της Ρένας Πετροπούλου Κουντούρη *
ΣΤΡΑΤΟΣ
Μπήκε το Μεγαλοβδόμαδο. Χαρά Θεού αυτές τις μέρες. Το χωριό νήστευε, εκκλησιαζόταν, η παράδοση πλάταινε κι ανασταινόταν απ’ άκρη σ’ άκρη. Απ’ τη Μεγάλη Δευτέρα γινόταν χαλασμός κόσμου απ’ τις γιορτιάτικες ετοιμασίες. Τα σπίτια ένα προς ένα κάτασπρα , φρεσκοασβεστωμένα φορούσανε κι αυτά τα γιορτινά τους. Στεφανωμένα μ’ όλης της πλάσης τα λουλούδια στους κήπους, τις αυλές, τα παρτέρια και τις ντενεκεδένιες γλάστρες, καμάρωναν τη φορεσιά τους τη λαμπριάτικη όπως τα παιδιά, τα πιο τυχερά που οι γονείς τους είχανε να πληρώσουνε για να γκινιάσουνε καινούριες φορεσιές και σκολιανά παπούτσια.
Τα λιγότερο τυχερά φορούσανε αυτά που’ χανε , μα καθαρά, φρεσκοπλυμένα απ’ τις μανάδες τους στην ακροποταμιά μ’ αθωμαντήλα* (* στάχτη, με πορτοκαλόφλουδα και δάφνη, που μπαίνει πάνω από τα λερωμένα ρούχα) και καυτό νερό, για να γεννούν χιονάτα. Μεγάλη Πέμπτη οι νοικοκυρές βάφανε τ’ αυγά, αφού τα στολίζανε πρώτα με φυλλαράκια μαϊντανού, άνηθου, ροβιθιάς και δάφνης. Μαλάσανε χλωρές μυζήθρες, που τις κρεμούσανε σε μαντήλια μπαμπακερά, να σουρώσουνε τα ζουμιά τους για να κάνουνε καλιτσούνια. Γριές και νιές σ’ αγαθή συμπόρευση ζυμώνανε ψωμιά, εφτάζυμα, λαμπροκούλουρα. Άναβαν οι άντρες τον ξυλόφουρνο, να φουρνίσουνε να ξεφουρνίσουνε τα ροδοψημένα κουλούρια , να μοσχοβολήσει η γειτονιά , να σπάσουν οι μύτες, να δοκιμαστεί η πίστη όλων αυτών που νηστεύανε .
Η Ρήνη μου όλη την βδομάδα καταγίνονταν με τσι σπιτοδουλειές. Πέντε κουκουναρές εφτάζυμες μ’ ένα κόκκινο αυγό στη ράχη της καθεμιάς -τόσες όσα και τα βλαστάρια μας, η Άννα, η Αντωνία, η Ζαχαρούλα, ο Κωστής και τ’ Αλεκάκι μας το στερνοβίζι- κείτονταν μοσχομυριστές, γυαλιστερές, στο ψάθινο πανέρι σκεπασμένες με μια ξομπλιαστή, υφαντή πετσέτα, στον απάνω ρούκουνα ( γωνία) του σπιτιού. Νωρίς τ’ απογέματα γύριζε μ’ άλλες γυναίκες στα ξωμονάστηρα τ’ Αϊ Γιώργη, τ’ Αϊ Φανούρη για να καθαρίσουνε, ν’ ανάψουν τα καντήλια και να μαζέψουνε αγριολούλουδα φρέσκα , κρινάκια, μαχαιρίδες, ζουμπούλια, λεμονανθούς και ρόδα για να στολίσουνε τον Επιτάφιο.
ΡΗΝΗ
Μεγάλη Πέμπτη απόψε. Είχε ‘’αγρυπνιά’’. Τα Δώδεκα Ευαγγέλια και η Σταύρωση. Είχα ετοιμάσει από βραδύς τα καλά ρούχα του άντρα μου , τα δικά μου και των κοπελιών. Σαν γαμπρό τον συνόδεψα το Στράτο μου στην πόρτα και τον κρυφοκαμάρωνα καθώς ήταν ντυμένος με την τσόχινη φορεσιά , το καθαρό πουκάμισο, τη μεταξωτή ζώνη και τα γυαλισμένα στιβάνια. Άντρας λεβέντης, περήφανος, δικός μου. Μετά καταπιάστηκα να ετοιμάσω τις κοπέλες μου και τα παλικαράκια μου, με φρεσκοπλυμένα , μοσχομυριστά ρούχα. Στάθηκα και τα κοίταζα έτσι όπως ήταν έτοιμα για φωτογραφία , χαμογελαστά, ομορφοχτενισμένα, με τις μπούκλες τους λεύτερες τα κορίτσια , με τα κοντά παντελονάκια και τα πουκάμισα τα καμποτένια - που τους είχα εγώ ράψει- τ’ αγοράκια μου. Μα τι όμορφα κοπέλια έχω γω! Είπα μέσα μου και τα σταύρωσα. Έφτυσα και τρεις φορές στον κόρφο μου για να μη μας πιάσει μάτι.
Εγώ ντύθηκα τελευταία. Έβαλα τη μακριά μου φούστα με τους ‘’χαρμπαλάδες’’, το κοντό βελουδένιο μου γελεκάκι , τα σκουλαρίκια τα χρυσά της μακαρίτισσας της πεθεράς μου, έριξα και το καινούριο κλαρωτό μαντήλι στο λαιμό μου, δώρο της Γερμανίδας της Ζαμπέλ απ’ την πατρίδα της. Κοιτάχτηκα στον καθρέφτη . Ωραία μου πήγαινε. Μου σκέπαζε τους ώμους.
Μέσα στην εκκλησιά λίγο το φως απ’ τα κεριά και τα καντήλια. Ήταν γεμάτη κόσμο μέχρι έξω τον χωματένιο αυλόγυρο. Ψάλλανε οι ψαλτάδες, οι γυναίκες κάνανε βαθιές μετάνοιες, ο καντηλανάφτης με σεμνότητα βαστούσε στο ζερβό του χέρι μια λαμπάδα από σκούρο κερί κι άνοιγε δρόμο για να περάσει ο παπά Χρήστος με τ’ ασημένιο θυμιατό π’ ανέμιζε πάνω κάτω , σκορπίζοντας καπνούς από θυμίαμα ευωδιαστό και ρίγη συγκίνησης. Όταν τελείωσε το πέμπτο Ευαγγέλιο, δυο άντρες χεροδύναμοι, ο Στελής του Κοχράκη κι ο Αντώνης του Μιχελή, κύλησαν μια πέτρα μεγάλη απ’ το ιερό και την άφησαν στη μέση του ναού. Πίσω ο παπά Χρήστος έφερε στον ώμο τον Εσταυρωμένο Χριστό. Κάρφωσαν τον σταυρό στη σχισμή της πέτρας και τον στερέωσαν με σφήνες. Τότε κατέβηκε ο πρωτοψάλτης του Σωτήρα ο Ντελονικολής με το βιβλίο των ψαλμών στο χέρι και στάθηκε μπροστά στον σταυρό. Ψηλός, ευθυτενής, με το μουστάκι το τσιγκελωτό που ‘ χε αρχίσει δειλά- δειλά ν’ ασπρίζει σαν και τα μηνίγγια του, με το κροσσωτό κεφαλομάντηλο ριγμένο στους ώμους του έμοιαζε μ’ αυτοκράτορα. Υποκλίθηκε ευλαβικά κι άρχισε με φωνή αγγελική, βυζαντινή να ψάλλει .
"Σήμερον κρεμάται επί ξύλου ο εν ύδασι την γην κρεμάσας(τρις).
Στέφανον εξ ακανθών περιτίθεται ο των Αγγέλων βασιλεύς.
Ψευδή πορφύραν περιβάλλεται ο περιβάλλων τον ουρανόν εν νεφέλαις.
Ράπισμα καταδέξατο ο εν Ιορδάνη ελευθερώσας τον Αδάμ.
Ήλοις προσηλώθη ο Νυμφίος της Εκκλησίας.
Λόγχη εκεντήθη ο υιός της Παρθένου.
Προσκυνούμεν σου τα πάθη Χριστέ (τρις)
Δείξον ημίν και την ένδοξόν σου Ανάστασιν."
Έψαλλε με τέτοια δύναμη ψυχής, με τέτοιο παλμό, με τα μάτια κλειστά συνεπαρμένος απ’ την γοητεία, από τον οίστρο της ίδιας της μελωδίας που οι πέτρες ραγίζανε , τα μεσοδόκια τρίζανε, φουντώνανε οι ψυχές των χωριανών, χτυπώντας τρελά, ακανόνιστα, ποθώντας να σπάσουν την αμπάρα του στήθους. Αναπαμό βρίσκανε μοναχά σε πλήθος δάκρυα. Ούτε ένας μέσα στην εκκλησιά δεν απόμεινε αδάκρυτος. Ούτ’ ένας δεν απόμεινε να μη ριγήσει σύγκορμος, μπροστά στην κορύφωση του θείου δράματος. Όλοι μας , βλέπεις, κουβαλούσαμε ένα Χριστό μέσα μας. Καθείς σταύρωνε, αποκαθήλωνε κι ανάσταινε κάθε φορά τον δικό του Εσταυρωμένο. Ο Ντελονικολής όταν τέλειωσε το αντίφωνο της Σταύρωσης, γονάτισε τρεις φορές. Μετά έσκυψε και προσκύνησε τα άχραντα πόδια του Ιησού, στο σημείο που είχαν καρφώσει τα καρφιά, τα βουτηγμένα σε αίμα άλικο, ζωγραφισμένο με πινέλο τρεμάμενο κι αποχώρησε. Ήρθαν οι κοπελιές κατόπιν και με κορδόνια από λεμονανθούς, στεφάνια μ’ αγριολούλουδα, ζουμπούλια, μενεξέδες και ρόδα στεφάνωσαν τον ματωμένο γλυκύ Ναζωραίο. Σε λίγο τέλειωσαν τα δώδεκα Ευαγγέλια. Όλο το εκκλησίασμα μ’ άφατη συγκίνηση στάθηκε στη σειρά για να προσκυνήσει τον Εσταυρωμένο.
Βγήκαμε από την εκκλησιά μ’ ανάκατα συναισθήματα. Κανείς μας, ούτε καν τα παιδιά δεν μιλούσαν. Μια γλύκα και μια πίκρα ανάμεικτη μας ανακάτωνε τα σωθικά.
(Το μυθιστόρημα "Στο δρόμο με τις πικροδάφνες" κυκλοφόρησε το 2007 από την Εμπειρία Εκδοτική)
* Η Ρένα Πετροπούλου Κουντούρη γεννήθηκε στο Ηράκλειο Κρήτης. Είναι καθηγήτρια Σχεδίου Μόδας με μεταπτυχιακές σπουδές στο Παρίσι. Παράλληλα ασχολείται με την Ζωγραφική, τον Σχεδιασμό Κοσμημάτων, την Ποίηση και τη Λογοτεχνία. Από το 2001 μέχρι σήμερα, έχουν εκδοθεί 14 βιβλία της (ποιητικές συλλογές, μυθιστορήματα, διηγήματα , παιδικά βιβλία-απόσπασμα βιβλίου της διδάσκεται στην Ε’ Δημοτικού- και παιδικό θέατρο), ενώ άρθρα και βιβλιοκριτικές της δημοσιεύονται στον τύπο, το διαδίκτυο και σε λογοτεχνικά περιοδικά. Είναι συντονίστρια της Λέσχης Ανάγνωσης’’ Λογοτεχνικός κύκλος Ηρακλείου’’. Τηλεόραση, ραδιόφωνο, παρουσιάσεις Ελλήνων και Ξένων Λογοτεχνών και συνεχείς επισκέψεις σε σχολεία συγκαταλέγονται επίσης στο ενεργητικό της. Διατηρεί το ιστολόγιο http://renapetropoulou.blogspot.gr
ΣΤΡΑΤΟΣ
Μπήκε το Μεγαλοβδόμαδο. Χαρά Θεού αυτές τις μέρες. Το χωριό νήστευε, εκκλησιαζόταν, η παράδοση πλάταινε κι ανασταινόταν απ’ άκρη σ’ άκρη. Απ’ τη Μεγάλη Δευτέρα γινόταν χαλασμός κόσμου απ’ τις γιορτιάτικες ετοιμασίες. Τα σπίτια ένα προς ένα κάτασπρα , φρεσκοασβεστωμένα φορούσανε κι αυτά τα γιορτινά τους. Στεφανωμένα μ’ όλης της πλάσης τα λουλούδια στους κήπους, τις αυλές, τα παρτέρια και τις ντενεκεδένιες γλάστρες, καμάρωναν τη φορεσιά τους τη λαμπριάτικη όπως τα παιδιά, τα πιο τυχερά που οι γονείς τους είχανε να πληρώσουνε για να γκινιάσουνε καινούριες φορεσιές και σκολιανά παπούτσια.
Τα λιγότερο τυχερά φορούσανε αυτά που’ χανε , μα καθαρά, φρεσκοπλυμένα απ’ τις μανάδες τους στην ακροποταμιά μ’ αθωμαντήλα* (* στάχτη, με πορτοκαλόφλουδα και δάφνη, που μπαίνει πάνω από τα λερωμένα ρούχα) και καυτό νερό, για να γεννούν χιονάτα. Μεγάλη Πέμπτη οι νοικοκυρές βάφανε τ’ αυγά, αφού τα στολίζανε πρώτα με φυλλαράκια μαϊντανού, άνηθου, ροβιθιάς και δάφνης. Μαλάσανε χλωρές μυζήθρες, που τις κρεμούσανε σε μαντήλια μπαμπακερά, να σουρώσουνε τα ζουμιά τους για να κάνουνε καλιτσούνια. Γριές και νιές σ’ αγαθή συμπόρευση ζυμώνανε ψωμιά, εφτάζυμα, λαμπροκούλουρα. Άναβαν οι άντρες τον ξυλόφουρνο, να φουρνίσουνε να ξεφουρνίσουνε τα ροδοψημένα κουλούρια , να μοσχοβολήσει η γειτονιά , να σπάσουν οι μύτες, να δοκιμαστεί η πίστη όλων αυτών που νηστεύανε .
Η Ρήνη μου όλη την βδομάδα καταγίνονταν με τσι σπιτοδουλειές. Πέντε κουκουναρές εφτάζυμες μ’ ένα κόκκινο αυγό στη ράχη της καθεμιάς -τόσες όσα και τα βλαστάρια μας, η Άννα, η Αντωνία, η Ζαχαρούλα, ο Κωστής και τ’ Αλεκάκι μας το στερνοβίζι- κείτονταν μοσχομυριστές, γυαλιστερές, στο ψάθινο πανέρι σκεπασμένες με μια ξομπλιαστή, υφαντή πετσέτα, στον απάνω ρούκουνα ( γωνία) του σπιτιού. Νωρίς τ’ απογέματα γύριζε μ’ άλλες γυναίκες στα ξωμονάστηρα τ’ Αϊ Γιώργη, τ’ Αϊ Φανούρη για να καθαρίσουνε, ν’ ανάψουν τα καντήλια και να μαζέψουνε αγριολούλουδα φρέσκα , κρινάκια, μαχαιρίδες, ζουμπούλια, λεμονανθούς και ρόδα για να στολίσουνε τον Επιτάφιο.
ΡΗΝΗ
Μεγάλη Πέμπτη απόψε. Είχε ‘’αγρυπνιά’’. Τα Δώδεκα Ευαγγέλια και η Σταύρωση. Είχα ετοιμάσει από βραδύς τα καλά ρούχα του άντρα μου , τα δικά μου και των κοπελιών. Σαν γαμπρό τον συνόδεψα το Στράτο μου στην πόρτα και τον κρυφοκαμάρωνα καθώς ήταν ντυμένος με την τσόχινη φορεσιά , το καθαρό πουκάμισο, τη μεταξωτή ζώνη και τα γυαλισμένα στιβάνια. Άντρας λεβέντης, περήφανος, δικός μου. Μετά καταπιάστηκα να ετοιμάσω τις κοπέλες μου και τα παλικαράκια μου, με φρεσκοπλυμένα , μοσχομυριστά ρούχα. Στάθηκα και τα κοίταζα έτσι όπως ήταν έτοιμα για φωτογραφία , χαμογελαστά, ομορφοχτενισμένα, με τις μπούκλες τους λεύτερες τα κορίτσια , με τα κοντά παντελονάκια και τα πουκάμισα τα καμποτένια - που τους είχα εγώ ράψει- τ’ αγοράκια μου. Μα τι όμορφα κοπέλια έχω γω! Είπα μέσα μου και τα σταύρωσα. Έφτυσα και τρεις φορές στον κόρφο μου για να μη μας πιάσει μάτι.
Εγώ ντύθηκα τελευταία. Έβαλα τη μακριά μου φούστα με τους ‘’χαρμπαλάδες’’, το κοντό βελουδένιο μου γελεκάκι , τα σκουλαρίκια τα χρυσά της μακαρίτισσας της πεθεράς μου, έριξα και το καινούριο κλαρωτό μαντήλι στο λαιμό μου, δώρο της Γερμανίδας της Ζαμπέλ απ’ την πατρίδα της. Κοιτάχτηκα στον καθρέφτη . Ωραία μου πήγαινε. Μου σκέπαζε τους ώμους.
Μέσα στην εκκλησιά λίγο το φως απ’ τα κεριά και τα καντήλια. Ήταν γεμάτη κόσμο μέχρι έξω τον χωματένιο αυλόγυρο. Ψάλλανε οι ψαλτάδες, οι γυναίκες κάνανε βαθιές μετάνοιες, ο καντηλανάφτης με σεμνότητα βαστούσε στο ζερβό του χέρι μια λαμπάδα από σκούρο κερί κι άνοιγε δρόμο για να περάσει ο παπά Χρήστος με τ’ ασημένιο θυμιατό π’ ανέμιζε πάνω κάτω , σκορπίζοντας καπνούς από θυμίαμα ευωδιαστό και ρίγη συγκίνησης. Όταν τελείωσε το πέμπτο Ευαγγέλιο, δυο άντρες χεροδύναμοι, ο Στελής του Κοχράκη κι ο Αντώνης του Μιχελή, κύλησαν μια πέτρα μεγάλη απ’ το ιερό και την άφησαν στη μέση του ναού. Πίσω ο παπά Χρήστος έφερε στον ώμο τον Εσταυρωμένο Χριστό. Κάρφωσαν τον σταυρό στη σχισμή της πέτρας και τον στερέωσαν με σφήνες. Τότε κατέβηκε ο πρωτοψάλτης του Σωτήρα ο Ντελονικολής με το βιβλίο των ψαλμών στο χέρι και στάθηκε μπροστά στον σταυρό. Ψηλός, ευθυτενής, με το μουστάκι το τσιγκελωτό που ‘ χε αρχίσει δειλά- δειλά ν’ ασπρίζει σαν και τα μηνίγγια του, με το κροσσωτό κεφαλομάντηλο ριγμένο στους ώμους του έμοιαζε μ’ αυτοκράτορα. Υποκλίθηκε ευλαβικά κι άρχισε με φωνή αγγελική, βυζαντινή να ψάλλει .
"Σήμερον κρεμάται επί ξύλου ο εν ύδασι την γην κρεμάσας(τρις).
Στέφανον εξ ακανθών περιτίθεται ο των Αγγέλων βασιλεύς.
Ψευδή πορφύραν περιβάλλεται ο περιβάλλων τον ουρανόν εν νεφέλαις.
Ράπισμα καταδέξατο ο εν Ιορδάνη ελευθερώσας τον Αδάμ.
Ήλοις προσηλώθη ο Νυμφίος της Εκκλησίας.
Λόγχη εκεντήθη ο υιός της Παρθένου.
Προσκυνούμεν σου τα πάθη Χριστέ (τρις)
Δείξον ημίν και την ένδοξόν σου Ανάστασιν."
Έψαλλε με τέτοια δύναμη ψυχής, με τέτοιο παλμό, με τα μάτια κλειστά συνεπαρμένος απ’ την γοητεία, από τον οίστρο της ίδιας της μελωδίας που οι πέτρες ραγίζανε , τα μεσοδόκια τρίζανε, φουντώνανε οι ψυχές των χωριανών, χτυπώντας τρελά, ακανόνιστα, ποθώντας να σπάσουν την αμπάρα του στήθους. Αναπαμό βρίσκανε μοναχά σε πλήθος δάκρυα. Ούτε ένας μέσα στην εκκλησιά δεν απόμεινε αδάκρυτος. Ούτ’ ένας δεν απόμεινε να μη ριγήσει σύγκορμος, μπροστά στην κορύφωση του θείου δράματος. Όλοι μας , βλέπεις, κουβαλούσαμε ένα Χριστό μέσα μας. Καθείς σταύρωνε, αποκαθήλωνε κι ανάσταινε κάθε φορά τον δικό του Εσταυρωμένο. Ο Ντελονικολής όταν τέλειωσε το αντίφωνο της Σταύρωσης, γονάτισε τρεις φορές. Μετά έσκυψε και προσκύνησε τα άχραντα πόδια του Ιησού, στο σημείο που είχαν καρφώσει τα καρφιά, τα βουτηγμένα σε αίμα άλικο, ζωγραφισμένο με πινέλο τρεμάμενο κι αποχώρησε. Ήρθαν οι κοπελιές κατόπιν και με κορδόνια από λεμονανθούς, στεφάνια μ’ αγριολούλουδα, ζουμπούλια, μενεξέδες και ρόδα στεφάνωσαν τον ματωμένο γλυκύ Ναζωραίο. Σε λίγο τέλειωσαν τα δώδεκα Ευαγγέλια. Όλο το εκκλησίασμα μ’ άφατη συγκίνηση στάθηκε στη σειρά για να προσκυνήσει τον Εσταυρωμένο.
Βγήκαμε από την εκκλησιά μ’ ανάκατα συναισθήματα. Κανείς μας, ούτε καν τα παιδιά δεν μιλούσαν. Μια γλύκα και μια πίκρα ανάμεικτη μας ανακάτωνε τα σωθικά.
(Το μυθιστόρημα "Στο δρόμο με τις πικροδάφνες" κυκλοφόρησε το 2007 από την Εμπειρία Εκδοτική)
* Η Ρένα Πετροπούλου Κουντούρη γεννήθηκε στο Ηράκλειο Κρήτης. Είναι καθηγήτρια Σχεδίου Μόδας με μεταπτυχιακές σπουδές στο Παρίσι. Παράλληλα ασχολείται με την Ζωγραφική, τον Σχεδιασμό Κοσμημάτων, την Ποίηση και τη Λογοτεχνία. Από το 2001 μέχρι σήμερα, έχουν εκδοθεί 14 βιβλία της (ποιητικές συλλογές, μυθιστορήματα, διηγήματα , παιδικά βιβλία-απόσπασμα βιβλίου της διδάσκεται στην Ε’ Δημοτικού- και παιδικό θέατρο), ενώ άρθρα και βιβλιοκριτικές της δημοσιεύονται στον τύπο, το διαδίκτυο και σε λογοτεχνικά περιοδικά. Είναι συντονίστρια της Λέσχης Ανάγνωσης’’ Λογοτεχνικός κύκλος Ηρακλείου’’. Τηλεόραση, ραδιόφωνο, παρουσιάσεις Ελλήνων και Ξένων Λογοτεχνών και συνεχείς επισκέψεις σε σχολεία συγκαταλέγονται επίσης στο ενεργητικό της. Διατηρεί το ιστολόγιο http://renapetropoulou.blogspot.gr