του Νίκου Κυριακίδη *
Ποιός να είναι ξύπνιος στο χωριό των μόνων;
Μάλλον τους πήρε ο ύπνος
Τους πήρε όπως τα τελευταία παιδιά τους τα μικρά
–Αγέννητα και γεννημένα–
Χρόνια πριν.
Άλλαξαν τις συνήθειες καιρό τώρα:
Ο παπάς με την εκκλησία ολόκληρη,
Τους επισκέπτεται έναν-έναν, κάθε Κυριακή.
Η μικρή χαμογελαστή κοπέλα
δείχνει άφοβα τα κουφάρια των δοντιών της.
Έρωτες πλέκονται συχνά – μα με κουβέντες μόνο
Κανένα σώμα δεν θέλει να χάσει την αυθυπαρξία του.
Ο πιο μικρός πηγαίνει στην πόλη,
Να φέρει και να πεί σ’ όλους τα νέα.
Οι πιο πολλοί βέβαια δεν ακούνε τα νέα:
Είναι ο μικρός παραστατικός και γουρλώνει τα μάτια σα μιλάει
Είναι κι η ευκαιρία –η μόνη– να βρεθούν όλοι μαζί:
Οι μόνοι.
Αγαπούν πολύ τον φωτογράφο στο χωριό
Έτσι που φυλακίζει τη μορφή, ενώ περνούν τα χρόνια.
Πάνε πολλά χρόνια που ένας γέροντας
–Νεκρός από τότε–
Είχε πει πως τα ζωντανά πλάι στους ανθρώπους,
Είναι γρουσουζιά.
Δεν βλέπεις σκύλο γάτα κότα κατσίκι
Άλλωστε όλοι τρώνε περίεργες ώρες
Περίεργα πράγματα
Και λίγο...
Μόνοι
Λιπόσαρκοι
Ολιγαρκείς
Λιγότεροι μέρα τη μέρα
Ήρεμο –θαρρείς ακίνητο– χωριό
Σα φτιαγμένο από άγγελους της τρέλας.
(από τη συλλογή “Δρόμοι με τα ματωμένα γόνατα”, το οποίο θα κυκλοφορήσει σε λίγες ημέρες από την Ars Poetica)
* Ο Νίκος Κυριακίδης γεννήθηκε το 1960 στην Αθήνα, κάτω απ΄τα προσφυγικά του Άγιου Σώστη στο Νέο Κόσμο. Σπούδασε Μαθηματικά στο Πανεπιστήμιο της Αθήνας και συνέχισε για δυο χρόνια τις σπουδές του σε μεταπτυχιακό επίπεδο στον τομέα των εφαρμοσμένων μαθηματικών, στο Πανεπιστήμιο Paul Sabatier της Τουλούζης στη Γαλλία. Γράφει επί πολλά χρόνια χωρίς να έχει δημοσιεύσει μέχρι το 2013 κάποια δείγματα της δουλειάς του, ή να έχει εκδώσει κάποια συλλογή του. Η πρώτη εμφάνιση των έργων του γίνεται ξαφνικά το 2012, με αναρτήσεις σε ιστολόγια ποίησης που τον φιλοξένησαν.
Ποιός να είναι ξύπνιος στο χωριό των μόνων;
Μάλλον τους πήρε ο ύπνος
Τους πήρε όπως τα τελευταία παιδιά τους τα μικρά
–Αγέννητα και γεννημένα–
Χρόνια πριν.
Άλλαξαν τις συνήθειες καιρό τώρα:
Ο παπάς με την εκκλησία ολόκληρη,
Τους επισκέπτεται έναν-έναν, κάθε Κυριακή.
Η μικρή χαμογελαστή κοπέλα
δείχνει άφοβα τα κουφάρια των δοντιών της.
Έρωτες πλέκονται συχνά – μα με κουβέντες μόνο
Κανένα σώμα δεν θέλει να χάσει την αυθυπαρξία του.
Ο πιο μικρός πηγαίνει στην πόλη,
Να φέρει και να πεί σ’ όλους τα νέα.
Οι πιο πολλοί βέβαια δεν ακούνε τα νέα:
Είναι ο μικρός παραστατικός και γουρλώνει τα μάτια σα μιλάει
Είναι κι η ευκαιρία –η μόνη– να βρεθούν όλοι μαζί:
Οι μόνοι.
Αγαπούν πολύ τον φωτογράφο στο χωριό
Έτσι που φυλακίζει τη μορφή, ενώ περνούν τα χρόνια.
Πάνε πολλά χρόνια που ένας γέροντας
–Νεκρός από τότε–
Είχε πει πως τα ζωντανά πλάι στους ανθρώπους,
Είναι γρουσουζιά.
Δεν βλέπεις σκύλο γάτα κότα κατσίκι
Άλλωστε όλοι τρώνε περίεργες ώρες
Περίεργα πράγματα
Και λίγο...
Μόνοι
Λιπόσαρκοι
Ολιγαρκείς
Λιγότεροι μέρα τη μέρα
Ήρεμο –θαρρείς ακίνητο– χωριό
Σα φτιαγμένο από άγγελους της τρέλας.
(από τη συλλογή “Δρόμοι με τα ματωμένα γόνατα”, το οποίο θα κυκλοφορήσει σε λίγες ημέρες από την Ars Poetica)
* Ο Νίκος Κυριακίδης γεννήθηκε το 1960 στην Αθήνα, κάτω απ΄τα προσφυγικά του Άγιου Σώστη στο Νέο Κόσμο. Σπούδασε Μαθηματικά στο Πανεπιστήμιο της Αθήνας και συνέχισε για δυο χρόνια τις σπουδές του σε μεταπτυχιακό επίπεδο στον τομέα των εφαρμοσμένων μαθηματικών, στο Πανεπιστήμιο Paul Sabatier της Τουλούζης στη Γαλλία. Γράφει επί πολλά χρόνια χωρίς να έχει δημοσιεύσει μέχρι το 2013 κάποια δείγματα της δουλειάς του, ή να έχει εκδώσει κάποια συλλογή του. Η πρώτη εμφάνιση των έργων του γίνεται ξαφνικά το 2012, με αναρτήσεις σε ιστολόγια ποίησης που τον φιλοξένησαν.