Τρίτη 16 Απριλίου 2013

Διήγημα : Ένα φάντασμα και εσύ...



της Χριστίνας Καλογεροπούλου *

Ένα φάντασμα επιμένει να πλανάται στον αιθέρα. Ένα φάντασμα επιμένει να στοιχειώνει αυτό το σπίτι. Και ας είναι αυτή η μέρα, μια μέρα όπως όλες οι άλλες. Και ας είναι αυτή η πόλη ίδια και απαράλλακτη όπως τόσες άλλες. Και ας είμαι και εγώ όμοια με τόσες άλλες. Το φάντασμα επέλεξε αυτό εδώ το σπίτι. Πάνε ήδη 5 χρόνια που δεν λέει να φύγει από εδώ.
*
Πρωί. Ξυπνάω και το νιώθω να με κοιτάζει. Με αυτό το οικείο διαπεραστικό του βλέμμα. Πριν καν προλάβω να ανοίξω τα μάτια μου, το αισθάνομαι να στέκεται από επάνω μου και να μου κλέβει τον ύπνο από τα μάτια. Με φιλά με τα κρύα, υγρά φιλιά του και νιώθω να παίρνει κάτι από μέσα μου.
Ντύνομαι κάθε πρωί, με τα ίδια ρούχα όπως τόσες άλλες μέρες. Ή μήπως είναι και διαφορετικά; Δεν έχει σημασία. Παίρνω την ομπρέλα μου και ξεχύνομαι στους μουσκεμένους δρόμους. Πάνε χρόνια που βρέχει ασταμάτητα. Το φάντασμα μαζί μου. Νιώθω την αύρα του που κάνει το σώμα μου να ριγεί από την ψύχρα. Σφίγγομαι στη ζακέτα μου κάθε πρωί δίχως όπως το κρύο να υποχωρεί. Εδράζεται μάλλον κάπου βαθύτερα, κάτω από τη χοντρή στρώση των ρούχων και του δέρματός μου.
Ο ουρανός ίδιος με κάθε άλλο πρωινό. Τρυπημένος από χιλιάδες σταγόνες βροχής. Στάση μου, το μπακάλικο της γωνίας. Πρέπει να ψωνίσω, να μαγειρέψω. Να συντηρήσω αυτό το σπίτι που ίσως να έπρεπε να έχει εγκαταλειφθεί εδώ και χρόνια. Εδώ και 5 χρόνια..
Γυρίζω σπίτι φορτωμένη με τις σακούλες με τα φαγητά, όπως κάθε πρωί. Μαγειρεύω, σκουπίσω, καθαρίζω. Σιχάθηκα να καθαρίζω ένα πεντακάθαρο σπίτι.. Νοσταλγώ εκείνες τις ημέρες που έβρισκα κόκκους σκόνης όταν γύριζα από τα ταξίδια μου. Πόσο καιρό είχα να ταξιδέψω άραγε; 5 χρόνια περίπου.. Νοσταλγώ τη γκρίνια σου για την ακαταστασία. Τώρα το μόνο που ακούω είναι το σύρσιμο του φαντάσματος καθώς αλλάζει δωμάτιο και με επιβλέπει που καθαρίζω. Και σαν κάνω να σταματήσω, δεν με αφήνει. Γεμίζει με τέτοιο κρύο το σπίτι που δεν μπορώ να σταθώ. Δεν μπορώ να μην καθαρίζω. Αρχίζω να σκέφτομαι και κρυώνω όταν δεν καθαρίζω..
*
Απόγευμα. Ακούω τον ήχο του βραστήρα να κάνει αυτόν τον εκκωφαντικό ήχο. Ζεστάθηκε το νερό και το τσάι μου είναι έτοιμο. Κάθομαι μπροστά από λευκές σελίδες και αρχίζω να τις μουτζουρώνω με λέξεις δίχως συνάφεια, δίχως λογική ή νόημα. Γράφω, μουτζουρώνω, σκίζω πετάω. Αλλεπάλληλη επανάληψη του ίδιου μοτίβου. Νιώθω το φάντασμα να κάθεται και να με κοιτάζει προσπαθώντας να κρύψει ένα γέλιο.
Νευριάζω με την ειρωνεία του αυτή. Πιάνω το μισοάδειο ποτήρι με το τσάι μου και το πετάω με τέτοια άφατη ηδονή προς το σημείο όπου κάθεται. Γυρίζω να κοιτάξω με μια χαρά και μια ευχαρίστηση το φάντασμα να έχει λιποθυμήσει από το αδυσώπητο χτύπημά μου, όμως δεν βλέπω τίποτα. Σηκώνομαι και τρέχω σαν τρελή προς τη βιβλιοθήκη όπου έχει λερωθεί με το τσάι. Ουρλιάζω από εκνευρισμό και από πόνο το θέαμα. Τα μονάκριβά μου βιβλία, πολυκαιρισμένα μα τόσο σπάνια μουσκεμένα από το τσάι. Και το φάντασμα πουθενά. Όμως εγώ νιώθω ακόμη την παρουσία του. Γιατί μου κρύβεται;
Παίρνω στα χέρια μου μερικά πανιά και αρχίζω να βγάζω τα μουσκεμένα βιβλία. Τα σκουπίσω προσεκτικά και τα επανατοποθετώ στα ράφια. Εκείνες τις στιγμές ξεχνιέμαι. Ξεχνάω το φάντασμα που κάθεται και με κοιτάζει σαν κάνω τις ίδιες μηχανικές κινήσεις. Μαζεύω τα κομμάτια του σπασμένου πορσελάνινου φλιτζανιού. Κρίμα, και μου άρεσε αυτό το σερβίτσιο. Μας το είχαν πάρει, θυμάσαι; Πάνε πέντε χρόνια.
*
Βράδυ. Ντύνομαι γυναίκα. Μια όμορφη λαμπερή γυναίκα. Βγάζω αυτά τα απαίσια, καθημερινά ρούχα και ντύνομαι μια όμορφη, λαμπερή παρουσία. Πάω σε φίλους, τρώμε, πίνουμε, χορεύουμε. Περνάμε όμορφα είναι η αλήθεια. Και το κρύο υποχωρεί για λίγο. Γυρίζω σπίτι ξημερώματα και το βρίσκω εκεί. Να κοιτάζει έξω από το παράθυρό μου νοσταλγικά. Περίεργο φάντασμα έχω μέσα στο σπίτι μου. Του μιλώ για λίγο μέσα στη ζάλη μου. Με σπρώχνει απαλά μέχρι την κρεβατοκάμαρα. Με σκεπάζει κιόλας. Πολύ περίεργο φάντασμα. Υπάρχουν στιγμές που νιώθω πως ίσως και να με αγαπά ακόμη. Μου το έλεγε κάποτε. Μου έλεγε πόσο πολύ με αγαπούσε. Όμως τρόμαζα και έκλεινα τα αυτιά μου στις λέξεις του. Του ζητούσα, το εκλιπαρούσα να μην με αγαπά τόσο.  Του είχα ζητήσει να με αγαπά λιγότερο, αλλά για περισσότερο καιρό. Δεν με άκουγε όμως. Και φοβόμουν που συνέχιζε να μου το λέει. Και από ότι φαίνεται είχα δίκιο.
Ξαπλώνει και εκείνο δίπλα μου και μου χαϊδεύει τα μαλλιά. Έτσι όπως είμαι ζαλισμένη και εξουθενωμένη υπάρχουν μερικές στιγμές που βλέπω το φάντασμα να παίρνει την πρότερη μορφή του. Και γίνεται αυτός ο πανέμορφος άντρας που ερωτεύτηκα κάποτε. Και το χέρι του παύει να είναι τόσο παγωμένο. Αρχίζει να καίει και να με ζεσταίνει καθώς μου χαϊδεύει τα μαλλιά. Αυτές οι στιγμές όμως δεν κρατούν πολύ. Βυθίζομαι σε έναν ύπνο δίχως όνειρα πολύ γρήγορα.
*
Πρωί. Ξυπνάω και νιώθω το φάντασμα να με κοιτάζει. Να μου φιλάει τα μάτια και να αρχίζω πάλι να κρυώνω. Ίσως θα έπρεπε να μετακομίσω σιγά σιγά. Ίσως έτσι με αφήσει το φάντασμα στην ησυχία μου. Όμως πάλι, θα χάσω αυτές τις στιγμές. Όχι, τι λέω; Και μετά τι θα κάνω; Έχω να ψωνίσω. Να καθαρίσω. Δεν θα προλάβω. Και κρυώνω. Πόσο κρυώνω.. Και εσύ δεν έρχεσαι να με αγκαλιάσεις που κρυώνω. Στέκεις απλώς και με επιβλέπεις που καθαρίζω..


* Τη λένε Χριστίνα Καλογεροπούλου και γεννήθηκε ένα ανοιξιάτικο πρωινό του Μαΐου. Ζει τη ζωή της όσο πιο έντονα μπορεί. Εμπνέεται και ερωτεύεται τους ανθρώπους και γράφει, δίχως να ξέρει γιατί. Απλώς δεν μπορεί να κάνει διαφορετικά. Έμπνευσή της οι άνθρωποι. Η πένα της είναι εκείνη, μα εκείνη δεν είναι η πένα της. Φετίχ της η λογοτεχνία, η ελευθερία και το κόκκινο κρασί. Περιδιαβάζει τα σοκάκια της Αθήνας και λατρεύει τη νύχτα. Δεν θέλει να την αγαπάνε πολύ, θέλει απλώς να την αγαπάνε.


 
2013 | ιδεόστατο από την ανοικτή βιβλιοθήκη OPENBOOK Deluxe Templates. WP by Masterplan
Related Posts Plugin for WordPress, Blogger...