του Πάνου Ζώη (Ian Wicker) *
Οι εφημερίδες, τα γράμματα και οι λογαριασμοί είχαν σχηματίσει σωρό έξω από την πόρτα του. Οι γείτονες δεν ανησύχησαν στην αρχή γιατί το συγκεκριμένο θέαμα το είχαν συνηθίσει. Για μέρες βλέπανε, κατά καιρούς, όλο αυτό το χαρτομάνι. Και ξαφνικά, ένα πρωί, το χαρτομάνι έλλειπε. Το μάζεψε, έλεγαν. Έτσι και τώρα δεν ανησύχησαν.
Οι μέρες όμως περνούσαν. Ο σωρός με τα χαρτιά ήταν στη θέση του και το ύψος του μεγάλωνε. Όχι ότι τις άλλες φορές μετρούσαν τις μέρες μέχρι να μαζέψει τα χαρτιά, αλλά είναι αυτή η ακριβής αίσθηση του χρόνου που έχουμε όλοι μας, πολλές φορές, που χωρίς να μετράμε μέρες ή ώρες, ξαφνικά διαπιστώνουμε πως έχει περάσει περισσότερος, από τον συνηθισμένο, χρόνος, όταν ένα γεγονός επαναλαμβάνεται κατά τακτά χρονικά διαστήματα. Ναι, ήταν όλοι σίγουροι πως είχε καθυστερήσει πολύ να μαζέψει τα χαρτιά.
Έτσι άρχισαν να συζητούν μεταξύ τους, όποτε βρίσκονταν, για την πολυήμερη απουσία του. Τη θεώρησαν σίγουρη, αν και κανείς δεν τον είχε δει να βγαίνει από το διαμέρισμα.
Τα πράγματα έγιναν σοβαρότερα και οι ανησυχίες των γειτόνων έφτασαν στο ζενίθ, όταν διαπίστωσαν πως το χαρτομάνι όχι μόνο μεγάλωνε και είχε πάρει τη μορφή ενός χάρτινου πύργου με ελαφριά κλίση προς τα εμπρός, έτοιμος να καταρρεύσει, αλλά και γιατί από το σπίτι του έβγαινε μια παράξενη, ιδιαίτερη μυρωδιά.
Αυτό συνέβη τη δέκατη τρίτη ημέρα από την έναρξη αυτής της συλλογικής ανησυχίας. Εκείνη τη μέρα, το μεσημέρι, μαζεύτηκαν όλοι έξω από την πόρτα του διαμερίσματος. Παράγγειλαν καφέ από το γειτονικό street coffee, δυο ζήτησαν και τοστ, ένας προτίμησε λουκουμά.
Οι καφέδες ήρθαν γρήγορα. Μαζί με τα φαγώσιμα. Όλοι άναψαν τσιγάρο. Ακόμα και η χήρα του τετάρτου ορόφου ξαναθυμήθηκε την παλιά της συνήθεια, πριν της την κόψει ο γιατρός και το άσθμα και ζήτησε ένα άφιλτρο από τον εργένη καθηγητή του πρώτου ορόφου.
Εκείνος της το πρόσφερε μάλλον απρόθυμα, προφανώς απορροφημένος από μυρωδιά που έβγαινε από το διαμέρισμα.
Ρούφηξαν γρήγορα τους καφέδες, ενώ τα τοστ έμειναν μισοφαγωμένα - ίσως η μυρωδιά να τους προκάλεσε μια ελαφριά ναυτία- ενώ ο λουκουμάς πετάχτηκε σ ένα μικρό καλάθι σκουπιδιών ως μπαγιάτικος.
«Θα πέθανε» έλεγε ο ένας, «κάποιον θα σκότωσε και έχει το πτώμα του μέσα» έλεγε άλλος. Αυτός ο δεύτερος, δικηγόρος, ήταν σίγουρος γιαυτό που έλεγε και μάλιστα άρχισε να εξιστορεί μια ιστορία τρόμου από μια ταινία που είχε δει. Η χήρα του τετάρτου ορόφου απολάμβανε το άφιλτρο τσιγάρο της και δεν έδινε σημασία. Οι άλλοι τον άκουγαν με προσοχή. Στο τέλος όλοι συμφώνησαν πως η ζωή είναι πιο πλούσια από τη φαντασία και άφησαν το μυαλό τους ελεύθερο λέγοντας ο καθένας από μια ιστορία τρόμου, ισχυριζόμενος πως την είχε βιώσει, αλλά που έμοιαζε πάρα πολύ με κάποια γνωστή κινηματογραφική ταινία.
Μετά την κοινή παραδοχή πως πρόκειται για θάνατο, είτε φυσικό, είτε αυτοκτονία, είτε έγκλημα, έπεσε σιωπή. Η μυρωδιά συνέχιζε να βγαίνει απ το διαμέρισμα. Είχε γίνει λίγο πιο βαρειά, λίγο πιο διαπεραστική. Θα έλεγε κανείς πως είχε μια επιθετικότητα.
Όταν αυτό έγινε αντιληπτό απ όλους, η κυρία του ρετιρέ, μια συνταξιούχος γεροντοκόρη με βλέμμα συνήθως χαμένο και περιπλανώμενο σε ατελέσφορες ερωτικές ιστορίες του παρελθόντος, πέταξε την ιδέα: να καλέσουν την αστυνομία. «Μα τόση ώρα και δεν το σκεφτήκατε;», πετάχτηκε ειρωνικά η χήρα του τετάρτου ορόφου, που εκείνη τη στιγμή έσβηνε στο πάτωμα το δεύτερο άφιλτρο τσιγάρο που είχε πάρει από το πακέτο του καθηγητή, δίχως να τον ρωτήσει.
«Μα αυτή δεν είναι μυρωδιά πτώματος» είπε ο αστυνόμος που φωνάξανε. «Είναι μεν περίεργη μυρωδιά., έντονη σίγουρα, άλλα δεν θυμίζει πτώμα. Πιστέψτε με, έχω μυρίσει αρκετά τέτοια»
Οι γείτονες δεν πείστηκαν. «Κι αν έχει σκοτώσει κάποιον και τον έχει περιλούσει με άρωμα; Γιατί όπως θα διαπιστώνετε κι εσείς είναι όντως παράξενη μυρωδιά. Εγώ προσωπικά δεν την έχω ξαναμυρίσει ποτέ» είπε στον αστυνόμο ο δικηγόρος του τρίτου ορόφου.
«Να μπούμε μέσα να δούμε» είπε ο καθηγητής.
«Όχι», είπε ο αστυνόμος. «Για να γίνει αυτό χρειαζόμαστε ειδική άδεια»
«Να πάρουμε τότε» είπε ο δικηγόρος, παίρνοντας το πιο σοβαρό και σίγουρο ύφος που θα μπορούσε. «Σε τέτοιες περιπτώσεις δίδεται άδεια. Πρόκειται για σοβαρό περιστατικό», συμπλήρωσε.
Ο αστυνόμος κατάλαβε ότι είχε να κάνει με μια μικρή ομαδική υστερία, ή τουλάχιστον έτσι εκτίμησε αυτός την κατάσταση. Έριξε ένα χασμουρητό, δηλωτικό της βαρεμάρας του εκείνη τη στιγμή, άρπαξε ένα τσιγάρο από το πακέτο του καθηγητή, χωρίς να τον ρωτήσει, τους χαιρέτησε και τους είπε ένα τυπικό «θα γίνουν τα προβλεπόμενα».
Οι γείτονες σάστισαν. Αλλά πολύ γρήγορα η χήρα του τετάρτου πρότεινε να σπάσουνε την πόρτα και να μπουν μέσα.
Όλοι συμφώνησαν. Ο καθηγητής πετάχτηκε στο διαμέρισμά του και έφερε ένα λοστό. Γρήγορα όλοι βρίσκονταν μέσα στο σπίτι. Ήταν ένα μικρό δυάρι. Άρχισαν να κοιτάζουν διερευνητικά τριγύρω. Η μυρωδιά ήταν πολύ έντονη άλλα συνέχιζε να μην είναι ιδιαίτερα δυσάρεστη. Το σπίτι ήταν πολύ τακτοποιημένο σε αντίθεση με την εικόνα που έδινε ο συγκεκριμένος ένοικος σ αυτούς. Πάντα ήταν ατημέλητος στο ντύσιμό του, αξύριστος και είχε την όψη ενός ανθρώπου που κοιμόταν λίγο. Μονίμως φαινόταν κουρασμένος, με έντονες σακούλες κάτω από τα μάτια, ενώ το βάδισμά του παρέπεμπε σε μεθυσμένο, μολονότι δεν μύριζε ποτέ αλκοόλ.
«Ας ψάξουμε» συνέστησε η συνταξιούχος. Έτσι, σκόρπισαν όλοι μέσα στο μικρό διαμέρισμα και άρχισαν να ψάχνουν για το πτώμα. Μετά από λίγη ώρα δεν βρήκαν τίποτα. Εξ άλλου, σ ένα τόσο μικρό διαμέρισμα που θα μπορούσε να υπάρχει κρυμμένο ένα πτώμα ;
«Τι γράφει εδώ;». Ο δικηγόρος παρατήρησε πως πάνω σ έναν τοίχο του σαλονιού, δίπλα από μια κορνιζαρισμένη φωτογραφία, υπήρχε κολλημένο ένα κομμάτι χαρτί που κάτι έγραφε. Οι υπόλοιποι αιφνιδιάστηκαν και προσπάθησαν να δουν τι ήταν γραμμένο πάνω στη φωτογραφία. Παρεμπιπτόντως στη φωτογραφία - μια ασπρόμαυρη αρκετά μεγάλων διαστάσεων, τραβηγμένη μερικές δεκαετίες πριν- φαινόταν μια νεαρή γυναίκα να κρατά στο ένα της χέρι ένα μικρό αγόρι, όχι πάνω από έξι, επτά χρονών και στο άλλο της χέρι ένα ποτιστήρι. Η γυναίκα βρισκόταν στο εσωτερικό ενός σπιτιού το οποίο ήταν γεμάτο από γλάστρες με λουλούδια τα οποία πότιζε, έχοντας, για την ανάγκη της φωτογράφισης, στραμμένο το βλέμμα της προς τη φωτογραφική μηχανή και χαμογελούσε. Το μικρό αγόρι κοιτούσε τα λουλούδια και είχε προτεταμένο το ένα του χέρι, δείχνοντας κάτι.
«Μη κοιτάτε τη φωτογραφία. Εδώ, εδώ, στον τοίχο, υπάρχει ένα χαρτί, ένα σημείωμα, θα έλεγα », φώναξε ο δικηγόρος.
Οι υπόλοιποι πήραν το βλέμμα τους από τη φωτογραφία και κοίταξαν το χαρτί.
«Διάβασέ το», του είπε ο καθηγητής.
Ο δικηγόρος το πήρε στα χέρια του και το περιεργάστηκε για λίγο τρίβοντας τα δάκτυλά του αμήχανα πάνω του. Οι άλλοι μαζεύτηκαν γύρω του και κρέμονταν από τα χείλη του. Το σημείωμα διαβάστηκε αργά, σα διάγγελμα:
«Αγαπημένοι μου γείτονες. Ούτε σκότωσα κανέναν, ούτε εγώ έθεσα τέλος στη ζωή μου. Η μυρωδιά, αυτή η τόσο έντονη μυρωδιά, δεν είναι μυρωδιά ανθρώπινου πτώματος. Τα λουλούδια είναι που μαραίνονται στις γλάστρες γύρω σας. Αυτά πεθαίνουν, δικιά τους είναι η μυρωδιά. Δικός τους ο θάνατος. Σωστά υποθέσατε. Υπάρχει θάνατος. Ο θάνατος των λουλουδιών όμως. Αλλά για να μην σας αδικήσω, θα παραδεχτώ πως υπάρχει και ανθρώπινος θάνατος. Αλλά αυτός δεν έλαβε χώρα μέσα σ αυτό το διαμέρισμα. Συνέβη κάπου μακριά. Πριν αρκετές μέρες. Σ ένα άλλο χώρο, γεμάτο από λουλούδια, όμοιος με το χώρο όπου διαβάζετε τώρα το μήνυμά μου.
Εγώ, σας ευχαριστώ από καρδιάς για το ενδιαφέρον σας. Με συγκινήσατε πολύ. Σας ευχαριστώ και για την καχυποψία σας. Ιδιαίτερα γι αυτή. Τέλος, είμαι βέβαιος, πως όση ώρα ψάχνατε για κάποιο πτώμα, δεν παρατηρήσατε τίποτα γύρω σας».
Ήταν η στιγμή που όλοι κοίταξαν γύρω και διαπίστωναν πως βρίσκονταν σ ένα σπίτι γεμάτο από γλάστρες με λουλούδια. Γεμάτο από γλάστρες με μαραμένα, πια, λουλούδια. Το σημείωμα έπεσε από τα χέρια του δικηγόρου και σαν πέταλο ενός λουλουδιού που ανθίζει μια φορά κάθε αιώνα, κυμάτισε λίγο στο κενό και ακούμπησε το χάρτινο σώμα του πάνω στο μαραμένο σωρό φύλλων και πετάλων που είχε καλύψει όλο το πάτωμα.
* Ο Πάνος Ζώης (Ian Wicker) γεννήθηκε στα Γιάννενα στις 4 Νοεμβρίου του 1969. Σπούδασε κτηνίατρος στη Θεσσαλονίκη. Το 1997 επέστρεψε στην πόλη του, όπου ασκεί το επάγγελμα του κτηνιάτρου. Στην ζωή του τον συντροφεύει η Τιτίκα και το μεγάλο του πάθος: η συγγραφή. Έχει μια λατρεμένη κόρη, τη Σαββίνα, 6,5 ετών, που σκέφτεται πολύ και μιλά λίγο, ενώ η καθημερινότητά του διανθίζεται από τη θεατρικότητα της εξάχρονης, πολυαγαπημένης του Μυρτώς.
Οι εφημερίδες, τα γράμματα και οι λογαριασμοί είχαν σχηματίσει σωρό έξω από την πόρτα του. Οι γείτονες δεν ανησύχησαν στην αρχή γιατί το συγκεκριμένο θέαμα το είχαν συνηθίσει. Για μέρες βλέπανε, κατά καιρούς, όλο αυτό το χαρτομάνι. Και ξαφνικά, ένα πρωί, το χαρτομάνι έλλειπε. Το μάζεψε, έλεγαν. Έτσι και τώρα δεν ανησύχησαν.
Οι μέρες όμως περνούσαν. Ο σωρός με τα χαρτιά ήταν στη θέση του και το ύψος του μεγάλωνε. Όχι ότι τις άλλες φορές μετρούσαν τις μέρες μέχρι να μαζέψει τα χαρτιά, αλλά είναι αυτή η ακριβής αίσθηση του χρόνου που έχουμε όλοι μας, πολλές φορές, που χωρίς να μετράμε μέρες ή ώρες, ξαφνικά διαπιστώνουμε πως έχει περάσει περισσότερος, από τον συνηθισμένο, χρόνος, όταν ένα γεγονός επαναλαμβάνεται κατά τακτά χρονικά διαστήματα. Ναι, ήταν όλοι σίγουροι πως είχε καθυστερήσει πολύ να μαζέψει τα χαρτιά.
Έτσι άρχισαν να συζητούν μεταξύ τους, όποτε βρίσκονταν, για την πολυήμερη απουσία του. Τη θεώρησαν σίγουρη, αν και κανείς δεν τον είχε δει να βγαίνει από το διαμέρισμα.
Τα πράγματα έγιναν σοβαρότερα και οι ανησυχίες των γειτόνων έφτασαν στο ζενίθ, όταν διαπίστωσαν πως το χαρτομάνι όχι μόνο μεγάλωνε και είχε πάρει τη μορφή ενός χάρτινου πύργου με ελαφριά κλίση προς τα εμπρός, έτοιμος να καταρρεύσει, αλλά και γιατί από το σπίτι του έβγαινε μια παράξενη, ιδιαίτερη μυρωδιά.
Αυτό συνέβη τη δέκατη τρίτη ημέρα από την έναρξη αυτής της συλλογικής ανησυχίας. Εκείνη τη μέρα, το μεσημέρι, μαζεύτηκαν όλοι έξω από την πόρτα του διαμερίσματος. Παράγγειλαν καφέ από το γειτονικό street coffee, δυο ζήτησαν και τοστ, ένας προτίμησε λουκουμά.
Οι καφέδες ήρθαν γρήγορα. Μαζί με τα φαγώσιμα. Όλοι άναψαν τσιγάρο. Ακόμα και η χήρα του τετάρτου ορόφου ξαναθυμήθηκε την παλιά της συνήθεια, πριν της την κόψει ο γιατρός και το άσθμα και ζήτησε ένα άφιλτρο από τον εργένη καθηγητή του πρώτου ορόφου.
Εκείνος της το πρόσφερε μάλλον απρόθυμα, προφανώς απορροφημένος από μυρωδιά που έβγαινε από το διαμέρισμα.
Ρούφηξαν γρήγορα τους καφέδες, ενώ τα τοστ έμειναν μισοφαγωμένα - ίσως η μυρωδιά να τους προκάλεσε μια ελαφριά ναυτία- ενώ ο λουκουμάς πετάχτηκε σ ένα μικρό καλάθι σκουπιδιών ως μπαγιάτικος.
«Θα πέθανε» έλεγε ο ένας, «κάποιον θα σκότωσε και έχει το πτώμα του μέσα» έλεγε άλλος. Αυτός ο δεύτερος, δικηγόρος, ήταν σίγουρος γιαυτό που έλεγε και μάλιστα άρχισε να εξιστορεί μια ιστορία τρόμου από μια ταινία που είχε δει. Η χήρα του τετάρτου ορόφου απολάμβανε το άφιλτρο τσιγάρο της και δεν έδινε σημασία. Οι άλλοι τον άκουγαν με προσοχή. Στο τέλος όλοι συμφώνησαν πως η ζωή είναι πιο πλούσια από τη φαντασία και άφησαν το μυαλό τους ελεύθερο λέγοντας ο καθένας από μια ιστορία τρόμου, ισχυριζόμενος πως την είχε βιώσει, αλλά που έμοιαζε πάρα πολύ με κάποια γνωστή κινηματογραφική ταινία.
Μετά την κοινή παραδοχή πως πρόκειται για θάνατο, είτε φυσικό, είτε αυτοκτονία, είτε έγκλημα, έπεσε σιωπή. Η μυρωδιά συνέχιζε να βγαίνει απ το διαμέρισμα. Είχε γίνει λίγο πιο βαρειά, λίγο πιο διαπεραστική. Θα έλεγε κανείς πως είχε μια επιθετικότητα.
Όταν αυτό έγινε αντιληπτό απ όλους, η κυρία του ρετιρέ, μια συνταξιούχος γεροντοκόρη με βλέμμα συνήθως χαμένο και περιπλανώμενο σε ατελέσφορες ερωτικές ιστορίες του παρελθόντος, πέταξε την ιδέα: να καλέσουν την αστυνομία. «Μα τόση ώρα και δεν το σκεφτήκατε;», πετάχτηκε ειρωνικά η χήρα του τετάρτου ορόφου, που εκείνη τη στιγμή έσβηνε στο πάτωμα το δεύτερο άφιλτρο τσιγάρο που είχε πάρει από το πακέτο του καθηγητή, δίχως να τον ρωτήσει.
«Μα αυτή δεν είναι μυρωδιά πτώματος» είπε ο αστυνόμος που φωνάξανε. «Είναι μεν περίεργη μυρωδιά., έντονη σίγουρα, άλλα δεν θυμίζει πτώμα. Πιστέψτε με, έχω μυρίσει αρκετά τέτοια»
Οι γείτονες δεν πείστηκαν. «Κι αν έχει σκοτώσει κάποιον και τον έχει περιλούσει με άρωμα; Γιατί όπως θα διαπιστώνετε κι εσείς είναι όντως παράξενη μυρωδιά. Εγώ προσωπικά δεν την έχω ξαναμυρίσει ποτέ» είπε στον αστυνόμο ο δικηγόρος του τρίτου ορόφου.
«Να μπούμε μέσα να δούμε» είπε ο καθηγητής.
«Όχι», είπε ο αστυνόμος. «Για να γίνει αυτό χρειαζόμαστε ειδική άδεια»
«Να πάρουμε τότε» είπε ο δικηγόρος, παίρνοντας το πιο σοβαρό και σίγουρο ύφος που θα μπορούσε. «Σε τέτοιες περιπτώσεις δίδεται άδεια. Πρόκειται για σοβαρό περιστατικό», συμπλήρωσε.
Ο αστυνόμος κατάλαβε ότι είχε να κάνει με μια μικρή ομαδική υστερία, ή τουλάχιστον έτσι εκτίμησε αυτός την κατάσταση. Έριξε ένα χασμουρητό, δηλωτικό της βαρεμάρας του εκείνη τη στιγμή, άρπαξε ένα τσιγάρο από το πακέτο του καθηγητή, χωρίς να τον ρωτήσει, τους χαιρέτησε και τους είπε ένα τυπικό «θα γίνουν τα προβλεπόμενα».
Οι γείτονες σάστισαν. Αλλά πολύ γρήγορα η χήρα του τετάρτου πρότεινε να σπάσουνε την πόρτα και να μπουν μέσα.
Όλοι συμφώνησαν. Ο καθηγητής πετάχτηκε στο διαμέρισμά του και έφερε ένα λοστό. Γρήγορα όλοι βρίσκονταν μέσα στο σπίτι. Ήταν ένα μικρό δυάρι. Άρχισαν να κοιτάζουν διερευνητικά τριγύρω. Η μυρωδιά ήταν πολύ έντονη άλλα συνέχιζε να μην είναι ιδιαίτερα δυσάρεστη. Το σπίτι ήταν πολύ τακτοποιημένο σε αντίθεση με την εικόνα που έδινε ο συγκεκριμένος ένοικος σ αυτούς. Πάντα ήταν ατημέλητος στο ντύσιμό του, αξύριστος και είχε την όψη ενός ανθρώπου που κοιμόταν λίγο. Μονίμως φαινόταν κουρασμένος, με έντονες σακούλες κάτω από τα μάτια, ενώ το βάδισμά του παρέπεμπε σε μεθυσμένο, μολονότι δεν μύριζε ποτέ αλκοόλ.
«Ας ψάξουμε» συνέστησε η συνταξιούχος. Έτσι, σκόρπισαν όλοι μέσα στο μικρό διαμέρισμα και άρχισαν να ψάχνουν για το πτώμα. Μετά από λίγη ώρα δεν βρήκαν τίποτα. Εξ άλλου, σ ένα τόσο μικρό διαμέρισμα που θα μπορούσε να υπάρχει κρυμμένο ένα πτώμα ;
«Τι γράφει εδώ;». Ο δικηγόρος παρατήρησε πως πάνω σ έναν τοίχο του σαλονιού, δίπλα από μια κορνιζαρισμένη φωτογραφία, υπήρχε κολλημένο ένα κομμάτι χαρτί που κάτι έγραφε. Οι υπόλοιποι αιφνιδιάστηκαν και προσπάθησαν να δουν τι ήταν γραμμένο πάνω στη φωτογραφία. Παρεμπιπτόντως στη φωτογραφία - μια ασπρόμαυρη αρκετά μεγάλων διαστάσεων, τραβηγμένη μερικές δεκαετίες πριν- φαινόταν μια νεαρή γυναίκα να κρατά στο ένα της χέρι ένα μικρό αγόρι, όχι πάνω από έξι, επτά χρονών και στο άλλο της χέρι ένα ποτιστήρι. Η γυναίκα βρισκόταν στο εσωτερικό ενός σπιτιού το οποίο ήταν γεμάτο από γλάστρες με λουλούδια τα οποία πότιζε, έχοντας, για την ανάγκη της φωτογράφισης, στραμμένο το βλέμμα της προς τη φωτογραφική μηχανή και χαμογελούσε. Το μικρό αγόρι κοιτούσε τα λουλούδια και είχε προτεταμένο το ένα του χέρι, δείχνοντας κάτι.
«Μη κοιτάτε τη φωτογραφία. Εδώ, εδώ, στον τοίχο, υπάρχει ένα χαρτί, ένα σημείωμα, θα έλεγα », φώναξε ο δικηγόρος.
Οι υπόλοιποι πήραν το βλέμμα τους από τη φωτογραφία και κοίταξαν το χαρτί.
«Διάβασέ το», του είπε ο καθηγητής.
Ο δικηγόρος το πήρε στα χέρια του και το περιεργάστηκε για λίγο τρίβοντας τα δάκτυλά του αμήχανα πάνω του. Οι άλλοι μαζεύτηκαν γύρω του και κρέμονταν από τα χείλη του. Το σημείωμα διαβάστηκε αργά, σα διάγγελμα:
«Αγαπημένοι μου γείτονες. Ούτε σκότωσα κανέναν, ούτε εγώ έθεσα τέλος στη ζωή μου. Η μυρωδιά, αυτή η τόσο έντονη μυρωδιά, δεν είναι μυρωδιά ανθρώπινου πτώματος. Τα λουλούδια είναι που μαραίνονται στις γλάστρες γύρω σας. Αυτά πεθαίνουν, δικιά τους είναι η μυρωδιά. Δικός τους ο θάνατος. Σωστά υποθέσατε. Υπάρχει θάνατος. Ο θάνατος των λουλουδιών όμως. Αλλά για να μην σας αδικήσω, θα παραδεχτώ πως υπάρχει και ανθρώπινος θάνατος. Αλλά αυτός δεν έλαβε χώρα μέσα σ αυτό το διαμέρισμα. Συνέβη κάπου μακριά. Πριν αρκετές μέρες. Σ ένα άλλο χώρο, γεμάτο από λουλούδια, όμοιος με το χώρο όπου διαβάζετε τώρα το μήνυμά μου.
Εγώ, σας ευχαριστώ από καρδιάς για το ενδιαφέρον σας. Με συγκινήσατε πολύ. Σας ευχαριστώ και για την καχυποψία σας. Ιδιαίτερα γι αυτή. Τέλος, είμαι βέβαιος, πως όση ώρα ψάχνατε για κάποιο πτώμα, δεν παρατηρήσατε τίποτα γύρω σας».
Ήταν η στιγμή που όλοι κοίταξαν γύρω και διαπίστωναν πως βρίσκονταν σ ένα σπίτι γεμάτο από γλάστρες με λουλούδια. Γεμάτο από γλάστρες με μαραμένα, πια, λουλούδια. Το σημείωμα έπεσε από τα χέρια του δικηγόρου και σαν πέταλο ενός λουλουδιού που ανθίζει μια φορά κάθε αιώνα, κυμάτισε λίγο στο κενό και ακούμπησε το χάρτινο σώμα του πάνω στο μαραμένο σωρό φύλλων και πετάλων που είχε καλύψει όλο το πάτωμα.
* Ο Πάνος Ζώης (Ian Wicker) γεννήθηκε στα Γιάννενα στις 4 Νοεμβρίου του 1969. Σπούδασε κτηνίατρος στη Θεσσαλονίκη. Το 1997 επέστρεψε στην πόλη του, όπου ασκεί το επάγγελμα του κτηνιάτρου. Στην ζωή του τον συντροφεύει η Τιτίκα και το μεγάλο του πάθος: η συγγραφή. Έχει μια λατρεμένη κόρη, τη Σαββίνα, 6,5 ετών, που σκέφτεται πολύ και μιλά λίγο, ενώ η καθημερινότητά του διανθίζεται από τη θεατρικότητα της εξάχρονης, πολυαγαπημένης του Μυρτώς.