Πέμπτη 11 Απριλίου 2013

Διήγημα : Θάλασσα βαθειά μου


της Μαργαρίτας Ιωσηφίδου *

Το ρολόι σήμανε 12 το μεσημέρι, ένα κυριακάτικο αργοπορημένο ξύπνημα του Σεπτέμβρη. Ούτε που κατάλαβα πώς πέρασε η ώρα... Οι αχτίδες του ήλιου μόλις που διαφαίνονταν μέσα από τα σκουριασμένα παραθυρόφυλλα. Μια εκκωφαντική σιωπή τριγύρω μου. Μα πού να είχε πάει; Γιατί δε με ξύπνησε να πάρουμε μαζί πρωϊνό; Σηκώθηκα, άνοιξα τα παραθυρόφυλλα να φωτιστεί το δωμάτιο κι έψαχνα για να τον βρώ.

Πουθενά. Πουθενά... Πάνω στο κρεβάτι υπήρχε ένα ανοιχτό σημειωματάριο. Το πήρα στα χέρια μου κι άρχισα να το ξεφυλλίζω. Ήταν το ημερολόγιό του. Από πότε κρατούσε ημερολόγιο; Δεν τον είχα δεί ποτέ να γράφει κάτι μπροστά μου, ούτε μια λίστα αγορών. Σαν παραγωγός ραδιοφώνου ποτέ δε χρειάστηκε να κρατάει σημειώσεις. Το μόνο που σημείωνε ήταν τα τραγούδια που θα κατέβαζε στον υπολογιστή του, για το επόμενο πρόγραμμα.

Η περιέργειά μου με έτρωγε. Δε συνήθιζα να διαβάζω δικά του πράγματα ούτε να ανοίγω την αλληλογραφία του. Ποτέ. Μιας και δεν τον έβρισκα πουθενά όμως, σε κανένα δωμάτιο, δεν απαντούσε σε κανένα κάλεσμά μου, σε καμμία κλήση μου, κάθισα κι άρχισα να διαβάζω το ημερολόγιό του. Ανησυχούσα. Τις τελευταίες μέρες δεν ήταν ο εαυτός του. Το βλέμμα του φαινόταν τόσο σκοτεινό κι απόμακρο... Δε με κοιτούσε πια στα μάτια. Σαν κάτι να μου έκρυβε. Αλλά τί; Τί ήταν αυτό που τον βασάνιζε;

Ο δυνατός αέρας διέλυσε μεμιάς αυτήν την εκκωφαντική σιωπή καθώς διάβαζα με αγωνία αυτά που είχε γράψει. Λόγια και σκέψεις... αγάπης, αγωνίας, αμφιβολίας, σκορπισμένα στον χρόνο, από την πρώτη στιγμή της συνάντησής μας μέχρι σήμερα το χάραμα. 'Ελειπε από τα χαράματα κι εγώ δεν είχα καταλάβει τίποτε. Μέχρι που έφτασα στην τελευταία σελίδα, στη σημερινή μέρα. Ξαφνικά, και πάλι σιωπή. Ο αέρας σταμάτησε, μαζί κι ό,τι παράσερνε στο διάβα του. Η τελευταία σελίδα έλειπε, ήταν σχισμένη... Κι εγώ να τρέμω ολόκληρη από την αγωνία μου. Τα τελευταία του λόγια απευθυνόνταν σε μένα. Ήταν ένα γράμμα που απευθυνόνταν σε μένα μα δε μπόρεσα ποτέ να το τελειώσω μιας και η τελευταία σελίδα του έλειπε, οι τελευταίες του λέξεις... άφαντες. Γιατί την έσκισε άραγε; Τί ήθελε να μου πεί και το μετάνιωσε;

Το σπίτι ξαφνικά φαινόταν τόσο άδειο, άδειο από έπιπλα, άδειο από ζωή, μια ζωή που χτίζαμε μαζί εδώ και 5 χρόνια. Βγήκα στην αυλή, έψαξα σε κάθε γωνιά, σε κάθε δρομάκι, έτρεξα στην παραλία μήπως τον βρω εκεί. Μάταια. Δεν ήταν πουθενά. Πουθενά... Ησυχία. Κανείς. Γύρισα πίσω, ασθμαίνοντας. Κάθισα στο μπαλκονάκι να ξαποστάσω για λίγο κρατώντας στην αγκαλιά μου το ημερολόγιό του. Πάνω στο  τραπέζι ήταν ένα ποτήρι μισογεμάτο με γάλα. Το συνηθισμένο του πρωϊνό, ένα ποτήρι παγωμένο, φρέσκο γάλα. Πήρα το ποτήρι με το γάλα και το ήπια μονορούφι, λες και προσπαθούσα να γευτώ τις τελευταίες του σκέψεις πριν φύγει, τα τελευταία του λόγια στο γράμμα του. Μάταια όμως. Το μυαλό μου είχε κολλήσει σ'εκείνη τη σχισμένη σελίδα.  Απόγνωση, τι πικρή αίσθηση...

Ξαφνικά, είδα πάνω στο περβάζι του σκονισμένου παραθύρου ένα γυάλινο μπουκάλι, το άδειο γυάλινο μπουκάλι από το φρέσκο γάλα. Μέσα σε αυτό, το φρεσκοπλυμένο, καθαρό μπουκάλι υπήρχε λίγη άμμος από την κοντινή παραλία κι ένα κομμάτι χαρτί, διπλωμένο. Επάνω του ήταν δεμένο ένα κόκκινο μπουμπούκι τριαντάφυλλου. Η καρδιά μου άρχισε να χτυπάει σαν τρελή, πήγαινε να σπάσει. Τι αγωνία Θεέ μου... Γιατί; Δεν ήξερα πως ν' αντιδράσω σε αυτή τη θέα, να χαρώ ή να κλάψω; Να χαρώ που βρήκα επιτέλους την σχισμένη σελίδα ή να κλάψω με την απουσία του, με τα τελευταία του λόγια που ίσως να τρυπούσαν την καρδιά μου σαν τα αγκάθια του κόκκινου τριαντάφυλλου;

Το χελιδόνι από πάνω μου μάταια προσπαθούσε να μου αποσπάσει την προσοχή καθώς τάϊζε τα μικρά του. Κοιτάζοντας το βαθύ πέλαγος, έψαχνα για μιαν απάντηση. Δε μπορούσα να αποφασίσω αν έπρεπε να σπάσω το μπουκάλι ή όχι. Αν ήθελα να διαβάσω τις τελευταίες του λέξεις. Το ένιωθα βαθειά μέσα μου. Είχε φύγει, μακριά από εμένα... Οι πατημασιές του πάνω στο βρεγμένο χώμα φαινόταν ακόμη νωπές. Μια πρωϊνή βόλτα χωρίς επιστροφή. Το ένστικτό μου δε με ξεγελούσε. Δε θα τον ξανάβλεπα ποτέ πια. Αφήνοντας πίσω του μόνο σκέψεις, αναμνήσεις, τα τελευταία του ίσως λόγια αγάπης σ'ενα κομμάτι χαρτί, έφυγε... χωρίς να κοιτάξει πίσω του.

Έσπασα το μπουκάλι, πήρα τη σχισμένη σελίδα μαζί με το τριαντάφυλλο και τα φύλαξα μαζί με το ημερολόγιό του σ'ένα παλιό ασημένιο κουτί αντίκα, κληρονομιά της γιαγιάς μου. Εκεί μέσα σε αυτό το ασημένιο κουτί, είχα ότι πολυτιμότερο μου είχε απομείνει από μικρό παιδί ...τις δαχτυλίθρες και τις βελόνες της κεντίστρας μητέρας μου, το παλιό ρολόι τσέπης του παππού μου, τις  βίντατζ καρφίτσες της γιαγιάς μου από την Αίγυπτο, δώρο του παππού μου σε εκείνη, το αγαπημένο κομπολόι του πατέρα μου από ατόφιο κεχριμπάρι... Πολύτιμοι “θησαυροί” από πρόσωπα αγαπημένα που χάθηκαν μέσα στη λήθη του χρόνου.

Άφησα το κουτί πάνω στο κρεβάτι, πάνω στα κάτασπρα, τσαλακωμένα, βαμβακερά σεντόνια μας. Κάθισα στην μπλέ από βελούδο αγαπημένη μου πολυθρόνα δίπλα στο παράθυρο και παρέμεινα ακίνητη, με το βλέμμα μου καρφωμένο στο βαθύ γαλάζιο της θάλασσας. Ακίνητη για ώρες, ώσπου νύχτωσε βαθειά, με το φεγγάρι να καθρεφτίζεται πάνω στα αγριεμένα κύμματα της θάλασσας.

Μόλις το ρολόι σήμανε μεσάνυχτα, πήρα το ασημένιο κουτί αντίκα της γιαγιάς, το άνοιξα, έβγαλα τη σχισμένη σελίδα κι άρχισα να διαβάζω, με τη λάμπα πετρελαίου να τρεμοπαίζει πλάϊ μου. “...αλλά η ζωή μας κάνει κύκλους αγάπη μου, σαν το γαϊτανάκι που γυρίζαμε μικρά παιδιά και μας δοκιμάζει. Δοκιμάζει την καρδιά και την ψυχή μας, κάθε μέρα, κάθε νύχτα... Είμαστε τόσο ανήμποροι να αντιμετωπίσουμε την ίδια τη ζωή, τόσο μικροί μπροστά στα θαύματα και τα παιχνίδια της ζωής. Κι εγώ αγαπημένη μου, νιώθω να με πλημμυρίζει το βαθύ γαλάζιο των ματιών σου, σαν το βαθύ γαλάζιο της θάλασσας και τ' ουρανού. Να χαρώ ή να κλάψω, δεν ξέρω αγαπημένη...”

* Η Μαργαρίτα Ιωσηφίδου γεννήθηκε μια Κυριακή του Μάη στα Τρίκαλα Θεσσαλίας. Σπούδασε Αγγλική Φιλολογία στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης κι έκτοτε διαμένει στην πολυαγαπημένη της πόλη, περιδιαβαίνοντας τα αγαπημένα της σοκάκια και το λιμάνι της, χαζεύοντας πότε-πότε το μελαγχολικό ηλιοβασίλεμα κάθε φορά που χάνεται στη θάλασσα του Θερμαϊκού. Εργάζεται ως εκπαιδευτικός αλλά κατά καιρούς και ως μεταφράστρια. Όποτε βρίσκεται χαμένη στη “μετάφραση” της ζωής αποτυπώνει τις σκέψεις της σε μία εφημερίδα, την Community Voice. Γιατί για εκείνη η “μετάφραση” της ζωής είναι η πιο δύσκολη, η πιο χρονοβόρα αλλά ταυτόχρονα και η μεγαλύτερη πρόκληση...


 
2013 | ιδεόστατο από την ανοικτή βιβλιοθήκη OPENBOOK Deluxe Templates. WP by Masterplan
Related Posts Plugin for WordPress, Blogger...