της Ισμήνης Παφίτη *
Την όψη σου συνάντησα ξανά, ακίνητη σε μια φωτογραφία.
Φυλακισμένη στον χρόνο, ανέπαφη, χωρίς πουκάμισο, χωρίς υποψία…
Ποια στιγμή, ποιο δευτερόλεπτο της νιότης σου αντίκριζα;
Τα μάτια σου πυρακτωμένο κάρβουνο, κράμα αυθάδειας μαζί και αφθαρσίας.
Τα μάτια μου δυο θάλασσες υγρές και ταραγμένες
όπως αυτές που βλέπαμε μαζί στα παιδικά μου καλοκαίρια.
…Τότε το γέλιο σου το έπαιρνε ο αέρας, το μετουσίωνε σε βραδινή δροσιά.
Το ακούω ακόμα ν’ αναβλύζει, μες της ψυχής μου τις κρυμμένες νοσταλγίες…
Τα χρόνια πέρασαν και χάθηκε στη δίνη του ο καθένας,
μέχρι που ήρθαν σαν γροθιά τα άσχημα μαντάτα.
…Τα μάτια σου καθρέφτιζαν μιαν άλλη τρικυμία
απόμακρη και σκοτεινή, πέρ’ απ’ τον κόσμο τούτο.
Το σώμα σου έρμαιο, κτυπήθηκε στα βράχια,
δεν χώραγε άλλο πια την διάφανη ψυχή σου.
Κι όταν σ’ αγκάλιασα δειλά και σου’ πα «μην φοβάσαι»,
τότε πικρά κατάλαβα πως έφτανε το τέλος.
…Κι εμείς, πιο αβοήθητοι θαρρώ από εσένα,
γίναμε μάρτυρες της αναπόφευκτης και τραγικής φθοράς σου.
Τα μάτια μας εκστατικά κι απορημένα
μπροστά στο κλωθογύρισμα του νήματος της μοίρας.
Αυτό είμαστε λοιπόν, αυτό; Αυτό και τίποτα άλλο;
Εφήμεροι κόκκοι άμμου στου σύμπαντος την παραλία…
Κι αφού οι λίγοι έκλαψαν ξανά στον ώμο ο ένας του άλλου
και το αντίο ειπώθηκε και στέρεψαν τα μάτια,
τότε την είδαμε άξαφνα, ψυχρά να μας κοιτάζει,
την ένοχη ανακούφιση, βουβή και ματωμένη.
Κρύα και άτεγκτη όπως το μέτωπό σου
όταν το στερνοφίλησαν δειλά, στεγνά τα χείλη.
…Σκληρός εραστής της ζωής ο θάνατος
κι εμείς οι ανήλικοι θεατές της συνουσίας.
* Η Ισμήνη Παφίτη είναι αρχιτέκτονας, αλλά εκτός από κτίρια, της αρέσει να «σχεδιάζει» και ιστορίες… Έχει γράψει αυτό το ποίημα εις μνήμη του πνευματικού της πατέρα που έφυγε νωρίς, νικημένος από την επάρατη νόσο…