του Θάνου Αθανασιάδη *
Ξέρω να πετάω. Μου συνέβη για πρώτη φορά στο χωριό.
Ήμουν έξι, ο μικρός δύο. Θυμάμαι το ταξίδι, Ηγουμενίτσα - Αγιά. 12 Αυγούστου του 1975. Τα χιλιόμετρα λίγα, ο δρόμος στενός και γεμάτος στροφές, γι’ αυτό φαίνονται πολλά. Η θέα ανυπόφορα όμορφη. Πράσινο τόσο βαθύ, που τα μάτια πονάνε. Το σύμπλοκο της κουμαριάς με το πουρνάρι αδιαπέραστο. Και δίπλα η θάλασσα, το Ιόνιο. Θάλασσα μπλε, όχι γαλάζια, σαν του Αιγαίου. Μπλε. Με γραμμές από τα καΐκια. Έντονες γραμμές. Να χαρακώνουν με τις ρότες τους το αδιάφανο χρώμα. Η πρώτη μου θέα προς το Δρέπανο, η Κέρκυρα απέναντι, καθαρή εικόνα του ανάντι. Πλαταριά, η μεγάλη κατηφόρα. Είμαι μικρός, γαργαλιέμαι. Και κάθε στροφή πιο κοντά. Περνάμε τη λίμνη. Εδώ πνίγηκε ο αγροφύλακας. Πήγε για παπιά και τον πήρε κάτω. Το ακούω πρώτη φορά, δε θα το ξεχάσω ποτέ. Ακόμη και τώρα, κάθε φορά που περνάω, το ίδιο θυμάμαι.
Αλλά εγώ σε λίγο θα δω τον παππού μου, που του ‘χω τ’ όνομα! Θα δω τη γιαγιά μου, που τ’ όνομά της το ‘χει η Τετέ μου, η πιο αγαπημένη μου ξαδέρφη! Η γιαγιά που με φύλαγε στην Πάτρα κι ο παππούς που με την προτροπή του έπαιρνα το κουμπούρι, σκότωνα τους Τούρκους και τους πέταγα πέεερα απ’ το βουνό.
Είχα κάνει πολλά ταξίδια ως τότε. Νομίζω περισσότερα από κάθε παιδί της ηλικίας μου. Ο παράξενος ταξιδιώτης. Αθήνα, Ρύμνιο και Βελβεντό Κοζάνης, Λάρισα, Πάτρα. Και πλέον Ηγουμενίτσα. Θα πήγαινα πρώτη Δημοτικού! Η μαμά θα ήταν η δασκάλα μου! Θα έκανα φίλους! Και θα πήγαινα στο χωρίο μου, την Αγιά Πάργας!
Όλοι εκεί, ο παππούς Θανάσης, η γιαγιά η Κατερίνα, ο θείος Ηλίας, ο θείος Θωμάς. Είδα την κατσίκα, τις κότες, το πρόβατο. Το Μ1 των ΤΕΑ. Αυτό είναι όπλο. «Μια μέρα θα ρίξω με ένα τέτοιο», σκέπτομαι από μέσα μου. Ο θείος ο Θωμάς μου το δείχνει αναλυτικά. Τον πειράζει ο Ηλίας, θέλει να φανεί καλύτερος, θέλει να μου δείξει το μονόκαννο το δεκαεξάρι. Ο παππούς τη Μπερέττα την ασημένια, δώρο του Ιταλού Υπολοχαγού γιατρού από τον πόλεμο. Όταν έσκασε το μεγάλο το άλογο από μάτι, ο γιατρός έβριζε. «Πόρκα Μαντόνα» έλεγε. Τι θα πει αυτό; Λίγα Γαλλικά ξέρω, λίγα Ιταλικά, από την Αλίκη μου, από την Πλατεία Αττικής. Μαντόνα είναι σίγουρα η Παναγία. Πόρκα τι θα πει; Θα μάθω μόνος μου, δε ρωτάω τους μεγάλους. Η Μπερέττα έχει ιστορία, δε δουλεύει. Ο μπαμπάς τη χάλασε στον κόκορα, όταν ήταν μικρός, έριχνε χωρίς σφαίρα μέσα κι έσπασε ο επικρουστήρας. Ο παππούς τον πήρε χαμπάρι και ο μπαμπάς ανέβηκε πάνω στην ελιά που έχει κρεμαστεί το κλήμα το μαυροστάφυλο, στο παλιό το σπίτι, στο Βενέτικο, για να σωθεί από τη λουρίδα με την ανάποδη. Εγώ ας τα χαλάσω όλα, δεν πειράζει, έτσι λέει ο παππούς.
Ο παππούς μου λέει μια ιστορία, μόνο σε μένα. Όταν γύρισε από τον πόλεμο, με το Λη Ένφιλντ στο χέρι, χωρίς να το παραδώσει στους Γερμανούς, τον βάλανε στο βαρέλι με το πετρέλαιο, για να φύγουν οι ψείρες. Ζήτησε ούζο και δεν είχαν. Ήπιε πετρέλαιο! Τέλεια, θα δοκιμάσω κι εγώ κρυφά, λέω από μέσα μου, αλλά ούτε να καπνίσω έχω καταφέρει ακόμη. Όλο φυσάω και φυσάω και όλο αυτό σβήνει. Δε μπορώ να ρωτήσω κιόλας. Δε θέλω κιόλας. Μόνος μου. Θα παρακολουθήσω ξανά στα κρυφά κάποιον μεγάλο που δε θα καταλάβει ότι τον παρακολουθώ. Ίσως το θείο τον Ηλία, εκείνος καπνίζει περισσότερο.
Ο θείος ο Θωμάς ανεβαίνει στη συκιά στην αυλή, να μαζέψει σύκα για μένα. Δεν το έχω ξαναδεί αυτό. Είναι τέλειος, αίλουρος. Κι όμως βήχει συνέχεια, από τότε που γύρισε από τη Γερμανία. Και καπνίζει πολύ. Μπορεί να κάνω και λάθος, το έχω θολό, αλλά ίσως και να ανέβηκε στη συκιά με το τσιγάρο στο στόμα.
Ο παππούς είναι άλλος άνθρωπος στο χωριό. Με παίρνει στο δωμάτιό του. Καθόμαστε κάτω από τη μεταξοτυπία με τους αδελφούς Κέννεντυ. Μου λέει να πιάσω την καρδιά του. «Εδώ σε έχω» μου λέει. Αλλά η καρδιά του είναι αλλού, χαμηλά, κοντά στα πλευρά. Κι άλλη ιστορία. Πριν από έξι χρόνια, το 1969 ο παππούς έπαθε καρκίνο του πνεύμονα και του τον αφαίρεσαν. Τώρα η καρδιά του έχει κατέβει χαμηλά και την πιάνω ολόκληρη. Μόνο εμένα αφήνει, κανέναν άλλο.
Θα κοιμηθούμε στο μεγάλο δωμάτιο, στο πάνω δεξιά, ο μπαμπάς και η μαμά στο μεγάλο, το νυφιάτικο του παππού και της γιαγιάς, με τον Αντρέα ανάμεσά τους, να τον προσέχουν που είναι μικρός ακόμη. Εγώ θα κοιμηθώ στο κρεβάτι κάτω από το παράθυρο που βλέπει στην Κούλια, το λόφο του σπιτιού. Πιο πέρα από την Κούλια είναι οι κατσίκες του άλλου του θείου του Ηλία και της Φρειδερίκης και της Ευτυχίας και του Κώστα. Είμαστε τριτεξάδελφα και μου αρέσουν πολύ. Η θεία η Δάφνη θα μου τις δείξει από κοντά τις κατσίκες αύριο, μαζί με τα μικρά τους. Έχει και μια ωραία κουτσουπιά στην Κούλια, είναι ένα δέντρο χρωματιστό, μου λένε. Είναι Αύγουστος, δε θα το δω κόκκινο τώρα, αλλά όταν έρθει η επόμενη Άνοιξη. Θα περιμένω. Από κάτω, μετά το δρόμο, είναι ο στάβλος των θείων μου, του Ηλία και του Θωμά. Διακόσια πενήντα σταβλισμένα μοσχάρια και υπάρχουν κι άλλα εκατόν πενήντα πάνω στο Λογορά, το μεγάλο βουνό, κοντά στο ραντάρ. Εκεί με είχε ρίξει το άλογο κάτω από τα πόδια του, όταν ήμουν μωρό. Η γιαγιά είχε πει ότι έφταιγε η μαμά μου, που φόραγε κόκκινα, αλλά εγώ θυμάμαι μόνο την κοιλιά του, κανελιά, από πάνω μου. Δε θυμάμαι να έκλαψα, αλλά θυμάμαι να θαυμάζω πόσο μεγάλο είναι ένα άλογο. Και, εν πάσει περιπτώσει, αυτό έγινε όταν ήμουν μωρό, τώρα ήμουν μεγάλος,
Δεν περνάει η μέρα. Δεν έχω λόγο, δεν έχω θέληση να κοιμηθώ. Άκουσα ότι στο παράθυρο που βλέπει στην Κούλια έπεσε κεραυνός και βάλαμε αλεξικέραυνο. Ωραίο είναι, κοιτάει στον ουρανό σαν λόγχη. Ο μπαμπάς μου λέει για τον αετό που πήγε να φάει τα πρόβατα των ορφανών παιδιών, όταν κι εκείνος φύλαγε γελάδια στο Λογορά, μου λέει πώς του έριξε, τον πέτυχε, αλλά ο αετός δεν έπεσε, μόνο άφησε το πρόβατο και πέταξε ψηλά. Ο παππούς και οι θείοι μιλάνε αρβανίτικα, εγώ δεν καταλαβαίνω, αλλά καταλαβαίνω. Η προγιαγιά μου μιλούσε τούρκικα και αρβανίτικα, μόνο. Εγώ καταλαβαίνω, αλλά δεν τα μιλάω. Ποτέ δε μπόρεσα να τα μιλήσω.
Έπεσε η νύχτα. Πήγαμε στην αγορά, με φιλάνε πολλοί στη λούφα, πάνω στα μαλλιά. Νας Λαμπούτ, με λένε, ίδιος ο παππούς, λένε. Χαίρομαι. Κι ο παππούς πιο πολύ. Ο μπαμπάς τον αφήνει να με κρατάει από το χέρι της καρδιάς και να καπνίζει κρατώντας ταυτόχρονα το μπαστούνι στο άλλο. Ένα πνευμόνι θέλει βοήθεια μια δεύτερη καρδιά.
Ο Αντρέας κοιμήθηκε στην αγκαλιά της μαμάς. Θα περπατήσουμε το μονοπάτι της κατηφόρας ως το σπίτι, μέσα στο σκοτάδι. Ευτυχώς έχει φεγγάρι, γιατί λάμπα το μονοπάτι δεν έχει. Ωραίες μεγάλες πέτρες, τις πατάω και πηδάω από τη μια στην άλλη. Γυαλίζουν στο φως του φεγγαριού, είναι παλιές, ίσως όσο κι ο παππούς, ίσως όσο και το χωριό μου. Κι εγώ πάντα θα βοηθάω τον παππού να τις περπατάει. Δυο καρδιές, ένα πνευμόνι, κι η καρδιά κάτω, να χτυπάει μόνο στα δικά μου χέρια.
Ξαπλώσαμε. Κοιμήθηκαν. Κοιμήθηκα.
Σηκώνομαι. Το παράθυρο είναι ανοιχτό, το φεγγάρι δεν έχει κάνει τον κύκλο του πίσω από την Κούλια. Είμαι μικρός, όχι δειλός. Ανοίγω την πόρτα. Βγαίνω στην επάνω βεράντα. Το κάγκελο στα δεξιά, δίπλα στην εξωτερική σκάλα θα τοποθετηθεί δύο χρόνια μετά. Χώρος ελεύθερος. Βαδίζω προς το κενό. Βουτάω και υψώνομαι. Νιώθω τον αέρα του χωριού μου καθαρό, γεμάτο, να γεμίζει τις δυο καρδιές μου. Μια στο χέρι, μια στο στήθος. Υψώνομαι. Βλέπω το σπίτι από ψηλά. Ωραία κεραμίδια. Βλέπω τη συκιά από την κορυφή της. Πώς ανέβηκε εκεί πάνω ο θείος Θωμάς; Παίρνω ύψος. Βάζω ρότα προς την Κούλια. Βλέπω το στάβλο. Ακούω μια τράτα στο δρόμο της για το πέρασμα των Παξών απέναντι. Η θάλασσα στα μακριά είναι πολύ σκούρα, όχι μπλε. Το κάστρο δεν είναι απειλητικό, αλλά δε θα πάω κατά κει σήμερα. Νιώθω να κουράζομαι. Στρέφω τα μάτια και ξανακοιτάω προς το σπίτι. Μου φαίνεται πιο μακριά. Πρέπει να γυρίσω. Πλησιάζω τη βεράντα. Φτάνω κοντά της και ακουμπάω πόδια. Έχω λαχανιάσει. Σταματώ. Μπαίνω στο δωμάτιο. Ξαπλώνω. Κοιμάμαι. Είμαι ευτυχισμένος. Ξέρω να πετάω.
Το πρωί ο μπαμπάς μου λέει: «καλημέρα πιλότε». Του απαντώ: «καλημέρα, μπαμπά». Δε λέμε κάτι άλλο.
Δε θα σκοτώσω ποτέ πετούμενο.
* Ο Θάνος Αθανασιάδης γεννήθηκε στην Αθήνα το 1968. Γόνος δικαστή και δασκάλας, του επιφυλάχθηκε η ζωή των μεταθέσεων. Έχοντας ζήσει περιοδικά στην Αθήνα, ενδιάμεσα δε στην Ηγουμενίτσα, τη Θήβα, την Καρδίτσα, τον Πειραιά και την Άμφισσα, θεωρεί τον εαυτό του πολίτη όλου του κόσμου. Η μοίρα του επιφύλαξε και τη Θεσσαλονίκη, τις Σέρρες, την Κομοτηνή, το Νόττινγχαμ και το Λονδίνο. Στην Πρέβεζα μετακόμισε και σταδιοδρομεί ως δικηγόρος από τον Αύγουστο του ’99, αφού η πατρογονική γη ανέκαθεν τον ενέπνεε.
[ blog ] [ facebook ] [ twitter ] [ youtube ]
Ξέρω να πετάω. Μου συνέβη για πρώτη φορά στο χωριό.
Ήμουν έξι, ο μικρός δύο. Θυμάμαι το ταξίδι, Ηγουμενίτσα - Αγιά. 12 Αυγούστου του 1975. Τα χιλιόμετρα λίγα, ο δρόμος στενός και γεμάτος στροφές, γι’ αυτό φαίνονται πολλά. Η θέα ανυπόφορα όμορφη. Πράσινο τόσο βαθύ, που τα μάτια πονάνε. Το σύμπλοκο της κουμαριάς με το πουρνάρι αδιαπέραστο. Και δίπλα η θάλασσα, το Ιόνιο. Θάλασσα μπλε, όχι γαλάζια, σαν του Αιγαίου. Μπλε. Με γραμμές από τα καΐκια. Έντονες γραμμές. Να χαρακώνουν με τις ρότες τους το αδιάφανο χρώμα. Η πρώτη μου θέα προς το Δρέπανο, η Κέρκυρα απέναντι, καθαρή εικόνα του ανάντι. Πλαταριά, η μεγάλη κατηφόρα. Είμαι μικρός, γαργαλιέμαι. Και κάθε στροφή πιο κοντά. Περνάμε τη λίμνη. Εδώ πνίγηκε ο αγροφύλακας. Πήγε για παπιά και τον πήρε κάτω. Το ακούω πρώτη φορά, δε θα το ξεχάσω ποτέ. Ακόμη και τώρα, κάθε φορά που περνάω, το ίδιο θυμάμαι.
Αλλά εγώ σε λίγο θα δω τον παππού μου, που του ‘χω τ’ όνομα! Θα δω τη γιαγιά μου, που τ’ όνομά της το ‘χει η Τετέ μου, η πιο αγαπημένη μου ξαδέρφη! Η γιαγιά που με φύλαγε στην Πάτρα κι ο παππούς που με την προτροπή του έπαιρνα το κουμπούρι, σκότωνα τους Τούρκους και τους πέταγα πέεερα απ’ το βουνό.
Είχα κάνει πολλά ταξίδια ως τότε. Νομίζω περισσότερα από κάθε παιδί της ηλικίας μου. Ο παράξενος ταξιδιώτης. Αθήνα, Ρύμνιο και Βελβεντό Κοζάνης, Λάρισα, Πάτρα. Και πλέον Ηγουμενίτσα. Θα πήγαινα πρώτη Δημοτικού! Η μαμά θα ήταν η δασκάλα μου! Θα έκανα φίλους! Και θα πήγαινα στο χωρίο μου, την Αγιά Πάργας!
Όλοι εκεί, ο παππούς Θανάσης, η γιαγιά η Κατερίνα, ο θείος Ηλίας, ο θείος Θωμάς. Είδα την κατσίκα, τις κότες, το πρόβατο. Το Μ1 των ΤΕΑ. Αυτό είναι όπλο. «Μια μέρα θα ρίξω με ένα τέτοιο», σκέπτομαι από μέσα μου. Ο θείος ο Θωμάς μου το δείχνει αναλυτικά. Τον πειράζει ο Ηλίας, θέλει να φανεί καλύτερος, θέλει να μου δείξει το μονόκαννο το δεκαεξάρι. Ο παππούς τη Μπερέττα την ασημένια, δώρο του Ιταλού Υπολοχαγού γιατρού από τον πόλεμο. Όταν έσκασε το μεγάλο το άλογο από μάτι, ο γιατρός έβριζε. «Πόρκα Μαντόνα» έλεγε. Τι θα πει αυτό; Λίγα Γαλλικά ξέρω, λίγα Ιταλικά, από την Αλίκη μου, από την Πλατεία Αττικής. Μαντόνα είναι σίγουρα η Παναγία. Πόρκα τι θα πει; Θα μάθω μόνος μου, δε ρωτάω τους μεγάλους. Η Μπερέττα έχει ιστορία, δε δουλεύει. Ο μπαμπάς τη χάλασε στον κόκορα, όταν ήταν μικρός, έριχνε χωρίς σφαίρα μέσα κι έσπασε ο επικρουστήρας. Ο παππούς τον πήρε χαμπάρι και ο μπαμπάς ανέβηκε πάνω στην ελιά που έχει κρεμαστεί το κλήμα το μαυροστάφυλο, στο παλιό το σπίτι, στο Βενέτικο, για να σωθεί από τη λουρίδα με την ανάποδη. Εγώ ας τα χαλάσω όλα, δεν πειράζει, έτσι λέει ο παππούς.
Ο παππούς μου λέει μια ιστορία, μόνο σε μένα. Όταν γύρισε από τον πόλεμο, με το Λη Ένφιλντ στο χέρι, χωρίς να το παραδώσει στους Γερμανούς, τον βάλανε στο βαρέλι με το πετρέλαιο, για να φύγουν οι ψείρες. Ζήτησε ούζο και δεν είχαν. Ήπιε πετρέλαιο! Τέλεια, θα δοκιμάσω κι εγώ κρυφά, λέω από μέσα μου, αλλά ούτε να καπνίσω έχω καταφέρει ακόμη. Όλο φυσάω και φυσάω και όλο αυτό σβήνει. Δε μπορώ να ρωτήσω κιόλας. Δε θέλω κιόλας. Μόνος μου. Θα παρακολουθήσω ξανά στα κρυφά κάποιον μεγάλο που δε θα καταλάβει ότι τον παρακολουθώ. Ίσως το θείο τον Ηλία, εκείνος καπνίζει περισσότερο.
Ο θείος ο Θωμάς ανεβαίνει στη συκιά στην αυλή, να μαζέψει σύκα για μένα. Δεν το έχω ξαναδεί αυτό. Είναι τέλειος, αίλουρος. Κι όμως βήχει συνέχεια, από τότε που γύρισε από τη Γερμανία. Και καπνίζει πολύ. Μπορεί να κάνω και λάθος, το έχω θολό, αλλά ίσως και να ανέβηκε στη συκιά με το τσιγάρο στο στόμα.
Ο παππούς είναι άλλος άνθρωπος στο χωριό. Με παίρνει στο δωμάτιό του. Καθόμαστε κάτω από τη μεταξοτυπία με τους αδελφούς Κέννεντυ. Μου λέει να πιάσω την καρδιά του. «Εδώ σε έχω» μου λέει. Αλλά η καρδιά του είναι αλλού, χαμηλά, κοντά στα πλευρά. Κι άλλη ιστορία. Πριν από έξι χρόνια, το 1969 ο παππούς έπαθε καρκίνο του πνεύμονα και του τον αφαίρεσαν. Τώρα η καρδιά του έχει κατέβει χαμηλά και την πιάνω ολόκληρη. Μόνο εμένα αφήνει, κανέναν άλλο.
Θα κοιμηθούμε στο μεγάλο δωμάτιο, στο πάνω δεξιά, ο μπαμπάς και η μαμά στο μεγάλο, το νυφιάτικο του παππού και της γιαγιάς, με τον Αντρέα ανάμεσά τους, να τον προσέχουν που είναι μικρός ακόμη. Εγώ θα κοιμηθώ στο κρεβάτι κάτω από το παράθυρο που βλέπει στην Κούλια, το λόφο του σπιτιού. Πιο πέρα από την Κούλια είναι οι κατσίκες του άλλου του θείου του Ηλία και της Φρειδερίκης και της Ευτυχίας και του Κώστα. Είμαστε τριτεξάδελφα και μου αρέσουν πολύ. Η θεία η Δάφνη θα μου τις δείξει από κοντά τις κατσίκες αύριο, μαζί με τα μικρά τους. Έχει και μια ωραία κουτσουπιά στην Κούλια, είναι ένα δέντρο χρωματιστό, μου λένε. Είναι Αύγουστος, δε θα το δω κόκκινο τώρα, αλλά όταν έρθει η επόμενη Άνοιξη. Θα περιμένω. Από κάτω, μετά το δρόμο, είναι ο στάβλος των θείων μου, του Ηλία και του Θωμά. Διακόσια πενήντα σταβλισμένα μοσχάρια και υπάρχουν κι άλλα εκατόν πενήντα πάνω στο Λογορά, το μεγάλο βουνό, κοντά στο ραντάρ. Εκεί με είχε ρίξει το άλογο κάτω από τα πόδια του, όταν ήμουν μωρό. Η γιαγιά είχε πει ότι έφταιγε η μαμά μου, που φόραγε κόκκινα, αλλά εγώ θυμάμαι μόνο την κοιλιά του, κανελιά, από πάνω μου. Δε θυμάμαι να έκλαψα, αλλά θυμάμαι να θαυμάζω πόσο μεγάλο είναι ένα άλογο. Και, εν πάσει περιπτώσει, αυτό έγινε όταν ήμουν μωρό, τώρα ήμουν μεγάλος,
Δεν περνάει η μέρα. Δεν έχω λόγο, δεν έχω θέληση να κοιμηθώ. Άκουσα ότι στο παράθυρο που βλέπει στην Κούλια έπεσε κεραυνός και βάλαμε αλεξικέραυνο. Ωραίο είναι, κοιτάει στον ουρανό σαν λόγχη. Ο μπαμπάς μου λέει για τον αετό που πήγε να φάει τα πρόβατα των ορφανών παιδιών, όταν κι εκείνος φύλαγε γελάδια στο Λογορά, μου λέει πώς του έριξε, τον πέτυχε, αλλά ο αετός δεν έπεσε, μόνο άφησε το πρόβατο και πέταξε ψηλά. Ο παππούς και οι θείοι μιλάνε αρβανίτικα, εγώ δεν καταλαβαίνω, αλλά καταλαβαίνω. Η προγιαγιά μου μιλούσε τούρκικα και αρβανίτικα, μόνο. Εγώ καταλαβαίνω, αλλά δεν τα μιλάω. Ποτέ δε μπόρεσα να τα μιλήσω.
Έπεσε η νύχτα. Πήγαμε στην αγορά, με φιλάνε πολλοί στη λούφα, πάνω στα μαλλιά. Νας Λαμπούτ, με λένε, ίδιος ο παππούς, λένε. Χαίρομαι. Κι ο παππούς πιο πολύ. Ο μπαμπάς τον αφήνει να με κρατάει από το χέρι της καρδιάς και να καπνίζει κρατώντας ταυτόχρονα το μπαστούνι στο άλλο. Ένα πνευμόνι θέλει βοήθεια μια δεύτερη καρδιά.
Ο Αντρέας κοιμήθηκε στην αγκαλιά της μαμάς. Θα περπατήσουμε το μονοπάτι της κατηφόρας ως το σπίτι, μέσα στο σκοτάδι. Ευτυχώς έχει φεγγάρι, γιατί λάμπα το μονοπάτι δεν έχει. Ωραίες μεγάλες πέτρες, τις πατάω και πηδάω από τη μια στην άλλη. Γυαλίζουν στο φως του φεγγαριού, είναι παλιές, ίσως όσο κι ο παππούς, ίσως όσο και το χωριό μου. Κι εγώ πάντα θα βοηθάω τον παππού να τις περπατάει. Δυο καρδιές, ένα πνευμόνι, κι η καρδιά κάτω, να χτυπάει μόνο στα δικά μου χέρια.
Ξαπλώσαμε. Κοιμήθηκαν. Κοιμήθηκα.
Σηκώνομαι. Το παράθυρο είναι ανοιχτό, το φεγγάρι δεν έχει κάνει τον κύκλο του πίσω από την Κούλια. Είμαι μικρός, όχι δειλός. Ανοίγω την πόρτα. Βγαίνω στην επάνω βεράντα. Το κάγκελο στα δεξιά, δίπλα στην εξωτερική σκάλα θα τοποθετηθεί δύο χρόνια μετά. Χώρος ελεύθερος. Βαδίζω προς το κενό. Βουτάω και υψώνομαι. Νιώθω τον αέρα του χωριού μου καθαρό, γεμάτο, να γεμίζει τις δυο καρδιές μου. Μια στο χέρι, μια στο στήθος. Υψώνομαι. Βλέπω το σπίτι από ψηλά. Ωραία κεραμίδια. Βλέπω τη συκιά από την κορυφή της. Πώς ανέβηκε εκεί πάνω ο θείος Θωμάς; Παίρνω ύψος. Βάζω ρότα προς την Κούλια. Βλέπω το στάβλο. Ακούω μια τράτα στο δρόμο της για το πέρασμα των Παξών απέναντι. Η θάλασσα στα μακριά είναι πολύ σκούρα, όχι μπλε. Το κάστρο δεν είναι απειλητικό, αλλά δε θα πάω κατά κει σήμερα. Νιώθω να κουράζομαι. Στρέφω τα μάτια και ξανακοιτάω προς το σπίτι. Μου φαίνεται πιο μακριά. Πρέπει να γυρίσω. Πλησιάζω τη βεράντα. Φτάνω κοντά της και ακουμπάω πόδια. Έχω λαχανιάσει. Σταματώ. Μπαίνω στο δωμάτιο. Ξαπλώνω. Κοιμάμαι. Είμαι ευτυχισμένος. Ξέρω να πετάω.
Το πρωί ο μπαμπάς μου λέει: «καλημέρα πιλότε». Του απαντώ: «καλημέρα, μπαμπά». Δε λέμε κάτι άλλο.
Δε θα σκοτώσω ποτέ πετούμενο.
* Ο Θάνος Αθανασιάδης γεννήθηκε στην Αθήνα το 1968. Γόνος δικαστή και δασκάλας, του επιφυλάχθηκε η ζωή των μεταθέσεων. Έχοντας ζήσει περιοδικά στην Αθήνα, ενδιάμεσα δε στην Ηγουμενίτσα, τη Θήβα, την Καρδίτσα, τον Πειραιά και την Άμφισσα, θεωρεί τον εαυτό του πολίτη όλου του κόσμου. Η μοίρα του επιφύλαξε και τη Θεσσαλονίκη, τις Σέρρες, την Κομοτηνή, το Νόττινγχαμ και το Λονδίνο. Στην Πρέβεζα μετακόμισε και σταδιοδρομεί ως δικηγόρος από τον Αύγουστο του ’99, αφού η πατρογονική γη ανέκαθεν τον ενέπνεε.
[ blog ] [ facebook ] [ twitter ] [ youtube ]