δεν έπρεπε να ήμουν εκεί τώρα, όχι! Γαμώ τα βύσματα μου μέσα και γαμώ τις μεταθέσεις μου. Δεν έπρεπε ρε μαλάκα. Στο κάμπριο έπρεπε να΄ μαι τώρα με τη Τζένη δίπλα να μου χαιδεύει τον πούτσο όση ώρα οδηγάω και την πάω για ποτό στο Island. Τ' αρχίδια μου έπρεπε να ξύνω τώρα ρε μαλάκα και να σκέφτομαι τι θα φορέσω για να βγω. Τον κολλητό μου τον Σπύρο έπρεπε να κοροιδεύω τώρα ρε πούστη μου που τα έχει με εκείνη την καριόλα την Άσπα που του χει κόψει τα' αρχίδια και τα τρώει μεσημέρι βράδυ. Σπίτι μου έπρεπε να είμαι. Σπίτι μου. Σπίτι μου!!!!!!!!!
Κλικ.
(Φήμες λένε πως το "κλικ" είναι ο τελευταίος ήχος που ακούει κάποιος σαν πατήσει μια νάρκη. Είναι ο ήχος που κάνει ο αισθητήρας ο οποίος αντιλαμβάνεται το βάρος και απελευθερώνει την περόνη.)
* O Δημήτρης Τερζής γεννήθηκε στον Πύργο Ηλείας και ζει στην Αθήνα. Είναι δημοσιογράφος. Γράφει, σκίζει, ξαναγράφει, διαβάζει. Όλα από πολύ.