Τρίτη 16 Απριλίου 2013
Διήγημα : SOUL MATE
της Δώρας Μοσχονά *
Μια γλυκιά χαλάρωση την είχε καταβάλει, έτσι όπως παρέμενε ξαπλωμένη στο αναπαυτικό κρεβάτι. Από το παράθυρο έβλεπε έξω τα ανεμοδαρμένα από τους παφλασμούς των κυμάτων βράχια. Της φαινόταν πως άκουγε το τρανζίστορ να παίζει εκείνο το τραγούδι που σιγοτραγουδούσε εκείνος κάθε Κυριακάτικο πρωινό. Δεν μπορούσε να θυμηθεί τα λόγια, δεν μπορούσε να θυμηθεί το πρόσωπό του. Εδώ και λίγο καιρό επικρατούσε στο εξοχικό μια ατελείωτη ησυχία….
Σηκώθηκε με πόνο στην καρδιά. Έριξε λίγο νερό στον πρόσωπό της και τράβηξε προς την κουζίνα. Το στομάχι της το ένιωθε άδειο, είχε μέρες να βάλει μπουκιά στο στόμα της. Με αργές και άψυχες κινήσεις, κατάφερε να βάλει λίγο γάλα στην κούπα της. Κοίταξε την εξώπορτα του σπιτιού της, καθισμένη στην αγαπημένη της πολυθρόνα και παρατήρησε πως ήταν στεφανωμένη με μαύρη κορδέλα. Δεν είχε φύγει ακόμα, παρέμενε εκεί, σκουρόχρωμη, σκοτεινή και κρύα όπως και η καρδιά της.
Δύο μήνες είχαν περάσει από το χαμό του, αλλά οι πληγές του παρελθόντος παρέμεναν ακόμα ανοιχτές και πονούσαν φοβερά. Ο χρόνος που όπως λένε είναι ο καλύτερος γιατρός, να τις γιατρέψει, ψέματα το λένε. Το μόνο που μπορεί να κάνει είναι να επουλώσει τα εμφανή σημάδια και να σταματήσει το αίμα που τρέχει και γίνεται ποτάμι. Έτσι ώστε αν κάποιος ήθελε να τις παρατηρήσει, να διακρίνει μόνο τις αχνές ουλές.
Από το παράθυρο σχηματίστηκε ρεύμα και πέταξε κάτω την φωτογραφία του. Την σήκωσε με ευλάβεια και δάκρυα κύλησαν στα μαγουλά της. Ήθελε να αδράξει μια ακτίνα φωτός και να την κάνει ελπίδα. Να ζυγίσει πάνω της τα φυσικά φαινόμενα της μοίρας και να τα καταλάβει ξανά την αντίφαση της πολύμορφης σκιάς των φόβων της. Στο βασίλειο των σκέψεων της, επικρατούσε εκείνος. Ένιωθε πως κάθε μέρα ολοένα και άλλαζε. Μα πάντα παρέμενε η ίδια. Κοιμόταν με την ελπίδα να τον συναντήσει στα όνειρά της, να νιώσει απελευθερωμένη και δυνατή, πάνω στους ίππους της μηχανής που οδηγούσε εκείνος. Να ακούει ήχους πρωτόγνωρους, να βλέπει εικόνες που ξόρκιζαν κάθε τι κακό και άσχημο.
Το εκκρεμές ρολόι στον τοίχο χτύπησε πέντε το απόγευμα. Πως είχε περάσει η ώρα και εκείνη δεν το είχε καταλάβει καν; Στις εφτά είχε κανονίσει να βρεθεί με την φίλη της, την Κική. Έκανε να σηκωθεί μα την προσοχή της τράβηξε ένα μικρό χελιδόνι που στεκόταν στο παραπέτο του παραθύρου. Ήταν μικρό και ανυπεράσπιστο. Προσπαθούσε να ανοίξει τα φτερά του και να πετάξει μακριά… Δεν είναι πάντα εύκολο να παλεύεις με τον εαυτό σου. Είναι όμως δυσκολότερο να παραδίνεσαι σε αυτόν! Και αυτή, αυτό είχε κάνει… Σηκώθηκε αποφασιστικά, ντύθηκε γρήγορα και βγήκε από την σκουρόχρωμη πόρτα χωρίς δεύτερη σκέψη.
[….] Το βράδυ ξάπλωσε πάλι με την ίδια ελπίδα. Άφησε τον εαυτό της να ταξιδέψει στην παραλία που είχαν πάει την τελευταία φορά. Η άμμος της έκαιγε τα πόδια ενώ εκείνος της έκανε νεύμα να μπει στο νερό. Άφησε την επιφάνεια και βυθίστηκε μαζί του στο περίεργο κόσμο του οποίου οι κάτοικοι αναπνέουν, ζουν και κινούνται μέσα στο υγρό στοιχείο σχεδιάζοντας τροχιές που μιμούνται την κίνηση των πουλιών στον ουρανό. Η έλλειψη βαρύτητας, τους έδινε τη χαρά της ελεύθερης κίνησης προς όλες τις διαστάσεις του χώρου, σ ‘ένα περιβάλλον άπειρα μαγευτικό. Περιπλανιόταν μέσα στη γαλανή μάζα του νερού και ανακαλύπτει έκθαμβη ότι η θάλασσα δεν είναι η μυστηριώδης και ζοφερή, εκείνη των παραμυθιών και των θρύλων, όπου ζουν απαίσια τέρατα και παραμονεύουν τρομεροί κίνδυνοι. Διαπιστώνει ότι είναι ένας φανταστικά όμορφος κόσμος με συναρπαστικό ενδιαφέρον και κινδύνους μικρότερους από αυτούς που απειλούν την καθημερινή μας ζωή.
Αυτή η ευχάριστη διείσδυση μέσω της λεπτής φλούδας που ονομάζεται «επιφάνεια», σ ‘ένα άλλο κόσμο, έχει και αυτή μια άλλη πλευρά. Αυτή των αμείλικτων φυσικών νόμων και αριθμών… εκείνος της αφήνει το χέρι και χάνεται σε μια διάθλαση φωτός. Αφήνει τον αέρα να βγει από τα πνευμόνια της και αναδύεται στην επιφάνεια. Ξυπνά με αγωνία να τον προλάβει πριν φύγει ξανά..!
Αυτή τη φορά όμως κατάλαβε από κάθε φορά πως ένα κεφάλαιο της ζωής της έχει κλείσει. Πως όλα τα βιβλία έχουν ένα τέλος. Το δικό της δεν έχει τελειώσει ακόμη, του Αρίστου όμως η τελευταία σελίδα του βιβλίου του ήταν κρύα και σύντομη… Πρέπει να την αγαπήσει και αυτή, για να μπορέσει να συνεχίσει. Να νικήσει τους φόβους της και να βγει από τα «εσωτερικά» και «ψυχικά» μονοπάτια όπου έχει χαθεί. Να συνειδητοποιήσει πως υπάρχουν «παράλληλες» αλλά και «τεμνόμενες» ζωές και είμαστε αναγκασμένη να πορευόμαστε, νικώντας τη μέρα…
Ανασηκώνετε και ανάβει το φως από το πορτατίφ πάνω στο κομοδίνο της. Ανοίγει το πρώτο συρτάρι και βγάζει έξω το κουτί. Το ανοίγει και προσπαθεί να μυρίσει το αποξηραμένο τριαντάφυλλο που βρίσκεται στο εσωτερικό του. Ήταν δώρο από την πρώτη τους επέτειο.
Ας αναπαύσει ο Θεός την ψυχή του και να είναι ανάλαφρο το χώμα που τον σκεπάζει… κάνει το σταυρό της ενώ δάκρυα ανάμνησης τρέχουν στα μαγουλά της και λέει στον εαυτό της να μην θρηνεί για το αναπόφευκτο.
Ο θάνατος είναι τόσο σίγουρος για τον γεννημένο, όσο η γέννηση για τον νεκρό. Ο χαμένος σύντροφός της, δεν είναι αποθαμένος, μα πήρε πιο πριν από εκείνη το δρόμο για τον ύπνο χωρίς όνειρα…..!
* Η Δώρα Μοσχονά γεννήθηκε στην Αθήνα. Σπούδασε βιολόγος στην Μ.Βρετανία. Το πρώτο της μυθιστόρημα είναι "Μην ξεχάσεις να πάρεις ανάσα" από τις Εκδόσεις Άπαρσις. Το πρώτο της διήγημα με τίτλο "ΑΝΤΙΟ" κυκλοφορεί ήδη στο διαδίκτυο στον ιστότοπο "One Story".
Ενότητα
ΔΙΗΓΗΜΑΤΑ