Παρασκευή 5 Απριλίου 2013
Διήγημα : Οι μάρτυρες
της Ειρήνης Δερμιτζάκη *
Μια μέρα άνοιξαν οι πόρτες του τρένου μα αντί να ανοίξουν εκείνες που οδηγούσαν στην αποβάθρα, άνοιξαν οι απέναντι και οι επιβάτες άρχισαν ένας ένας να αυτοκτονούν πέφτοντας στις ράγες. Κανένας δεν ήθελε να πάει στην δουλειά.
Ήταν Δευτέρα, οι άνθρωποι είχαν πάψει από καιρό να ονειρεύονται. Μονάχα δούλευαν. Δεν τα θυμάμαι όλα καλά μετά από τόσα χρόνια. Ήμουν παιδί βλέπεις, τι με ένοιαζε εμένα για τα ζόρια των μεγάλων; Τους θυμάμαι όμως κάθε μέρα να φεύγουν για τη δουλειά σκυφτοί νωρίς το πρωί και να γυρνάνε αργά το βράδυ πιο σκυφτοί από όσο ήταν το πρωί. Οι πόρτες στα σπίτια είχαν μικρύνει λες και ακολουθούσαν το ύψος της καμπουριαστής κορμοστασιάς των εργαζομένων. Δεν έβλεπα σχεδόν καθόλου τους γονείς μου. Ο πατέρας μου ερχότανε καμιά φορά στο κρεβάτι μου, αργά το βράδυ, μου χάιδευε βιαστικά τα μαλλιά κι έφευγε. Καμιά φορά νόμιζα ήταν όνειρο, έτσι που μέσα στον ύπνο μου ένιωθα το χάδι του.
Εκείνη τη μέρα, φορτωμένος με την θεόρατη σχολική μου τσάντα, ήμουν κι εγώ στο σταθμό. Η μαγνητοφωνημένη φωνή επισήμανε όπως πάντα πως οι επιβάτες έπρεπε να προσέξουν το κενό μεταξύ συρμού και αποβάθρας. Πήδηξα και με τα δυο πόδια μέσα στο βαγόνι. Οι πόρτες έκλεισαν βγάζοντας τον χαρακτηριστικό προειδοποιητικό ήχο. Οι εργαζόμενοι σκυφτοί στα καθίσματα τους, κοιτούσαν με αφοσίωση τα κινητά τους ή τις δωρεάν εφημερίδες. Οι όρθιοι κρεμόντουσαν από τις χειρολαβές με τα κορμιά τους σαν κακογεμισμένα σακιά στοιβαγμένα πρόχειρα το ένα δίπλα στο άλλο. Για λίγα λεπτά ο οδηγός προσπάθησε πατώντας τα κουμπιά μπροστά του να θέσει το τρένο σε κίνηση χωρίς όμως να τα καταφέρει, κι αφού επικοινώνησε με τον σταθμάρχη, μέσω του ασυρμάτου του, αποφάσισε να ανοίξει πάλι τις πόρτες και να αφήσει τους επιβάτες να βγουν. Μα αντί να ανοίξουν, όπως προείπα, οι πόρτες που οδηγούσαν στην αποβάθρα, άνοιξαν οι απέναντι κι κάποιος από τους επιβάτες σηκώθηκε ψύχραιμος, άφησε την εφημερίδα στο κάθισμα πίσω του, πήρε τον χαρτοφύλακα του παραμάσχαλα, πλησίασε την πόρτα και αυτοκτόνησε πέφτοντας στις ηλεκτροφόρες ράγες. Τα κορμιά των όρθιων εργαζομένων αποκολλήθηκαν βαριεστημένα το ένα από το άλλο, οι καθήμενοι σηκώθηκαν ατάραχοι και όλοι μαζί πλησίασαν προς τις πόρτες και τα παράθυρα για να δουν από κοντά το πτώμα του αυτόχειρα.
«Θεέ μου... Είναι ένας από αυτούς... Ένας δημόσιος υπάλληλος!» Ψέλλισε έντρομος κάποιος από την εργατική μάζα. Τότε όλοι οι επιβάτες άρχισαν ένας ένας να αυτοκτονούν ακολουθώντας το παράδειγμα του πρώτου αυτόχειρα, πέφτοντας στις ράγες.
Την κίνηση αυτή παρατήρησαν όσοι περίμεναν να επιβιβαστούν στο τρένο μα δεν τους φάνηκε διόλου ασυνήθιστη. Τίποτα πια δεν τους φαινόταν παράξενο. Δεν ήταν λίγες βδομάδες πριν που ένας εργοδότης έφαγε ζωντανό έναν εργαζόμενο, και η ανθρωποφαγική αυτή πράξη γράφτηκε με ψιλά γράμματα στην εφημερίδα που δούλευε και ο πατέρας μου, σε ένα μικροσκοπικό άρθρο που ελάχιστοι είχαν διαβάσει. Ο δε δημοσιογράφος που έγραψε το άρθρο, βρέθηκε και εκείνος μισοφαγωμένος και άκουσα τους γονείς μου να λένε πως μάλλον ο αρχισυντάκτης τον είχε φάει για μεσημεριανό.
Το πλήθος που κατέφθανε στο σταθμό, συγκινημένο από τους πρωτοστάτες άρχισε να τραγουδά ηρωικά τραγούδια. Κάποιοι έφτιαξαν σειρές κι άρχισαν με τον ίδιο βηματισμό να παρελαύνουν πάνω κάτω χτυπώντας τις σόλες των παπουτσιών τους με δύναμη στο ξεθωριασμένο πάτωμα της αποβάθρας. Ήταν τόσο έντονο το βήμα αυτής της αλλόκοτης παρέλασης που δημιούργησε ύπουλα κύματα που έκαναν τα τζάμια του σταθμού να τρίζουν ενόσω συντονίζονταν στην πρωτοφανή ταλάντωση.
Δεν μπορούσα να διακρίνω πολλές λεπτομέρειες μέσα από το βαγόνι, καθώς ήμουν περικυκλωμένος από τους μεγάλους, και μόνο όταν βγήκα έξω στην πλατφόρμα, είδα τους εργαζομένους να ακολουθούν την πράξη των προηγούμενων αυτοχείρων. Κάποιοι παρέμειναν να κοιτάζουν τις βουτιές θανάτου και ούρλιαζαν από χαρά ενόσω χειροκροτούσαν με όλη τους την δύναμη προσπαθώντας να ενθαρρύνουν κι άλλους να ακολουθήσουν το παράδειγμα των πρώτων πεσόντων. Άλλοι σκαρφάλωναν στις πλάτες των συνεπιβατών τους για να πέσουν από λίγο πιο ψηλά, κι άλλοι που έτυχε να δουλεύουν στην ίδια εταιρία έπεφταν ταυτόχρονα στις ράγες πιασμένοι χέρι-χέρι. Τελευταίος αυτοκτόνησε ο οδηγός του τρένου, λίγο πριν τον ελεγκτή των εισιτηρίων. Πρώτη φορά έβλεπα τους ανθρώπους γύρω μου τόσο ικανοποιημένους.
Εμείς τα παιδιά ατάραχα παρακολουθούσαμε τα τεκταινόμενα μην ξέροντας πως να αντιδράσουμε. Δεν ένιωθα τίποτα συγκεκριμένο. Ήταν όλα πώς να το πω; Αναμενόμενα.
Νευρικά χείλια με ξεραμένες μικροποσότητες σάλιου τριγύρω τους και κοφτές ανάσες που μύριζαν στοματικό διάλειμμα και οδοντόκρεμα ή καφέ, εκτόξευαν τις λέξεις όπως η βελόνα μιας παλιάς γραφομηχανής κτυπά νευρικά το χαρτί και το σημαδεύει μια για πάντα, για να μεταδώσουν τα νέα σε όλη την πόλη. Αρκετοί μη πιστεύοντας στις φήμες και τα κουτσομπολιά έσπευσαν να αντικρίσουν με τα ίδια τους τα μάτια τα γεγονότα. Όταν έφταναν στον σταθμό είτε κλαίγανε από συγκίνηση και πετούσαν λουλούδια στις ράγες, είτε σκαρφάλωναν στα ακινητοποιημένα βαγόνια και συνέχιζαν τους πανηγυρισμούς χοροπηδώντας πάνω στην οροφή του τρένου. Κάποιοι έβγαζαν φωτογραφία με φόντο τα νεκρά κορμιά ή μόνο τους νεκρούς κάνοντας ζουμ στα σημεία με το περισσότερο αίμα. Ίσως αν ψάξω στον υπολογιστή μου ίσως βρω κι εγώ μια φωτογραφία κάπου ξεχασμένη. Νομίζω είχα βγάλει αρκετές τότε με το κινητό μου τηλέφωνο.
Τα ποντίκια παραξενεμένα ανεβοκατέβαιναν στα τσουρουφλισμένα από τις ηλεκτροφόρες ράγες πτώματα και έτρεχαν πανικόβλητα από χαρά μην μπορώντας να πιστέψουν στα μάτια τους για την τύχη που τα είχε βρει. Τι ωραία που τους μύριζε το φρεσκοψημένο κρέας! Με τόσα νεκρά κορμιά θα είχαν φαΐ για αρκετές μέρες μέχρι να εμφανίζονταν τα πρώτα σκουλήκια. Κανένα ποντίκι δεν ήθελε να τρώει από το ίδιο φαΐ με τα σιχαμερά μακρουλά σκουλήκια.
Ο κόσμος συνέχισε τους πανηγυρισμούς, ενώ τα μαυριδερά τρωκτικά ροκάνιζαν ανενόχλητα τις ζεστές ακόμα σάρκες των ηρώων. Με φωνές πιο βροντερές από ποτέ οι παρευρισκόμενοι τραγουδούσαν επαναστατικά τραγούδια και αγκάλιαζαν συντροφικά ο ένας τον άλλο. Δεν άργησε ο σταθμός να γεμίσει ασφυκτικά από εργαζομένους που έσπευσαν να παρευρεθούν στον τόπο που θυσιάστηκαν οι πρώτοι πεσόντες. Μέσα σε λίγη ώρα ήταν ακατόρθωτο να πλησιάσεις κοντά στην αποβάθρα και να διαπιστώσεις ιδίοις όμμασι τα γεγονότα.
Ακουγόταν μονάχα το τραγούδι του πλήθους καλυμμένο από ένα άναρθρο βουητό. Ο κόσμος έσπρωχνε ο ένας τον άλλον ή πάταγε στις μύτες των παπουτσιών για να δει έστω και για λίγο τα άψυχα κορμιά των πεσόντων.
Μια μικροκαμωμένη ηλικιωμένη κυρία, πρέπει να είχαμε το ίδιο ύψος τότε, περπάτησε σιγά σιγά μέσα σε κάποιο βαγόνι, πήρε τον χαρτοφύλακα που είχε αφήσει ο πρώτος αυτόχειρας και βγήκε έξω στην πλατφόρμα όπου το πλήθος σε έκσταση τραγουδούσε τραγούδια που άλλοτε λέγανε σε απεργίες και πορείες. Άνοιξε την τσάντα του, έβγαλε από μέσα ένα σωρό έγγραφα με σφραγίδες και υπογραφές του δημοσίου κι άρχισε να τα πετάει στον αέρα. Τα χαρτιά περιστρέφονταν μια δυο φορές γύρω από τον άξονα τους πριν καταλήξουν στο πάτωμα. Ο κόσμος έτρεξε αποφασιστικά κι άρχισε να τα σκίζει με μανία σε μικροσκοπικά κομματάκια. Σε λίγο δεν έβλεπες πια το μαυριδερό χρώμα της αποβάθρας. Είχε όλο καλυφθεί από τον γραφειοκρατικό χαρτοπόλεμο. Η μικροκαμωμένη ηλικιωμένη κυρία, έβγαλε από την τσέπη της καρό ρόμπας της ένα μεγάλο κουτί με σπίρτα και έβαλε φωτιά στον χαρτοφύλακα.
Το πλήθος ακολούθησε το παράδειγμα της, μάζεψαν όσους χαρτοφύλακες είχαν αφήσει πίσω τους οι αυτόχειρες και τους έκαψαν σε μια μεγάλη φωτιά. Κάποιοι πέταξαν τις δικές τους τσάντες και ότι έγγραφα, κινητά τηλέφωνα ή φορητούς υπολογιστές κουβαλούσαν μαζί τους. Οι δασκάλες έκαψαν τα διαγωνίσματα, οι δικηγόροι τα συμβόλαια και ο ταχυδρόμος όσα γράμματα δεν είχε προλάβει να μοιράσει. Παρόλο που ο καπνός μύριζε καμένο πλαστικό και με δυσκολία μπορούσες να ανασάνεις, το πλήθος συνέχισε να τραγουδά ανενόχλητο με κόκκινα δακρυσμένα μάτια. Περπάτησα κι εγώ ανάμεσα στον κόσμο. Τα σκεβρωμένα κορμιά των εργαζομένων, σαν δαγκάνες έκλειναν το πέρασμα μου και με δυσκολία έσπρωχνα τις λεκάνες τους ή τα πόδια τους για να καταφέρω να πλησιάσω στη φωτιά όπου και ξεφορτώθηκα μια για πάντα τη σχολική μου τσάντα. Όσο καιγόταν ένιωθα ένα αμυδρό αεράκι να περνά μέσα από ένα φανταστικό αγωγό της σπονδυλικής μου στήλης και ανακούφιζε την πλάτη μου και τα πλευρά μου.
Κάπως έτσι νύχτωσε, κάποιοι πήγαν σπίτια τους, άλλοι έμειναν όλο το βράδυ στο σταθμό του τρένου. Τα τραγούδια πια είχαν καταλαγιάσει κι οι άνθρωποι απλά μιλούσαν σιγανά λες και φοβούνταν μην ταράξουν τον αιώνιο ύπνο των πεθαμένων. Τα ποντίκια έμειναν εκεί να συνεχίσουν το έργο τους από φόβο μην απομακρύνει το γεύμα τους κάποιος μέσα στη νύχτα. Μες στο σκοτάδι το τρένο έδειχνε πιο βαρύ, σαν χαλασμένο. Λες και σταμάτησε στην αποβάθρα χρόνια πριν.
Γύρισα στο σπίτι. Οι γονείς μου δεν ήταν εκεί. Ούτε κανένας από τους εργαζόμενους συγκατοίκους μας. Περίμενα ως τα ξημερώματα ώσπου με πήρε ο ύπνος. Κανείς τους δεν φάνηκε. Δεν με πείραζε. Το ήξερα πως ο μόνος τρόπος για να γλιτώσουν από αυτήν την αιώνια σκλαβιά ήταν ο θάνατος. Τους προτιμούσα ελεύθερους και χαμένους για πάντα, παρά να είμαι μάρτυρας της καθημερινής τους εξαθλίωσης. Έβλεπα την καθημερινότητα να ρουφά τα όνειρα τους σα μια αδηφάγα ηλεκτρική σκούπα. Ήμουν παιδί και δεν καταλάβαινα πολλά, ένιωθα όμως την θλίψη στα κατά τα άλλα αδειανά μάτια τους. Ούτε κι εγώ είχα όνειρα τότε, έχω όμως τώρα και καταλαβαίνω πως μπορεί να ένιωθαν καταδικασμένοι σε μια ζωή χωρίς στόχο.
Κι ο θεός ξημέρωσε την επόμενη μέρα, Τρίτη. Εκείνο το πρωί κανένα ξυπνητήρι δεν χτύπησε. Όλα σταμάτησαν πάνω στην αλλαγή της μέρας με τη νύχτα ή της νύχτας με τη μέρα, στις δώδεκα ακριβώς. Οι εργαζόμενοι σηκώθηκαν βέβαιοι πως η ώρα ήταν περασμένη, μιας και ο ήλιος είχε για τα καλά ανατείλει, κι άρχισαν επί ματαίω να ψάχνουν ρολόγια τοίχου και χειρός για να δουν τι ώρα είναι. Όλα ήταν σταματημένα στις δώδεκα η ώρα. Ο κόσμος ξεκίνησε βιαστικά να πάει στη δουλειά. Οι άντρες φορούσαν τα σακάκια ή έδεναν τις γραβάτες τους ενόσω περπατούσαν στο δρόμο, και οι γυναίκες βαφόντουσαν ή χτένιζαν τα μαλλιά τους ενόσω περίμενα στα φανάρια και τις διαβάσεις. Όσοι πετούσαν από ψηλά με τα αεροπλάνα, έβλεπαν την πόλη από κάτω ασυντόνιστη και μπερδεμένη, κι οι άνθρωποι, μαύρες κουκκίδες, τρέχαν δεξιά κι αριστερά σαν μυρμήγκια που χάσανε τον δρόμο τους.
Όσοι έφτασαν στο σταθμό για να πάρουν το τρένο, διαπίστωσαν πλησιάζοντας προς το κτίριο την οχλαγωγία. Οι εναπομείναντες της χθεσινής διαδήλωσης είχαν σκαρφαλώσει στο ψηλότερο σημείο του σταθμού και πηδούσαν ένας ένας στο κενό. Οι περισσότεροι τραγουδούσαν ενόσω περίμεναν την σειρά τους και όσοι ήταν ήδη στην ουρά, ήταν όλοι τους ήρεμοι και χαμογελαστοί, σχεδόν ενθουσιασμένοι, λες και περίμεναν να επιβιβαστούν σε αεροπλάνο για τις πρώτες τους διακοπές. Έπεσε ο πρώτος, μια ιαχή θριάμβου, κι ύστερα ο δεύτερος, κι άλλοι πολλοί.
Έφτασα στο σχολείο με τα πόδια. Τα παιδιά είχαν ήδη σκοτώσει τους δασκάλους. Πήγα στο γραφείο του διευθυντή, μήπως και μιλούσα στον ίδιο ή την γραμματέα του. Ο διευθυντής βρισκόταν νεκρός στην δερμάτινη καρέκλα του με το πρόσωπο του μελανιασμένο και το στόμα τους γεμάτο κομματιασμένα απολυτήρια μαθητών προηγούμενων χρόνων. Βγήκα στην αυλή και συνέχισα το παιχνίδι με τους συμμαθητές μου.
Γρήγορα όλη η πόλη ακολούθησε το παράδειγμα των πρώτων πεσόντων. Είχαν την τάση εδώ και πολλά χρόνια να λειτουργούν σαν κοπάδι, να κάνουν ο ένας ότι ακριβώς κάνει κι ο άλλος, κι ήταν λογικό αφού ένας έκανε την αρχή να πεθάνει, να τον ακολουθήσουν κι όλοι άλλοι χωρίς δεύτερη σκέψη. Οι υπάλληλοι των γραφείων άρχισαν να πηδάνε από τα παράθυρα των γυάλινων κτιρίων, οι εργάτες από τις οικοδομές ή τα φουγάρα των εργοστασίων, τα ταξί και τα λεωφορεία έπεφταν ορμητικά πάνω σε άλλα αυτοκίνητα ή σε σπίτια, οι αστυνομικοί πυροβολούσαν ο ένας τον άλλο, οι πυροσβέστες κάηκαν όλοι μαζί κι ο χασάπης έσφαξε τον εαυτό του. Μόνοι οι γιατροί είχα ήσυχο θάνατο μιας και ήξεραν πως να πεθάνουν ανώδυνα.
Στην τηλεόραση έβλεπες τους εργαζόμενους να αυτοκτονούν χωρίς να βγάζουν κραυγές πόνου ή αγωνίας. Κι ήταν παράξενο, μα όλοι έδιναν τέλος στη ζωή τους, λες και αυτός ήταν η μόνη μέθοδος να βρουν επιτέλους την επαφή με τον εαυτό τους. Ο τρόπος να αποκτήσουν το αναφαίρετο δικαίωμα τους στο όνειρο.
Οι δημοσιογράφοι πριν κρεμαστούν από τα καλώδια των μικροφώνων ανέλυαν στατιστικά και μετρήσεις, προσπαθώντας να κατανοήσουν το μέγεθος της εργασιακής καταστροφής και προβλέποντας επικείμενες αυτοκτονίες. Κάποιοι έκαναν γκάλοπ έξω από τις εταιρίες ερευνώντας μεθόδους αυτοκτονίας, το που και πότε επιλέγει ο κάθε εργαζόμενος να δώσει τέλος στην ζωή του. Το πενήντα τις εκατό των δημόσιων υπάλληλων επέλεγε να κρεμαστεί και το υπόλοιπο σαράντα έπεφτε σε ρόδες αυτοκινήτων, λεωφορείων κλπ, ανεξαρτήτως τόπου και χρόνου, το ενενήντα πέντε τις εκατό των γεωργών αυτοκτονούσε αποκλειστικά με φυτοφάρμακα, νωρίς το πρωί και μόλις το τριάντα τις εκατό των ιδιωτικών υπαλλήλων επέλεγε τις πτώσεις από τα κτίρια ή τα χάπια και αυτό συνήθως συνέβαινε εν ώρα εργασίας.
Το βράδυ της ίδιας μέρας μια μικροκαμωμένη ηλικιωμένη κυρία εμφανίστηκε ξαφνικά σε έναν από τους μεγαλύτερους ουρανοξύστες της πόλης. Ζήτησε να συναντήσει τον κύριο διευθυντή. Ο διευθυντής αυτός δεν ήταν κάποιος τυχαίος ήταν ο διευθυντής όλων των διευθυντών της πόλης. Σε αντίθετη περίπτωση θα είχαν αρνηθεί την είσοδο στην μικροκαμωμένη ηλικιωμένη κυρία. Όμως εκείνη την μέρα, ήταν λες και την περίμενε, και με το που εμφανίστηκε στην είσοδο του ουρανοξύστη, έτρεξε κάποιος από το λιγοστό προσωπικό, της άνοιξε την πόρτα και την συνόδευσε στο γραφείο του κυρίου διευθυντή.
Ο κύριος διευθυντής πιο παχύς από ποτέ σηκώθηκε για να την υποδεχτεί. Η καρέκλα έτριξε καθώς απαλλασσόταν από το υπέρβαρο κορμί του χρήστη της.
«Τι θα κάνουμε; Ούτε οι μισοί δεν ήρθαν σήμερα για δουλειά! Τους απείλησα χθες το βράδυ όλους ότι θα απολυθούν αν αυτοκτονήσουν, μα τίποτα, σήμερα δεν φάνηκαν παρά ελάχιστοι στα πόστα τους. Τι θα γίνει; Έτσι όπως πάει θα σταματήσει η παραγωγή! Θα καταστραφώ.» Είπε σκουπίζοντας με το μανίκι τον ιδρώτα από το γυαλιστερό μέτωπο του. Η μικροκαμωμένη κυρία έμεινε αμίλητη. Άνοιξε την τσάντα της έβγαλε έναν μεγάλο πάκο με χαρτονομίσματα και τον άφησε πάνω στο γραφείο του κυρίου διευθυντή.
«Να τους υποσχεθώ αύξηση; Μα αυτό είναι ανήκουστο! Εδώ και τόσα χρόνια συρρικνώνουμε τους μισθούς, και τώρα θα τους λυπηθούμε; Δε μπορώ να το κάνω αυτό...»
Εκείνη την ώρα πίσω από την γυάλινη τζαμαρία του γραφείου του, φάνηκε το σώμα ενός εργαζομένου να κάνει ελεύθερη πτώση στο κενό. Ο κύριος διευθυντής με δυσκολία περπάτησε προς το παράθυρο να κοιτάξει ποιος από τους εργαζόμενους του αυτοκτόνησε. Ήταν αδύνατο να δει από τον όροφο που βρισκόταν κάτω στην άσφαλτο.
Το τηλέφωνο χτύπησε ευθύς.
«Ήταν ένας από τους δημοσίους υπαλλήλους κύριε διευθυντή. Μπήκε στο κτίριο ισχυριζόμενος πως ήρθε να ελέγξει τα λογιστικά μας βιβλία.» Είπε μια γυναίκα σε ανοικτή ακρόαση, πιθανότατα η γραμματέας του.
«Τους βλέπεις; Έρχονται εδώ και αυτοκτονούνε, τρεις έχουν έρθει από χθες και παρασύρουν και τους ιδιωτικούς. Χθες το απόγευμα έπεσε ένας του υπουργείου οικονομικών και τον ακολούθησαν δεκαπέντε δικοί μου. Παράγινε το κακό...»
Σώπασε για λίγο. Το προγούλι κάτω από το λαιμό του κουνήθηκε δεξιά κι αριστερά λες και προσπαθούσε να κατασκευάσει τις λέξεις πριν τις εκφωνήσει. «Εντάξει. Θα το κάνω. Θα τους υποσχεθώ αύξηση. Ελπίζω μόνο να σταματήσουν να πέφτουν ο ένας πίσω από τον άλλο σαν τα κοκόρια. Και κάτι ακόμα. Το ότι θα τους υποσχεθώ αύξηση δεν σημαίνει ότι θα τους την δώσω.» Είπε ο κύριος διευθυντής και το προγούλι του φούσκωσε και ξεφούσκωσε χωρίς όμως να δημιουργήσει άλλες λέξεις.
Με τα ρολόγια σταματημένα η πόλη ξύπνησε και την επόμενη μέρα. Αυτή τη φορά, σαν μια εξωπραγματική χορογραφία, οι εναπομείναντες εργαζόμενοι, όλοι τους ιδιωτικοί υπάλληλοι, σηκώθηκαν την ίδια ώρα από τα κρεβάτια τους κι έριξαν ταυτόχρονα λίγο νερό στο πρόσωπο τους, μα το νερό ήταν τόσο παγωμένο που υποδέχτηκε βίαια την ζεστή από τα σκεπάσματα επιδερμίδα. Προσπάθησαν να ντυθούν, μα οι γραβάτες έπνιγαν τους άντρες και δεν μπορούσαν να ανασάνουν όσο κι αν άφηναν τον κόμπο λασκαριστό. Οι γυναίκες φόρεσαν τα τακούνια μα με κάθε τους βήμα ο πόνος στις φτέρνες έκανε τα γόνατα τους να τρέμουν και καθιστούσε αδύνατο το περπάτημα. Κι οι τσάντες αμφοτέρων ήταν ασήκωτες με κοφτερές χειρολαβές κι ήταν αδύνατο να τις σηκώσεις. Σιγά σιγά τα κουστούμια και τα ταγέρ ήταν τόσο στενά λες και μέσα σε μια νύχτα είχαν μπει στο πλύσιμο. Άρχισαν τότε οι άνθρωποι να βγάζουν τα σακάκια και τα πουκάμισα μα όσο πιο πολλά ρούχα έβγαζαν τόσο πιο πολύ ένιωθαν να πνίγονται. Στο τέλος έμειναν τελείως γυμνοί και έτσι γυμνοί βγήκαν από τα σπίτια τους, αφήνοντας πίσω τα αψεγάδιαστα και καλοσιδερωμένα ρούχα τους. Φοβόντουσαν να πεθάνουν η αλήθεια είναι, κι αφού τους υποσχέθηκαν αύξηση για πρώτη φορά στην καριέρα τους, αποφάσισαν να επιστρέψουν στις θέσεις τους σαν να μην είχε τίποτα συμβεί.
Κάποιοι πήγαν στον σταθμό των τρένων. Δεν υπήρχε κανείς να κόψει εισιτήρια στα ταμεία, αλλά αυτό δεν ήταν και τόσο μεγάλο πρόβλημα μιας και υπήρχαν τα αυτόματα μηχανήματα. Τα πτώματα των πρώτων πεσόντων ήταν ακόμα παρατημένα πάνω στις ράγες ή στις αποβάθρες, ανάμεσα σε σκουπίδια και χαμένα αντικείμενα και κάποια άλλα μέσα στα βαγόνια καθισμένα στα καθίσματα. Από μακριά, αν έβλεπες το τρένο, δεν μπορούσες να καταλάβεις ότι ήταν νεκροί αυτοί οι επιβάτες και ο κόσμος που κατέφθανε προς στιγμή νόμιζε πως είναι ζωντανοί και πως το τρένο γρήγορα θα ξεκινήσει το ταξίδι του.
Άλλοι περίμεναν στις στάσεις των λεωφορείων μα κανένα μεταφορικό μέσο δεν έλεγε να φανεί. Όλοι κοιτούσαν με γερμένο το κεφάλι να δουν πρώτοι αν θα φανεί κάποιο επιβατικό όχημα στον ορίζοντα αλλά τίποτα. Ήταν παράξενο. Ο κόσμος δεν πρόσεχε τον δρόμο που ήταν γεμάτος τρακαρισμένα αυτοκίνητα, πεσμένες κολόνες της ΔΕΗ, ηλεκτροφόρα σύρματα και δεκάδες πτώματα. Δεν έβλεπε τα σπασμένα τζάμια, τα χαλασμένα φανάρια, τους μισογκρεμισμένους τοίχους, τα σκουπίδια που ξεχείλιζαν στους κάδους, και την γύμνια των ανθρώπων. Όχι, τίποτα δεν έβλεπαν οι άνθρωποι, απλά περίμεναν με αγωνία το λεωφορείο που θα τους μεταφέρει στις δουλειές τους.
Αφού πέρασε ώρα πολλή, χωρίς αποτέλεσμα, αποφάσισαν να περπατήσουν προς τα γραφεία και τις εταιρίες που δούλευε ο καθένας. Σιγά σιγά, φτιάχνοντας σειρές, σαν εξουθενωμένα μυρμήγκια οι εργαζόμενοι περπατούσαν ο ένας πίσω από τον άλλον κουβαλώντας αντί για τροφή τα αδειανά από όνειρα κεφάλια τους. Μια μικροκαμωμένη ηλικιωμένη κυρία εμφανίστηκε ξαφνικά στο τέλος της ουράς, έβγαλε μια τεράστια κόκκινη σημαία από την μικροσκοπική της τσάντα, που την κυμάτιζε ενόσω προσπερνούσε μάνι μάνι όλους τους εργαζόμενους. Σαν έφτασε στην αρχή της ανθρώπινης αλυσίδας, έβγαλε μια ντουντούκα από την ίδια τσάντα που είχε βγάλει την σημαία πρωτύτερα. Πάτησε ένα κόκκινο κουμπί κι εκείνη άρχισε να ουρλιάζει σα σειρήνα πολέμου. Τότε από τους δρόμους και τα στενά ξεχύθηκε κόσμος πολύς που δημιούργησε κλοιό και περικύκλωσε όλους τους εργαζομένους. Ο κόσμος αυτός ήταν αποφασισμένος να πεθάνει, ήταν κάποιοι εναπομείναντες εργάτες και γεωργοί, μα πριν δώσουν τέλος στην ζωή τους ήθελαν να βεβαιωθούν πως το εργατικό δυναμικό της πόλης θα αφανιστεί. Ήταν ντροπή να έχουν ήδη αυτοκτονήσει οι πιο πολλοί δημόσιοι υπάλληλοι και οι ιδιωτικοί να επιμένουν να θέλουν να πάνε στην δουλειά.
«Το συνδικάτο των Αυτοχείρων συνεδρίασε εχθές και αποφάσισε την μαζική αυτοκτονία όλων των εργατών και γεωργών. Για αυτό λοιπόν σας καλούμε να πάρετε μέρος και εσείς σ’ αυτήν την πράξη ζωής. Μην σας ξεγελάνε τα ψίχουλα που σας έταξαν τα αφεντικά. Μας φοβούνται! Για πρώτη φορά μας φοβούνται! Αγωνιστείτε σύντροφοι. Ο αγώνας τώρα δικαιώνεται! Στον αγώνα μας αυτό δεν υπάρχει επιλογή. Η΄αυτοκτονείτε σύντροφοι ή σας σκοτώνουμε. Ελευθερία ή θάνατος!» Φώναξε υστερικά η ηλικιωμένη κυρία. Ο κόσμος έμεινε για λίγο σιωπηλός. Οι γεωργοί και οι εργάτες κρατούσαν σφιχτά τα φτυάρια και τις αξίνες, έτοιμοι να επιτεθούν αν οι ιδιωτικοί υπάλληλοι έκαναν πίσω. Τότε το χειρότερο που μπορούσε να συμβεί συνέβη. Οι γυμνοί εργαζόμενοι συνέχισαν να περπατούν ακάθεκτοι προς τον τόπο εργασία τους πράγμα που εξόργισε τους εργάτες και τους γεωργούς που όρμισαν χωρίς δεύτερη σκέψη κατά πάνω τους. Καθώς χτυπούσαν με λύσσα τα γυμνά κορμιά των εργαζόμενων που έτρεχαν δεξιά κι αριστερά να γλιτώσουν έβγαζαν παράξενες ιαχές επιδεικνύοντας έτσι την δύναμη τους. Ξυπόλυτοι καθώς έτρεχαν οι εργαζόμενοι να σωθούν πατούσαν τα σπασμένα γυαλιά και τα σκουπίδια. Οι φτέρνες και τα δάκτυλα τους μάτωναν μα λίγο αν χρονοτριβούσαν για να κοιτάξουν τις πληγές στα πόδια τους, ήταν αρκετό για τους άλλους να τους φτάσουν και να τους χτυπήσουν θανάσιμα με τα φονικά εργαλεία που κρατούσαν. Πηδούσαν πάνω από σαραβαλιασμένα αυτοκίνητα και λεωφορεία και σκόνταφταν σε πτώματα των προηγούμενων ημερών μα έκαναν ότι ήταν δυνατόν για να ξεφύγουν από τα εργαλεία που άλλοτε έχτιζαν όμορφα κτίρια ή όργωναν το πλούσιο χώμα της γης.
Τα ποντίκια που δυσαρεστημένα έτρωγαν τις ήδη μπαγιάτικες σάρκες των αυτοχείρων παρακολουθούσαν με αγωνία την σφαγή και με κάθε νεκρό που σωριαζόταν στο χώμα ακόνιζαν νύχια και δόντια για να είναι καθόλα έτοιμα για το επόμενο τους γεύμα. Η σφαγή συνεχίστηκε με ελάχιστα θύματα από το συνδικάτο των Αυτοχείρων, μα από τους εργαζομένους, ελάχιστοι κατάφεραν να γλιτώσουν εκείνη την μέρα.
Την Πέμπτη μέρα, ήταν Πρωτομαγιά. Μια αστεία συγκυρία θα έλεγε κανείς. Δεν είχαν μείνει και πολλοί ζωντανοί να γιορτάσουν εκείνη την μέρα. Και τι θα μπορούσαν άλλωστε να γιορτάσουν; Μέτρα και δικαιώματα που είχαν προ πολλοί καταργηθεί; Χρόνια τώρα οι λιγοστοί που πήγαιναν σε αυτές τις συγκεντρώσεις, άκουγαν τα ίδια τραγούδια, μιλούσαν για τα ίδια πράγματα, φώναζαν τα ίδια συνθήματα. Σαν ένα μνημόσυνο κάποιου που έχει πεθάνει χρόνια πριν και δεν θυμάσαι καν το πρόσωπο του. Οι ίδιοι συνδικαλιστές, γερασμένοι αναμασούσαν τα κοινότυπα τους λογύδρια και το πλήθος έχασκε ώσπου σήμαινε το τέλος των διαδηλώσεων και έφευγαν ο ένας πίσω από τον άλλον σαν αρρωστιάρικα πρόβατα που με το ζόρι στέκονται στα πόδια τους. Κάπως έτσι ήταν αυτές οι συγκεντρώσεις. Άχρωμες και ανιαρές όπως και η ζωή τους.
Εκείνη την Πέμπτη όμως τα πράγματα ήταν πολύ διαφορετικά. Οι εργαζόμενοι ήταν αποφασισμένοι να μην ξαναδουλέψουν ποτέ. Όσα δεν κατάφεραν να πετύχουν με διαδηλώσεις, πορείες και απεργίες, με όλους τους τρόπους διαμαρτυρίας που κατά καιρούς δοκίμασαν, τώρα μπορούσαν να γίνουν πραγματικότητα. Ο ύστατος τρόπος επανάστασης του εργασιακού κλάδου ήταν η πράξη αυτοκτονίας και αυτό κανένας δεν μπορούσε να το αποφύγει. Τι θα έκαναν δηλαδή τα αφεντικά; Όσο κι αν προσπαθούσαν να εμποδίσουν τους αλλεπάλληλους θανάτους, οι εργαζόμενοι ήταν αποφασισμένοι να πετύχουν το σκοπό τους. Δεν έμενε λοιπόν τίποτα να εορταστεί την εργατική πρωτομαγιά. Αποφάσισαν όμως οι εργαζόμενοι, πως εκείνη η ημέρα θα ήταν αργία και κανείς τους δεν θα αυτοκτονούσε.
Εκείνη τη νύχτα τα αφεντικά κοιμήθηκαν ήσυχα. Νόμισαν πως κόπασε αυτή η «ανεγκέφαλη τρέλα» όπως την ονόμαζαν. Μόλις ξημέρωσε Παρασκευή οι περισσότεροι οι εργάτες και οι γεωργοί είχαν δώσει τέλος στη ζωή τους λίγο μετά τα μεσάνυχτα, πέφτοντας από τις οικοδομές, θάβοντας τους εαυτούς τους σε τσιμέντο και ασβέστη, ή καταπίνοντας φυτοφάρμακα. Πέθαιναν ο ένας μετά τον άλλον, σαν ένα ντόμινο θανάτου. Οι τελευταίοι εργαζόμενοι αυτοκτόνησαν το Σάββατο, λίγο πριν πάνε για δουλειά στα καταστήματα και τα σουπερμάρκετ. Και τότε τα ρολόγια άρχισαν πάλι να κυλάνε κανονικά και οι πόρτες των τρένων έκλεισαν κι άνοιξαν πια εκείνες που οδηγούσαν στις αποβάθρες.
Μια μικροκαμωμένη ηλικιωμένη κυρία περπάτησε σιγά σιγά το Σάββατο το απόγευμα και τοιχοκόλλησε σε κάθε γωνιά της πόλης αφίσες. Προσκαλούσε τους εναπομείναντες εργαζομένους να μαζευτούν στις εκκλησίες για να μιλήσουν για τα τεκταινόμενα. Λίγο αργότερα κι αφού είχε πια για τα καλά νυχτώσει οι μόνοι που φάνηκαν στις συναντήσεις ήταν οι ιερείς και οι νοικοκυρές. Το βασικό ερώτημα που απασχολούσε αμφοτέρους ήταν αν θα έπρεπε να ακολουθήσουν το παράδειγμα των εργαζομένων. Οι μεν νοικοκυρές απορούσαν για το αν θα πρέπει να αυτοκτονήσουν μιας και ποτέ δεν πληρώθηκαν ή είχαν ένσημα για την οικοκυρική τους εργασία, και οι δε ιερείς δεν ήξεραν αν θα πρέπει να θεωρηθεί το κοινωνικό τους έργο σαν εργασία ή αν θα πρέπει να τελέσουν τη τελετή της θείας λειτουργίας την επόμενη μέρα. Στο τέλος της συνεδρίας, ψήφισαν και ομόφωνα αποφάσισαν την ομαδική αυτοκτονία. Κυρίως προς τιμή των ήδη πεσόντων και όχι τόσο γιατί βρήκαν απάντηση στα ερωτηματικά τους. Οι ιερείς, ανίκανοι να ψάλουν ή να εκφωνήσουν έναν τελευταίο λόγο για το ανύπαρκτο σχεδόν ποίμνιο τους, σφράγισαν τις πόρτες των εκκλησιών, άναψαν δεκάδες κεριά και λαμπάδες κι αυτοπυρπολήθηκαν.
Την Κυριακή η πόλη είχε για τα καλά ερημώσει. Χιλιάδες πτώματα παρατημένα σε κάθε γωνιά της είχαν ήδη αρχίσει να αποσυντίθεντο. Κανείς δεν μπορούσε να τα θάψει μιας και κανένας εργαζόμενος δεν είχε μείνει ζωντανός. Εμείς τα παιδιά παίζαμε στους δρόμους χωρίς να να μας πειράζει η μυρωδιά της σήψης ή που είχαμε χάσει τους γονείς μας. Οι γέροι έπιναν ανενόχλητοι τον καφέ τους στα μπαλκόνια, σαν να μην είχε τίποτα συμβεί.
Εκτός όμως από τον «άμαχο» πληθυσμό, υπήρξαν και κάποιοι άλλοι επιζήσαντες. Λιγοστοί αλλά ακόμα ζωντανοί και καθόλου διατεθειμένοι να ακολουθήσουν το παράδειγμα των εργαζομένων. Ήταν τα αφεντικά. Εκείνοι που ποτέ τους πραγματικά δεν είχαν δουλέψει. Ήταν οι μόνοι που δεν είχαν λόγο να αυτοκτονήσουν. Μαζεύτηκαν λοιπόν στην κεντρική πλατεία της πόλης, κάτω από το σταματημένο ρολόι του δημαρχείου, μιας και κανένας δεν υπήρχε διαθέσιμος να το κουρδίσει τώρα πια, για να συζητήσουν για τα τεκταινόμενα. Ξημέρωνε Δευτέρα. Μια βδομάδα μετά την θυσία των πρώτων πεσόντων. Φορούσαν όλοι παρόμοια ρούχα και αυτό τους έκανε τόσο ίδιους μεταξύ τους, άντρες και γυναίκες που έμοιαζε πιο πολύ με οικογενειακή συνάντηση η συνάθροιση τους παρά με επαγγελματικό μίτινγκ. Ο πιο μεγάλος από όλους ή πιο σωστά ο πιο πλούσιος από αυτούς, ο διευθυντής των διευθυντών, ανέβηκε πάνω σε ένα ξύλινο έδρανο για να βγάλει λόγο. Κρατούσε ένα λευκό μαντίλι μπροστά από το στόμα του γιατί τον ενοχλούσε απίστευτα η μυρωδιά του θανάτου και φαινόταν λιγάκι αδυνατισμένος από την μέρα που συνάντησε τη μικροκαμωμένη ηλικιωμένη κυρία.
Καθάρισε, βήχοντας, μια δυο φορές το λαιμό του κι ύστερα το σχεδόν ξύλινο σώμα του προσπάθησε να θυμηθεί τις συνήθεις χειρονομίες που συνόδευαν την επιβλητική φωνή του. Καθώς ανασήκωσε όμως το βλέμμα, είδε πως δεν απευθυνόταν στους εργαζομένους πια αλλά σε άλλους ίδιους σαν κι αυτόν. Σε ποιον θα έδινε διαταγές τώρα; Ποιον θα προσπαθούσε να επιβληθεί; Ποιος από αυτούς θα τον φοβόταν; Κανένας. Το κορμί του άδειασε ξαφνικά λες και η σκέψη αυτή σκέβρωσε το σπονδυλική του στήλη. Παράξενο πως το θεόρατο κορμί του τώρα είχε πάρει την φόρμα του κορμιού των εργαζομένων. Έβηξε άλλη μια φορά, άψυχα, και μια νέα φωνή ξεπρόβαλε μέσα από το στόμα του. Μια αδύναμη φωνή. Μια φωνή απελπισμένη.
«Βρισκόμαστε εδώ, αγαπητοί φίλοι, για να μιλήσουμε για τις φοβερές αυτές εξελίξεις και το μεγάλο πρόβλημα που προέκυψε από τους αλλεπάλληλους θανάτους όλων εκείνων των ανεγκέφαλων εργαζομένων. Θα αφήσω τους προλόγους, μια και γνωριζόμαστε πολύ καλά μεταξύ μας και γνωρίζουμε επίσης το αδιέξοδο της πρωτοφανούς αυτής κατάστασης. Η παραγωγή σταμάτησε. Τις πρώτες μέρες της τελευταίας εβδομάδας άρχισαν όλα τα εργοστάσια και η εταιρίες να υπολειτουργούν και μέχρι το τέλος της διεκόπη η γραμμή παραγωγής. Αυτό αξιότιμοι φίλοι μου, πρέπει να σημάνει για μας συναγερμό. Η κατάσταση είναι έκτακτης ανάγκης και πρέπει όλοι να συνεργαστούμε και να δούμε πως θα ξεπεράσουμε αυτήν την κρίση. Περιμένω τις προτάσεις σας! Όσο το γρηγορότερο δράσουμε τόσο το καλύτερο για όλους μας!» Καθάρισε μια δυο φορές το λαιμό του και έκανε δυο βήματα προς τα πίσω από το έδρανο περιμένοντας τις προτάσεις που είχαν να κάνουν οι παρευρισκόμενοι.
Το πλήθος έμεινε ασάλευτο να τον κοιτάζει για αρκετή ώρα, ώσπου μετά από λίγο άρχισαν όλοι να κοιτάζονται μεταξύ τους, ψάχνοντας με αγωνία το πρόσωπο που θα είχε κάτι να προτείνει στη δύσκολη ετούτη ώρα.
«Ίσως...» Είπε μια διστακτική φωνή και όλα τα κεφάλια γύρισαν σαν απεγνωσμένοι προβολείς να την εντοπίσουν.
«Ίσως... Αν ξαναστέλναμε τα παιδιά να δουλέψουν! Δεν είναι και η πρώτη φορά που το κάνουμε εξάλλου. Κάποια από αυτά μπορούν πολύ εύκολα να κουβαλήσουν φορτία, άλλα είναι αρκετά έξυπνα και χειρίζονται με φοβερή άνεση τους υπολογιστές... Για λίγα χρόνια ώσπου να ενηλικιωθούν... Είναι πολύ φτηνά εργατικά χέρια εξάλλου! Τα ξεγελάς με ένα παιχνίδι ή κάποιο γλυκό!» Κάποιοι κούνησαν τα κεφάλια τους θετικά, άλλοι γέλασαν ειρωνικά και βρήκαν την πρόταση τελείως ανέφικτη, και κάποιοι άλλοι με αγωνία έψαχναν τον επόμενο που θα μιλούσε και που ίσως θα πρότεινε μια καλύτερη ιδέα.
«Οι συνταξιούχοι...» Φώναξε κάποιος άλλος. Το πλήθος τον αναζήτησε αλλά δεν μπορούσε να τον δει. Εκείνος, μιας και ήταν μικροκαμωμένος, ανέβηκε σε μια καρέκλα για να έχει οπτική επαφή με όλον τον κόσμο. «Οι συνταξιούχοι, ξέρω γω, γνωρίζουν ήδη πολύ καλά τη δουλειά, και είναι ξέρω γω, πιο χρήσιμοι από τα παιδιά στην παρούσα φάση. Τα παιδιά θέλουν χρόνο για να εκπαιδευτούν, ενώ οι συνταξιούχοι γνωρίζουν ήδη το αντικείμενο τους. Να τους επαναφέρουμε, ξέρω γω, όλους πίσω στις θέσεις τους, εργασιακή επιστράτευση!» Μουρμούρισε.
«Οι γέροι θα διδάξουν τα παιδιά. Να δουλέψουν όλοι τους! Όσο πιο πολλοί τόσο το καλύτερο για μας!» Φώναξε κάποιος τρίτος με ενθουσιασμό και το πλήθος ξέσπασε σε χειροκροτήματα.
Μια μικροκαμωμένη ηλικιωμένη κυρία προσπέρασε τους παρευρισκόμενους, ανέβηκε τα σκαλάκια που οδηγούσαν στο ξύλινο βάθρο, τέντωσε αργά αργά το κορμί της και προσπάθησε με το χέρι της να φτάσει το μικρόφωνο. Καθώς το τράβαγε κοντά στο πρόσωπο της εκείνο ούρλιαξε υστερικά, λες και προσπαθούσε να αντισταθεί στο τράβηγμα της.
«Οι γέροι συνταξιούχοι δεν έχουν ακολουθήσει εδώ και χρόνια την τεχνολογία. Και τα παιδιά είναι ανώριμα και έχουν το νου τους στο χαζολόγημα και στο παιχνίδι. Μα ακόμα κι αν κατάφερναν να γυρίσουν στην γραμμή παραγωγής και να παράξουν αγαθά, διδάσκοντας τα ανεγκέφαλα παιδιά οι ξεκουτιασμένοι γέροι, σε ποιον θα τα πουλήσετε; Δεν έμεινε κανένας να τα καταναλώσει!» Είπε ατάραχα, λες κι η φωνή δεν έβγαινε από το στόμα της αλλά ήταν ηχογραφημένη. Έσπρωξε το μικρόφωνο πίσω στη θέση του, εκείνο ούρλιαξε για άλλη μια φορά. Και έφυγε. Το πλήθος έμεινε σαστισμένο. Οι παρευρισκόμενοι κύριοι και κύριες, που έμοιαζαν όλοι μεταξύ τους σαν να ήταν συγγενείς, κοιταζόντουσαν με απόγνωση. Το δέρμα στα έτσι κι αλλιώς λευκά κι ανέκφραστα πρόσωπα τους, μην μπορώντας να πανιάσει περισσότερο, έσκασε κατά τόπους και δημιούργησε δεκάδες ρυτίδες έκφρασης γύρω από τα μάτια και το μέτωπο, εκφράζοντας δεκάδες συναισθήματα καταχωνιασμένα από καιρό μέσα στις παγωμένες καρδιές τους. Πρόσωπα που καθρέφτιζαν ένα και μόνο συναίσθημα τώρα πια. Την απόγνωση. Χωρίς εργατικό δυναμικό να εκμεταλλεύονται, ένιωθαν και εκείνοι όπως οι αλλοτινοί τους σκλάβοι. Άνθρωποι χωρίς όνειρα.
Κανείς δεν είχε απομείνει να αγοράζει τα αγαθά τους, εμείς τα παιδιά και οι γέροι καταναλώναμε ελάχιστα σε σύγκριση με τους άλλους. Οι άλλοι αγόραζαν σπίτια, αυτοκίνητα, κοσμήματα. Ήταν αδιανόητο να συγκριθούν οι οικονομικές απολαβές με τις φρυγανιές σικάλεως των γερόντων, τις φρουτόκρεμες των νηπίων και τα φτηνιάρικα παιχνίδια εισαγωγής των παιδιών.
Έφυγαν όλοι μαζί, με τη λήξη της ανούσιας συνεδρίασης, και περπατούσαν τόσο αργά που έπρεπε να προσέξεις αρκετή ώρα για να καταλάβεις αν πραγματικά μετακινούνται ή όχι. Τα πρόσωπα τους σκυθρωπά και τα κορμιά τους σκεβρωμένα, τυλιγμένα στα ακριβά υφάσματα και τα δερμάτινα παπούτσια. Τα αεροπλάνα που πετούσαν από ψηλά έβλεπαν την κατεστραμμένη πόλη, τα ερείπια και τις φωτιές, και μια σειρά ανθρώπων να περπατάει ο ένας πίσω από τον άλλο νωχελικά. Παράξενο, μα πρώτη φορά τα αφεντικά έμοιαζαν με πρόβατα.
Κανένας δεν ξενοδούλεψε ποτέ έπειτα από εκείνα τα γεγονότα!
* Γεννήθηκα το 1982. Από μικρή θυμάμαι τον εαυτό μου να γράφω ιστορίες για να μπορώ να επικοινωνήσω με τους άλλους ανθρώπους. Προσπάθησα μέσα από κόμιξ, κείμενα για το ραδιόφωνο, θεατρικά έργα, ταινίες και σενάρια μικρού μήκους, αλλά νομίζω πως η λογοτεχνία ήταν πάντα ο τρόπος να ακούγεται πιο καθαρά η φωνή μου. Νιώθω πολύ όμορφα όταν ο κόσμος σχολιάζει αυτά που γράφω. Φανταστείτε κάποιον που χρόνια νόμιζε πως μιλούσε στον τοίχο και μια μέρα ο τοίχος του αποκρίθηκε. Έτσι κάπως αισθάνομαι όταν οι ιστορίες μου αγγίζουν τους αναγνώστες. Τα τελευταία τρία χρόνια ζω και εργάζομαι στο Λονδίνο και ψάχνω τον τρόπο να εκφράσω την αλήθεια που έχω μέσα μου. [ δικτυακός τόπος ] [ ιστολόγιο ] [ facebook ] [ email ]
Ενότητα
ΔΙΗΓΗΜΑΤΑ