του Θάνου Αθανασιάδη *
Μπορούμε πάντα να οπισθοχωρήσουμε. Να βάλουμε την ουρά στα σκέλια, σαν δαρμένα σκυλιά, να κλαψουρίσουμε μόνοι, να μη μας πάρει είδηση κανείς. Μπορούμε και να αυτοκτονήσουμε ακόμη, να λυτρωθούμε από τη ντροπή της ανέχειας, της ανημπόριας, της αδυναμίας. Μπορούμε να τα παρατήσουμε όλα. Οι άλλοι νίκησαν, εμείς είμαστε οι ηττημένοι, έτσι δεν είναι;
Μπορούμε να μην αντισταθούμε καθόλου. Οι παρτιζάνοι είναι απολειφάδια άλλων εποχών. Δεν είναι αυτός ο καιρός για τους ήρωες του παρελθόντος, εκείνοι ήσαν έξοχοι, εμείς τιποτένιοι. Οι άλλοι νίκησαν, επειδή ήσαν περισσότεροι, επειδή ήσαν καλύτεροι, αλλά κυρίως, επειδή εκείνοι πάντοτε μπορούσαν να πετυχαίνουν αυτό που ήθελαν.
Μπορούμε να αποδεχθούμε το νομοτελειακό του πράγματος. Δεν ήμαστε φτιαγμένοι για περισσότερα. Όσος χρόνος, όσες δυνατότητες μας δόθηκαν, όσα χαρίσματα περηφανευόμαστε κάποτε ότι είχαμε, ήταν αυταπάτες και παραμύθια. Αυτή είναι η σκληρή πραγματικότητα. Οι άλλοι είναι καλύτεροι, πιο έξυπνοι, περισσότεροι και πιο δυναμικοί. Σωστά;
Για να συμπληρώσω - και μόνο – τους πιο πάνω συλλογισμούς, ήθελα ένα πράγμα να ρωτήσω: Έχετε δει ποιοι μας νίκησαν;
Εσύ, ρε φίλε, που κοιτάς και δε βλέπεις μπροστά σου, έχεις δει εσύ ποιοι σε νίκησαν; Τους είδες και δέχεσαι να σε νίκησαν αυτοί; Πες αλήθεια τώρα, αλήθεια τους κοιτάς; Είναι αυτοί άξιοι να σε νικήσουν; Οπισθοχώρησες μπροστά σε αυτούς; Κλαψούρισες εξαιτίας τους; Αυτοκτόνησες, επειδή δεν μπορούσες να τους αντέξεις; Αλήθεια, ρε φίλε;
Εσείς, ρε μάγκες, το δέχεστε αλήθεια αυτό; Να σας παίζουν πεντόβολα αυτοί; Σοβαρά τώρα, τι είδους μάγκες είστε; Το βαρύ είδος είστε σεις; Αλήθεια, ρε μάγκες; Και δέχεστε να είστε λιγότερο μάγκες από τους γέρους σας, ε; Από τα κουρέλια, τα φτωχαδάκια, τα πεινασμένα, που φάγανε μπομπότα και φλούδα λεμονιού, σύκα και κονιάκ τριάρι. Από αυτά τα λιμασμένα γερόντια που στα νιάτα τους ήτανε δυο πιθαμές κάτω το μπόι τους από το δικό σας. Που βλέπανε κρέας κάθε Χριστούγεννα και Πάσχα. Από αυτούς είστε λιγότερο δυνατοί;
Κι εσύ, κοπελιά; Κι εσύ είσαι λιγότερο δυνατή από τη γιαγιά σου; Σου είπε, άραγε, προτού να χαθεί για πάντα από το σκληρό τούτο κόσμο, τι πραγματικά σήμαινε η έκφραση «θα τον αγαπήσεις»; Σου είπε ποιος τη βίασε πρώτος, ποιος δεύτερος και ποιος τρίτος, μέχρι να τη βιάσει νόμιμα ο άντρας της; Σου είπε για το χωράφι που γέννησε τη μάνα σου; Σου είπε για την πείνα, το ξύλο, τη ντροπή; Κι εσύ, κοπελιά, την ξέχασες τη γιαγιά σου; Νομίζω ότι τελευταία της λέξη ήταν «να είσαι ευτυχισμένη». Είσαι ευτυχισμένη, κοπελιά; Κι ας το δέχεσαι αυτό;
Θυμάστε, φίλοι, πώς ήταν στο σχολείο αυτοί που μας νίκησαν; Ο σπασίκλας, ο ξενέρωτος, ο άγαμος, ο φλούφλης, ο καραγκιόζης, ο κακός, ο μίζερος, το φλύντρο. Τους θυμάστε; Θυμάστε ότι κάποιες φορές πιάνατε τυχαία τα γεμάτα φθόνο βλέμματά τους; Θυμάστε την αμηχανία σας, όταν νιώθατε τη ζήλεια τους, Θυμάστε εκείνα τα περιστατικά, όταν κάποιος από αυτούς σας έλεγε: «Θα σου δείξω εγώ!!»; Γελάγατε τότε, μάγκες και κούκλες. Αλλά οι καιροί άλλαξαν, ε; Νικηθήκατε από τους φλούφληδες, από τα φλύντρα. Είναι εντάξει αυτό;
Αλήθεια θέλετε να συνεχίσει έτσι; Αλήθεια αντέχετε να συνεχιστεί έτσι; Αλήθεια είναι τελεσίδικη και οριστική η ήττα σας; Αυτό ήταν; Τέλειωσε; Πάνε οι μαγκιές, πάνε οι ομορφιές; Πάνε όλα; Δε θέλετε να αλλάξει; Αποδεχτήκατε την ήττα σας; Θα αυτοκτονήσει κανένας από σας αύριο – μεθαύριο από ντροπή, από φτώχεια, από ανημπόρια, από ανέχεια, από δειλία;
Ρε, μπας κι είστε δειλοί;
Μήπως είστε χέστηδες, κιοτήδες, φοβητσιάρηδες, λαγοί, άνανδροι, κατρουλήδες;
Μήπως τζάμπα πάνε τα λόγια;
Μήπως ήσαστε πάντοτε λιγότεροι από το τίποτα;
Μήπως δεν ήσαστε ποτέ περήφανοι, δυνατοί, γενναίοι;
Ή μήπως ξεχάσατε τι ήσαστε;
«Για να θυμηθείς κάτι», έλεγε ο παππούς μου, «πρέπει να το έχεις ζήσει μια φορά».
«Για να θυμηθείς κάτι», έλεγε η γιαγιά μου, «πρέπει να σου έχει λείψει. Κι αλίμονο, αν δεν το έζησες ποτέ».
Λέω να προτείνω κάτι: Λέω να κάτσουμε όλοι μαζί και να στύψουμε το μυαλό μας και να θυμηθούμε. Τα πάντα. Πότε νιώσαμε γεροί στα πόδια μας. Πότε ερωτευτήκαμε παράφορα. Πότε βάλαμε τον εαυτό μας πίσω και στηρίξαμε κάποιον άλλο, χωρίς συμφέρον, αλλά επειδή αυτό ήταν το σωστό. Πότε ακούσαμε τη σωστή κουβέντα του φίλου και πότε προδοθήκαμε, αλλά το ξεπεράσαμε. Γιατί τότε ήμαστε μάγκες και ωραίοι. Τώρα δεν είμαστε.
Λέω ότι είναι καιρός να σταματήσουμε. Να δούμε γύρω μας και να αντιληφθούμε τι βλέπουμε. Να αρχίσουμε να νιώθουμε τι συμβαίνει, ποιος είναι υπεύθυνος γι’ αυτό που συμβαίνει, ποιος είναι ο δυνάστης μας. Και αν δυνάστης μας είναι ο σπασίκλας, ο ξενέρωτος, ο άγαμος, ο φλούφλης, ο καραγκιόζης, ο κακός, ο μίζερος, το φλύντρο του σχολείου, να το αντιληφθούμε, έξω και πέρα από κάθε αμφιβολία. Να ξανανιώσουμε νεαροί άντρες και γυναίκες στην ακμή τους. Να μαζέψουμε τις δυνάμεις μας, να ανασκουμπωθούμε, να ξεχάσουμε λυκοφιλίες και συμφεροντολογικές φτηνές συμμαχίες και να αποτινάξουμε τη λάσπη από πάνω μας. Να καθαρίσουμε τη φάση, όλοι εναντίον όλων. Αν γίνεται το ένας εναντίον όλων, πόσο πιο αποτελεσματικό θα είναι αυτό;
Αλλά θα χρειαστεί όλη η παλιά μαγκιά, όλη η δύναμη, όλη η αξιοπρέπεια, όλη η γενναιότητα. Ξέρουμε τώρα πιο πολλά από ποτέ. Είμαστε πιο δυνατοί από ποτέ. Είμαστε στον ύπνο, ναι. Είμαστε σε έναν αγχώδη, ταραγμένο, ρηχό ύπνο χωρίς όνειρα. Και δεν ονειρευόμαστε, ζούμε τον εφιάλτη. Τώρα όμως πρέπει να ανοίξουμε τα μάτια. Να πάει η σφαλιάρα σύννεφο. Να καθαρίσουμε τη φάση. Να φανούμε αντάξιοι. Να πεθάνουν χαρούμενοι οι γέροι μας. Να γελάσουμε κι εμείς ξανά. Να δημιουργήσουμε ξανά.
Έχει ξανασυμβεί, κύριοι. Από λιγότερο δυνατούς, από απελπισμένους. Από γενναίους. Από υπέροχους ανθρώπους.
Και πρέπει να ξανασυμβεί, ειδάλλως η Ιστορία θα συνοφρυωθεί – και δεν τα βάζεις με την Ιστορία, έχει αφανίσει λαούς και λαούς στο πέρασμα των αιώνων.
Είναι ώρα.
* Ο Θάνος Αθανασιάδης γεννήθηκε στην Αθήνα το 1968. Γόνος δικαστή και δασκάλας, του επιφυλάχθηκε η ζωή των μεταθέσεων. Έχοντας ζήσει περιοδικά στην Αθήνα, ενδιάμεσα δε στην Ηγουμενίτσα, τη Θήβα, την Καρδίτσα, τον Πειραιά και την Άμφισσα, θεωρεί τον εαυτό του πολίτη όλου του κόσμου. Η μοίρα του επιφύλαξε και τη Θεσσαλονίκη, τις Σέρρες, την Κομοτηνή, το Νόττινγχαμ και το Λονδίνο. Στην Πρέβεζα μετακόμισε και σταδιοδρομεί ως δικηγόρος από τον Αύγουστο του ’99, αφού η πατρογονική γη ανέκαθεν τον ενέπνεε.
[ blog ] [ facebook ] [ twitter ] [ youtube ]