του Κώστα Ζαχαράκη *
Story
Κρήτη, τέλη δεκαετίας ’60.
Η Δέσποινα κι ο Χρήστος, ένα ζευγάρι νεαρών επιστημόνων, που προσπαθεί να δημιουργήσει το ελιξίριο της αθανασίας. Αποτέλεσμα των πειραμάτων τους… το Λουλούδι.
Το Λουλούδι φυτεύτηκε σε 3 απόμερα σημεία του νησιού. Το μόνο δείγμα που επιβίωσε είναι εκείνο του Κίτρινου Βράχου.
Στο μοναστήρι που υπάρχει κοντά στον Κ.Β. μονάζει ο Ματθαίος, ένας καλόγερος που τυχαία θα ανακαλύψει το Λουλούδι.
Τη μέρα που ο Χρήστος και η Δέσποινα θα πάνε να μαζέψουν το Λουλούδι, θα συναντήσουν τόσο αυτόν όσο και τον Τζόναθαν, έναν Βρετανό χίπη (τέλη δεκαετίας ’60 και ο κάμπος κάτω από το μοναστήρι έχει κατακλυστεί από «παιδιά των λουλουδιών») που και οι δυο θα δοκιμάσουν τη δύναμη του Λουλουδιού.
Το Λουλούδι
Μοιάζει με τουλίπα αλλά με πιο πολλά και πιο μικρά πέταλα. Τα πέταλα δεν έχουν όλα το ίδιο χρώμα. Μπλε, μοβ, πράσινα πέταλα. Χοντρό κοτσάνι. Η βροχή μπορεί να το καταστρέψει.
Ο Κίτρινος Βράχος
Πετρώδες ύψωμα στην κορυφή ενός λόφου˙ υποτίθεται πως βρίσκεται στο Νομό Ηρακλείου. Στα κοιλώματα του εδάφους, «νησίδες» χώματος με υποκίτρινο χρώμα. Χρειάζεται να περάσει κανείς από ένα στενό ανάμεσα σε βράχους για να μπει στην περιοχή του Κ.Β.
(*αυτό το μέρος δεν υπάρχει πραγματικά˙ πρέπει να «μεταμφιεστεί» κάποιος άλλος τόπος –ή περισσότεροι– της κρητικής ενδοχώρας στον Κ.Β.)
Η Δέσποινα
Δυναμική. Ο αρχηγός του ζευγαριού και ο «εγκέφαλος» πίσω από τη δημιουργία του Λουλουδιού. Καταπιέζει/απορροφά πτυχές του Χρήστου, τον οποίον έχει ανάγκη όσο κι εκείνος. Αθλητική.
Ο Χρήστος
Ο πρωταγωνιστής του έργου. Επιζεί και μεταμορφώνεται ως προσωπικότητα. Χειραφετείται.
Ο Τζόναθαν
29 ετών. Μυώδης, στεγνός. Τζιν παντελόνι και λευκό αμάνικο μπλουζάκι. Προσωποποίηση των πόθων του Χρήστου αλλά και της ορμής κάποιων εκφάνσεων της Φύσης. Απουσία ηθικής.
Ο Ματθαίος
Άνθρωπος που δεν μπόρεσε ποτέ να προσαρμοστεί και να αντεπεξέλθει στην πραγματική ζωή. Χαρακτήρας αδύναμος.
Έχει μεταμφιέσει φυσιολογικές γήινες επιθυμίες όπως η αποφυγή του θανάτου στη λατρεία μιας καθαρής, αιώνιας ζωής.
ΕΞΩΤ/ΑΠΟΨΕΙΣ ΗΡΑΚΛΕΙΟΥ/ΜΕΡΑ
Κέντρο, εκκλησίες, πλατείες, δρομάκια. Από τα κτήρια, τα αυτοκίνητα και τους ανθρώπους αντιλαμβανόμαστε την εποχή˙ τέλη δεκαετίας ’60.
ΕΞΩΤ/ΚΙΤΡΙΝΟΣ ΒΡΑΧΟΣ/ΜΕΡΑ
Γενική άποψη του Κίτρινου Βράχου. Μετά κοντινό στο Λουλούδι. Κάπου μακριά ακούγεται ήχος από καμπάνες που καλούν σε Λειτουργία. Το Λουλούδι ταλαντεύεται από τον αέρα.
ΕΣΩΤ.-ΕΞΩΤ/ΣΑΛΟΝΙ ΣΠΙΤΙΟΥ ΧΡΗΣΤΟΥ ΚΑΙ ΔΕΣΠΟΙΝΑΣ/ΜΕΡΑ
Μεγάλο παράθυρο που βλέπει σ’ έναν κήπο με πορτοκαλιές. Τα παντζούρια είναι ανοιχτά, τα τζάμια όχι. Ο Χρήστος έρχεται στο παράθυρο κρατώντας στο χέρι του ένα ποτήρι φραπέ. Το αφήνει στο περβάζι και κοιτά έξω. Καλή μέρα αλλά με κάποια σκιά στην ατμόσφαιρα. Ήχος τηλεφώνου. Πηγαίνει, το σηκώνει και το φέρνει στο παράθυρο. Συνεχίζει να κοιτά έξω. Από το ακουστικό, η φωνή της Δέσποινας:
ΔΕΣΠΟΙΝΑ: Είμαι στο εργαστήριο.
ΧΡΗΣΤΟΣ: Πότε επέστρεψες;
ΔΕΣΠΟΙΝΑ: Χθες βράδυ. Κοιμήθηκα εδώ. Πρέπει να φύγουμε για τον Κίτρινο Βράχο. Πριν βρέξει.
ΧΡΗΣΤΟΣ: (Κοιτάει τον ουρανό) Δύσκολο να βρέξει.
ΔΕΣΠΟΙΝΑ: Τα άλλα Λουλούδια είναι νεκρά. Το μόνο που έχει μείνει ζωντανό, αν έχει μείνει, είναι εκείνο στον Κίτρινο Βράχο.
ΧΡΗΣΤΟΣ: Είναι 3 Σεπτέμβρη.
ΔΕΣΠΟΙΝΑ: Λίγες σταγόνες μπορεί να το καταστρέψουν. Απόψε θα το κόψουμε και θα το φέρουμε στο εργαστήριο.
ΧΡΗΣΤΟΣ: Πιστεύεις πως… είναι έτοιμο;
Σιωπή λίγων δευτερολέπτων. Σαν να μην υπάρχει κανείς στην άλλη άκρη της γραμμής. Ο Χρήστος πιέζει το ακουστικό στο αυτί του.
ΔΕΣΠΟΙΝΑ: (Άχρωμα) Πιστεύω πως ναι.
Ο Χρήστος κατεβάζει το ακουστικό. Κοιτάει έξω πιο προσεκτικά. Παρατηρεί τις πορτοκαλιές, τα κλαδιά τους κουνιούνται από τον αέρα.
ΕΞΩΤ/ΑΥΛΗ ΜΟΝΑΣΤΗΡΙΟΥ/ΜΕΡΑ
Στη μία άκρη της αυλής, σ’ ένα πέτρινο παγκάκι, καθισμένος, ο πατέρας Γεράσιμος, ηγούμενος της μονής. Το πρόσωπό του αποπνέει καλοσύνη και αυστηρότητα. Στην άλλη άκρη, δυο καλόγεροι φαίνεται να συζητούν με έναν κοσμικό. Ένας ακόμα καλόγερος διασχίζει την αυλή, πλησιάζει τον πατέρα Γεράσιμο, σκύβει και του φιλάει το χέρι. Ο πατέρας Γεράσιμος του ψιθυρίζει κάποια λόγια. Ο καλόγερος σηκώνεται και φεύγει με κάποια δουλοπρέπεια. Εμφανίζεται στην αυλή ένας όμορφος νεαρός, περίπου 20 χρονών. Φοράει παραδοσιακά κρητικά ρούχα. Ο πατέρας Γεράσιμος του κάνει νεύμα να έρθει κοντά του. Ο νεαρός έρχεται, του φιλάει το χέρι και κάθεται δίπλα του στο παγκάκι. Η φωνή του και η στάση του δείχνουν σεβασμό και περηφάνια.
Π.ΓΕΡΑΣΙΜΟΣ: Κατέβηκες; Πήγες στην πόλη;
ΝΕΑΡΟΣ: Ναι, γέροντα. Πήγα.
Π.ΓΕΡΑΣΙΜΟΣ: Πέρασες κι απ’ τα χωράφια;
ΝΕΑΡΟΣ: Άσ’ τα, γέροντα. Έχουν απλωθεί στον κάμπο σαν τις ακρίδες. Γυρνάνε μισόγυμνοι. Άντρες και γυναίκες.
Π.ΓΕΡΑΣΙΜΟΣ: Ανάθεμά τους… Μπήκανε και στα κτήματα του μοναστηριού;
ΝΕΑΡΟΣ: Ναι, γέροντά μου.
Π.ΓΕΡΑΣΙΜΟΣ: Θα βρούμε κανέναν μπελά με δαύτους…
ΝΕΑΡΟΣ: Γυρνάνε με τις κιθάρες τους και τραγουδάνε όλη μέρα. Όλη μέρα τραγουδάνε και καπνίζουν.
Π.ΓΕΡΑΣΙΜΟΣ: Οι άνθρωποι είναι άγρια θηρία. Ποτέ δεν πρέπει να μένουν τελείως ελεύθεροι. Γιατί τότε οι πράξεις τους αρχίζουν να μην έχουν πια νόημα και λογική…
Ο πατέρας Γεράσιμος βλέπει τον καλόγερο Ματθαίο να διασχίζει βιαστικά την αυλή του μοναστηριού και να κατευθύνεται προς την έξοδο. Το βλέμμα του τον ακολουθεί και σκοτεινιάζει.
Π.ΓΕΡΑΣΙΜΟΣ: Είναι να τους φοβάσαι τους ανθρώπους…
ΕΞΩΤ/ΔΡΟΜΟΣ/ΜΕΡΑ
Ένα φορτηγάκι που το οδηγεί η Δέσποινα. Δίπλα της, ο Χρήστος. Δεξιά κι αριστερά του δρόμου, έρημα χωράφια.
ΕΣΩΤ.ΕΞΩΤ/ΦΟΡΤΗΓΑΚΙ/ΜΕΡΑ
Ένας εντυπωσιακός άνδρας (Τζόναθαν) στέκεται στη μέση του δρόμου. Η Δέσποινα κι ο Χρήστος κοιτάνε ο ένας τον άλλον.
ΧΡΗΣΤΟΣ: (κάπως καθησυχαστικά) Είν’ απ’ αυτούς τους τουρίστες. Έχουνε γεμίσει τον τόπο.
Ο Τζόναθαν τους κάνει σήμα να σταματήσουν. Έχει στο στόμα του ένα πολύ λεπτό ξερό κλαδί. Το φτύνει. Η Δέσποινα χαμηλώνει υπερβολικά την ταχύτητα του οχήματος. Περνάει πολύ αργά δίπλα του.
ΕΞΩΤ/ ΔΡΟΜΟΣ/ΜΕΡΑ
Ο Τζόναθαν περπατάει δίπλα στο φορτηγάκι.
ΤΖΟΝΑΘΑΝ: (ξενική προφορά) Πηγαίνω στο μοναστήρι εδώ κοντά. Μπορείτε να με πάρετε;
Το όχημα σταματά εντελώς. Ο Τζόναθαν σκύβει στο παράθυρο της Δέσποινας.
ΕΣΩΤ.ΕΞΩΤ/ΦΟΡΤΗΓΑΚΙ/ΜΕΡΑ
ΧΡΗΣΤΟΣ: (Στη Δέσποινα) Πάρ’ τον.
ΔΕΣΠΟΙΝΑ: Παρακάτω χωρίζεται ο δρόμος. Εμείς θα στρίψουμε αριστερά. Θα σε πάμε μέχρι εκεί, ΟΚ; Συνέχισε όλο δεξιά, δέκα λεπτά περπάτημα είναι το μοναστήρι.
ΤΖΟΝΑΘΑΝ: Ευχαριστώ
ΔΕΣΠΟΙΝΑ: Πήδα πάνω!
Φευγαλέο, ερωτικό (;) κοίταγμα των δύο ανδρών. Ο Τζόναθαν κάνει μεταβολή. Η Δέσποινα τον παρακολουθεί από τον καθρέφτη να πηγαίνει πίσω.
ΕΣΩΤ/ΦΟΡΤΗΓΑΚΙ/ΜΕΡΑ
ΔΕΣΠΟΙΝΑ: Δεν τον χρειαζόμασταν αυτόν μαζί μας.
ΧΡΗΣΤΟΣ: Έλα, δεν τρέχει τίποτα. Παρακάτω τον αφήνουμε.
ΔΕΣΠΟΙΝΑ: Δεν ξέρω γιατί σου κάνω πάντα το χατίρι…
Ο Χρήστος γυρνάει και την κοιτάει.
ΧΡΗΣΤΟΣ: Ξέρεις.
ΕΞΩΤ/ ΔΡΟΜΟΣ/ΜΕΡΑ
Ο δρόμος έχει γίνει πλέον χωματόδρομος. Δεξιά κι αριστερά, έρημα χωράφια. Η ατμόσφαιρα αισθητά πιο φθινοπωρινή. Το φορτηγάκι που περνάει. Ο Τζόναθαν, πίσω.
ΕΞΩΤ/ΔΡΟΜΟΣ/ΜΕΡΑ
Ίδιο σκηνικό. Ο δρόμος πιο ανηφορικός. Κάποια δέντρα.
ΕΞΩΤ/ΔΙΧΑΛΑ ΤΟΥ ΔΡΟΜΟΥ/ΜΕΡΑ
Το σημείο όπου ο δρόμος χωρίζεται σε δύο ανηφορικούς και στενότερους δρόμους. Συνεχίζοντας αριστερά βγαίνει κανείς στον Κίτρινο Βράχο, συνεχίζοντας δεξιά στο μοναστήρι. Η Δέσποινα μειώνει ταχύτητα. Το φορτηγάκι σταματάει. Βγάζει το κεφάλι της απ’ το παράθυρο.
ΔΕΣΠΟΙΝΑ: Έλα, φίλε. Έφτασες.
Ο Τζόναθαν έρχεται δίπλα στο παράθυρο.
ΤΖΟΝΑΘΑΝ: Ευχαριστώ.
ΔΕΣΠΟΙΝΑ: (του δείχνει τη δεξιά ανηφόρα) Συνεχίζεις από ’κεί. Θα σε βγάλει ο δρόμος, το μοναστήρι είναι κοντά.
Ο Τζόναθαν σκύβει και κοιτάει τον Χρήστο μ’ έναν κάπως ειρωνικό τρόπο.
ΤΖΟΝΑΘΑΝ: Ευχαριστώ.
Ο Χρήστος τον κοιτά χωρίς να μιλάει. Ο Τζόναθαν φεύγει. Η Δέσποινα ξαναβάζει μπροστά. Το φορτηγάκι στρίβει αριστερά, προχωρά ελάχιστα, ζορίζεται απότομα. Η μηχανή σβήνει.
ΕΞΩΤ/ΑΡΙΣΤΕΡΗ ΑΝΗΦΟΡΑ/ΜΕΡΑ
Το φορτηγάκι ακίνητο. Η ατμόσφαιρα σκοτεινιάζει. Άνεμος.
ΕΞΩΤ/ΑΡΙΣΤΕΡΗ ΑΝΗΦΟΡΑ/ΜΕΡΑ
Το φορτηγάκι να ανεβαίνει. Ο Τζόναθαν είναι ξανά πίσω (!).
ΕΞΩΤ/ΕΙΣΟΔΟΣ ΓΙΑ ΤΟΝ ΚΙΤΡΙΝΟ ΒΡΑΧΟ/ΜΕΡΑ
Μεγάλη «πόρτα» σε χάλκινο χρώμα φράζει την είσοδο για τον Κίτρινο Βράχο. Ο Ματθαίος όρθιος, μπροστά στην πόρτα, σαν να πιέζει κάποιο σημείο της. Θόρυβος πίσω του. Γυρνάει πολύ ψύχραιμα. Το φορτηγάκι σταματάει πολύ κοντά του. Η Δέσποινα βγάζει το κεφάλι της από το παράθυρο.
ΔΕΣΠΟΙΝΑ: Γεια σας. Θέλουμε να πάμε στον Κίτρινο Βράχο. Τι γίνηκε εδώ πέρα, το φράξανε;
ΜΑΤΘΑΙΟΣ: (σαν να μιλάει γι’ άλλους) Το μοναστήρι.
ΔΕΣΠΟΙΝΑ: Γιατί;
ΜΑΤΘΑΙΟΣ: Βρήκαν τα οστά ενός αγίου.
ΔΕΣΠΟΙΝΑ: (μέσα από τα δόντια) Πλάκα μου κάνεις!
ΕΣΩΤ.ΕΞΩΤ/ΦΟΡΤΗΓΑΚΙ/ΜΕΡΑ
Το ζευγάρι μέσα στο όχημα κοιτάζει την είσοδο. Τον Ματθαίο μπροστά της. Ο καλόγερος στέκεται ακίνητος κοιτώντας προς αυτούς. Η Δέσποινα ανοίγει την πόρτα και κάνει να βγει. Σταματάει σαν να θυμάται κάτι και ξανακάθεται. Αγγίζει το πόδι του Χρήστου. Πολύ προσεκτικά εκείνος ανοίγει το πορτάκι μπροστά του και βγάζει ένα πιστόλι. Βγαίνουν ταυτόχρονα από το όχημα. Ο Χρήστος με μια επιδέξια κίνηση βάζει το όπλο στην κωλότσεπη καθώς βγαίνει. Ο Ματθαίος δεν αντιλαμβάνεται κάτι.
ΕΞΩΤ/ΕΙΣΟΔΟΣ ΓΙΑ ΤΟΝ ΚΙΤΡΙΝΟ ΒΡΑΧΟ/ΜΕΡΑ
Οι τρεις τους στην είσοδο. Ο Ματθαίος στέκεται μπροστά στην «πόρτα» σαν φύλακας.
ΔΕΣΠΟΙΝΑ: Υπάρχει κάποιος τρόπος να περάσουμε; Θέλουμε να δούμε τη θέα από τον Κίτρινο Βράχο.
ΧΡΗΣΤΟΣ: Μήπως μπορείτε εσείς να μας ανοίξετε;
ΜΑΤΘΑΙΟΣ: Τα μοναδικά κλειδιά που υπάρχουν είναι στο μοναστήρι. Ο ηγούμενος δεν αφήνει κανέναν να τα πάρει, είναι ένας πολύ σκληρός άνθρωπος.
ΧΡΗΣΤΟΣ: (Στη Δέσποινα) Τώρα;
ΜΑΤΘΑΙΟΣ: Αν έρθετε σε λίγους μήνες…
ΔΕΣΠΟΙΝΑ: Αδύνατον! Αυτό δε γίνεται.
ΜΑΤΘΑΙΟΣ: (Τονίζει το «το») Μα… το θέλετε τόσο πολύ;
ΔΕΣΠΟΙΝΑ: Ναι.
ΜΑΤΘΑΙΟΣ: Τότε…
ΔΕΣΠΟΙΝΑ: Πείτε μας.
ΜΑΤΘΑΙΟΣ: Ξέρω ένα μονοπατάκι που βγάζει στον Κίτρινο Βράχο. Ακολουθήστε με.
ΕΞΩΤ/ΕΙΣΟΔΟΣ ΓΙΑ ΤΟΝ ΚΙΤΡΙΝΟ ΒΡΑΧΟ/ΜΕΡΑ
Ο Τζόναθαν πηδάει από το φορτηγάκι. Πλησιάζει την «πόρτα». Την κοιτάει πολύ προσεκτικά, σαν να βλέπει κάποιες λεπτομέρειες. Το βλέμμα του γίνεται κάπως περιφρονητικό. Αγγίζει τα γεννητικά του όργανα. Έχουμε την αίσθηση πως θα την παραβιάσει. Μια αστραπή φωτίζει το πρόσωπό του, που μοιάζει χωρίς συναισθήματα.
ΕΞΩΤ/ΜΟΝΟΠΑΤΙ/ΜΕΡΑ
Η ίδια αστραπή. Η Δέσποινα κοιτάζει ανήσυχη ψηλά.
ΔΕΣΠΟΙΝΑ: Κοίτα να δεις…
Οι τρεις τους σε μια ευθεία. Μπροστά ο Ματθαίος, πίσω η Δέσποινα, πιο πίσω ο Χρήστος. Δύσβατο μονοπάτι ανάμεσα σε δέντρα (πορτοκαλιές). Πέτρες και θάμνοι που τους καθυστερούν. Νέα αστραπή. Ελάχιστες ψιχάλες.
ΧΡΗΣΤΟΣ: Όχι τώρα.
ΠΑΡΑΤΕΤΑΜΕΝΟ ΣΚΟΤΑΔΙ
ΕΞΩΤ/ΚΙΤΡΙΝΟΣ ΒΡΑΧΟΣ/ΜΕΡΑ
Ματθαίος, Δέσποινα, Χρήστος. Το ζευγάρι υποκρίνεται πως απολαμβάνει τη θέα˙ με την άκρη του ματιού τους αναζητούν το Λουλούδι. Ψιχαλίζει. Η Δέσποινα κοιτάζει τον Ματθαίο σαν να του ζητάει να αποχωρήσει διακριτικά.
ΔΕΣΠΟΙΝΑ: Ευχαριστούμε.
ΜΑΤΘΑΙΟΣ: Θα βρέξει. Δεν πρέπει να μείνετε.
ΔΕΣΠΟΙΝΑ: Λίγο θα μείνουμε. Να απολαύσουμε τη θέα.
Ο Ματθαίος κοιτάζει ανήσυχος τον ουρανό. Σιωπή.
ΜΑΤΘΑΙΟΣ: Ήρθατε για το Λουλούδι;
Το ζευγάρι παγώνει. Ο Χρήστος βάζει το χέρι πίσω, αγγίζει το πιστόλι.
ΜΑΤΘΑΙΟΣ: Το ανακάλυψα ένα απόγευμα. Ερχόμουν εδώ κάποιες φορές, θυμόμουν τη ζωή μου πριν το μοναστήρι. Το μοναστήρι δε μου έδωσε τις απαντήσεις που γύρευα, με οδήγησε όμως στο Λουλούδι. Κοιτάξτε το.
Χρήστος και Δέσποινα κοιτούν το Λουλούδι.
ΜΑΤΘΑΙΟΣ: Πώς να μην προσέξεις κάτι τόσο όμορφο; Ένα βράδυ έκοψα ένα πέταλο και το έβρασα, πότισα έναν μαραμένο βασιλικό… το άλλο πρωί… (κάνει μια κίνηση με τα χέρια, σαν κάτι να εκρήγνυται) ΒΟΥΜ! Ολάνθιστος! (Το πρόσωπό του σκοτεινιάζει) Δυστυχώς μίλησα στον ηγούμενο για το Λουλούδι.
ΧΡΗΣΤΟΣ: Αυτός έβαλε την «πόρτα»;
ΜΑΤΘΑΙΟΣ: Ναι. Γνώριζε όμως πως θα συνεχίσω να έρχομαι στον Κίτρινο Βράχο. Με τραβάει το Λουλούδι. Γιατί το φυτέψατε εδώ;
ΔΕΣΠΟΙΝΑ: Μπορεί να βλαστήσει σε πολύ συγκεκριμένο έδαφος.
ΜΑΤΘΑΙΟΣ: Ας είναι λοιπόν ευλογημένος ο Κίτρινος Βράχος!
ΔΕΣΠΟΙΝΑ: (Αποφασιστικά) Το Λουλούδι ήρθαμε να το πάρουμε. Η βροχή μπορεί να το καταστρέψει.
Ο Ματθαίος δεν την ακούει. Έχει βυθιστεί σ’ έναν δικό του κόσμο. Τα μάτια του γυαλίζουν.
ΜΑΤΘΑΙΟΣ: «Όποιος με ακολουθήσει θα έχει ζωή αιώνια».(1) Έκανα καλά που φόρεσα το ράσο. Ο Χριστός με οδήγησε στην αιώνια ζωή.
Μια βουβή αστραπή. ΚΑΤΙ ΣΑΝ ΑΓΡΙΟ ΘΗΡΙΟ ΠΕΤΑΓΕΤΑΙ ΠΑΝΩ ΣΤΗ ΔΕΣΠΟΙΝΑ. Χρήστος και Ματθαίος κάνουν έντρομοι βήματα προς τα πίσω.
ΜΑΤΘΑΙΟΣ: Κύριε Ιησού Χριστέ!
ΕΞΩΤ/ΚΙΤΡΙΝΟΣ ΒΡΑΧΟΣ/ΜΕΡΑ
Ο Τζόναθαν κατασπαράζει το σώμα της Δέσποινας. Την τρώει ακριβώς όπως ένα λιοντάρι τρώει την αντιλόπη που μόλις σκότωσε. Ο Τζόναθαν είναι σαν δαίμονας˙ τα μάτια του κόκκινα και σχιστά, τα δόντια του μεγάλα και μυτερά. Μουγκρίζει σαν ζώο. Σταματάει και τους κοιτάει. Γρυλίζει απειλητικά.
ΕΞΩΤ/ΚΙΤΡΙΝΟΣ ΒΡΑΧΟΣ/ΜΕΡΑ
Ο Τζόναθαν τους πλησιάζει απειλητικά. Οπισθοχωρούν. Ο Χρήστος κρατάει το πιστόλι προς τον Τζόναθαν.
ΕΞΩΤ/ΚΙΤΡΙΝΟΣ ΒΡΑΧΟΣ/ΜΕΡΑ
Ο Τζόναθαν ορμάει κι ο Χρήστος τον πυροβολεί ανάμεσα στα μάτια.
ΕΞΩΤ/ΚΙΤΡΙΝΟΣ ΒΡΑΧΟΣ/ΜΕΡΑ
Ματθαίος και Χρήστος πάνω απ’ το νεκρό σώμα του Τζόναθαν. Οι φάτσες τους πετρωμένες σχεδόν από περιέργεια, αηδία, αποστροφή, φόβο, ίσως και κάποια κακία. Κεραυνός. Αρχίζει να βρέχει κανονικά.
ΕΞΩΤ/ΚΙΤΡΙΝΟΣ ΒΡΑΧΟΣ/ΜΕΡΑ
Οι δύο άντρες κοιτούν τη θέα από τον Κίτρινο Βράχο καθώς βρέχονται. Μπροστά ο Χρήστος, πίσω του ο Ματθαίος.
ΧΡΗΣΤΟΣ: Ποτέ δεν αγάπησα το Λουλούδι. Μέσα μου ήξερα πως δε θα μας βγει σε καλό. Δέσποινα, Δέσποινα… γιατί όλα αυτά; Γιατί δεν μπορούσαμε απλώς να ζήσουμε τις ζωές μας; (χαμηλώνει το κεφάλι) Ο καθένας τη ζωή του… Τώρα τι θα κάνω;
Ο Ματθαίος έχει χαθεί απ’ το πλάνο. Ο Χρήστος σκυμμένος βρέχεται κρατώντας πάντα το πιστόλι στο χέρι. Φαίνεται εξουθενωμένος. Μοιάζει να ταλαντεύεται ελαφρώς από τον άνεμο. Ακούγεται κάτι σαν «μασούλημα». Ανοίγει το πλάνο. Βλέπουμε τον Ματθαίο μπροστά στο Λουλούδι να κόβει με γρηγοράδα πέταλα του Λουλουδιού και να τα καταβροχθίζει με λαιμαργία. Ο Χρήστος τινάζεται˙ γυρίζει και τον σημαδεύει.
ΧΡΗΣΤΟΣ: Τι κάνεις;
Ο Ματθαίος συνεχίζει χωρίς να ακούει.
ΧΡΗΣΤΟΣ: Σταμάτα. Σταμάτα τώρα.
Ο Ματθαίος σταματάει απότομα και τον κοιτάζει. Τα μάτια του είναι κόκκινα. Μένει για λίγο ακίνητος, έκπληκτος σχεδόν από αυτό που του συμβαίνει και μετά τινάζεται μουγκρίζοντας προς τον Χρήστο. Ο Χρήστος τον πυροβολεί πολλές φορές.
ΕΞΩΤ/ΚΙΤΡΙΝΟΣ ΒΡΑΧΟΣ/ΜΕΡΑ
Η βροχή πλέον καταρρακτώδης. Ο Χρήστος πάνω από το Λουλούδι, το παρατηρεί να λειώνει από τη βροχή. Κρατάει πάντα το πιστόλι στο χέρι του. (2) Γύρω του τα πτώματα των άλλων.
ΤΕΛΟΣ
(1) Λόγια του Χριστού που επαναλαμβάνονται συχνά στο Ευαγγέλιο.
(2) Μια πρόταση για αφίσα την ταινίας: Ο Χρήστος όρθιος μπροστά στο Λουλούδι με το πιστόλι στο χέρι. Τα πτώματα των άλλων να μη φαίνονται.
* Ο Κώστας Ζαχαράκης γεννήθηκε στην Πρέβεζα το 1975. Σπούδασε Κοινωνιολογία στο Παν/μιο Κρήτης. Παρακολούθησε σεμινάρια κειμενογραφίας διαφήμισης στο Deree. Έχει εργαστεί ως διαφημιστής, τηλεφωνητής, συμβασιούχος δημοσίου και κοινωνιολόγος. Γράφει κυρίως ποίηση και θέατρο. Ως ποιητής έχει βραβευτεί από το Σύλλογο Προσφύγων Ανατολικής Ρωμυλίας και το περιοδικό «Κελαινώ». Τον Αύγουστο του 2012 δημοσίευσε στον διαδικτυακό τόπο One:Story τη χιουμοριστική ιστορία φαντασίας «Η απροσδόκητη αθανασία της Αλίκης Βουγιουκλάκη».
E-mail επικοινωνίας: zaxarakiscostas @gmail.com
Story
Κρήτη, τέλη δεκαετίας ’60.
Η Δέσποινα κι ο Χρήστος, ένα ζευγάρι νεαρών επιστημόνων, που προσπαθεί να δημιουργήσει το ελιξίριο της αθανασίας. Αποτέλεσμα των πειραμάτων τους… το Λουλούδι.
Το Λουλούδι φυτεύτηκε σε 3 απόμερα σημεία του νησιού. Το μόνο δείγμα που επιβίωσε είναι εκείνο του Κίτρινου Βράχου.
Στο μοναστήρι που υπάρχει κοντά στον Κ.Β. μονάζει ο Ματθαίος, ένας καλόγερος που τυχαία θα ανακαλύψει το Λουλούδι.
Τη μέρα που ο Χρήστος και η Δέσποινα θα πάνε να μαζέψουν το Λουλούδι, θα συναντήσουν τόσο αυτόν όσο και τον Τζόναθαν, έναν Βρετανό χίπη (τέλη δεκαετίας ’60 και ο κάμπος κάτω από το μοναστήρι έχει κατακλυστεί από «παιδιά των λουλουδιών») που και οι δυο θα δοκιμάσουν τη δύναμη του Λουλουδιού.
Το Λουλούδι
Μοιάζει με τουλίπα αλλά με πιο πολλά και πιο μικρά πέταλα. Τα πέταλα δεν έχουν όλα το ίδιο χρώμα. Μπλε, μοβ, πράσινα πέταλα. Χοντρό κοτσάνι. Η βροχή μπορεί να το καταστρέψει.
Ο Κίτρινος Βράχος
Πετρώδες ύψωμα στην κορυφή ενός λόφου˙ υποτίθεται πως βρίσκεται στο Νομό Ηρακλείου. Στα κοιλώματα του εδάφους, «νησίδες» χώματος με υποκίτρινο χρώμα. Χρειάζεται να περάσει κανείς από ένα στενό ανάμεσα σε βράχους για να μπει στην περιοχή του Κ.Β.
(*αυτό το μέρος δεν υπάρχει πραγματικά˙ πρέπει να «μεταμφιεστεί» κάποιος άλλος τόπος –ή περισσότεροι– της κρητικής ενδοχώρας στον Κ.Β.)
Η Δέσποινα
Δυναμική. Ο αρχηγός του ζευγαριού και ο «εγκέφαλος» πίσω από τη δημιουργία του Λουλουδιού. Καταπιέζει/απορροφά πτυχές του Χρήστου, τον οποίον έχει ανάγκη όσο κι εκείνος. Αθλητική.
Ο Χρήστος
Ο πρωταγωνιστής του έργου. Επιζεί και μεταμορφώνεται ως προσωπικότητα. Χειραφετείται.
Ο Τζόναθαν
29 ετών. Μυώδης, στεγνός. Τζιν παντελόνι και λευκό αμάνικο μπλουζάκι. Προσωποποίηση των πόθων του Χρήστου αλλά και της ορμής κάποιων εκφάνσεων της Φύσης. Απουσία ηθικής.
Ο Ματθαίος
Άνθρωπος που δεν μπόρεσε ποτέ να προσαρμοστεί και να αντεπεξέλθει στην πραγματική ζωή. Χαρακτήρας αδύναμος.
Έχει μεταμφιέσει φυσιολογικές γήινες επιθυμίες όπως η αποφυγή του θανάτου στη λατρεία μιας καθαρής, αιώνιας ζωής.
ΕΞΩΤ/ΑΠΟΨΕΙΣ ΗΡΑΚΛΕΙΟΥ/ΜΕΡΑ
Κέντρο, εκκλησίες, πλατείες, δρομάκια. Από τα κτήρια, τα αυτοκίνητα και τους ανθρώπους αντιλαμβανόμαστε την εποχή˙ τέλη δεκαετίας ’60.
ΕΞΩΤ/ΚΙΤΡΙΝΟΣ ΒΡΑΧΟΣ/ΜΕΡΑ
Γενική άποψη του Κίτρινου Βράχου. Μετά κοντινό στο Λουλούδι. Κάπου μακριά ακούγεται ήχος από καμπάνες που καλούν σε Λειτουργία. Το Λουλούδι ταλαντεύεται από τον αέρα.
ΕΣΩΤ.-ΕΞΩΤ/ΣΑΛΟΝΙ ΣΠΙΤΙΟΥ ΧΡΗΣΤΟΥ ΚΑΙ ΔΕΣΠΟΙΝΑΣ/ΜΕΡΑ
Μεγάλο παράθυρο που βλέπει σ’ έναν κήπο με πορτοκαλιές. Τα παντζούρια είναι ανοιχτά, τα τζάμια όχι. Ο Χρήστος έρχεται στο παράθυρο κρατώντας στο χέρι του ένα ποτήρι φραπέ. Το αφήνει στο περβάζι και κοιτά έξω. Καλή μέρα αλλά με κάποια σκιά στην ατμόσφαιρα. Ήχος τηλεφώνου. Πηγαίνει, το σηκώνει και το φέρνει στο παράθυρο. Συνεχίζει να κοιτά έξω. Από το ακουστικό, η φωνή της Δέσποινας:
ΔΕΣΠΟΙΝΑ: Είμαι στο εργαστήριο.
ΧΡΗΣΤΟΣ: Πότε επέστρεψες;
ΔΕΣΠΟΙΝΑ: Χθες βράδυ. Κοιμήθηκα εδώ. Πρέπει να φύγουμε για τον Κίτρινο Βράχο. Πριν βρέξει.
ΧΡΗΣΤΟΣ: (Κοιτάει τον ουρανό) Δύσκολο να βρέξει.
ΔΕΣΠΟΙΝΑ: Τα άλλα Λουλούδια είναι νεκρά. Το μόνο που έχει μείνει ζωντανό, αν έχει μείνει, είναι εκείνο στον Κίτρινο Βράχο.
ΧΡΗΣΤΟΣ: Είναι 3 Σεπτέμβρη.
ΔΕΣΠΟΙΝΑ: Λίγες σταγόνες μπορεί να το καταστρέψουν. Απόψε θα το κόψουμε και θα το φέρουμε στο εργαστήριο.
ΧΡΗΣΤΟΣ: Πιστεύεις πως… είναι έτοιμο;
Σιωπή λίγων δευτερολέπτων. Σαν να μην υπάρχει κανείς στην άλλη άκρη της γραμμής. Ο Χρήστος πιέζει το ακουστικό στο αυτί του.
ΔΕΣΠΟΙΝΑ: (Άχρωμα) Πιστεύω πως ναι.
Ο Χρήστος κατεβάζει το ακουστικό. Κοιτάει έξω πιο προσεκτικά. Παρατηρεί τις πορτοκαλιές, τα κλαδιά τους κουνιούνται από τον αέρα.
ΕΞΩΤ/ΑΥΛΗ ΜΟΝΑΣΤΗΡΙΟΥ/ΜΕΡΑ
Στη μία άκρη της αυλής, σ’ ένα πέτρινο παγκάκι, καθισμένος, ο πατέρας Γεράσιμος, ηγούμενος της μονής. Το πρόσωπό του αποπνέει καλοσύνη και αυστηρότητα. Στην άλλη άκρη, δυο καλόγεροι φαίνεται να συζητούν με έναν κοσμικό. Ένας ακόμα καλόγερος διασχίζει την αυλή, πλησιάζει τον πατέρα Γεράσιμο, σκύβει και του φιλάει το χέρι. Ο πατέρας Γεράσιμος του ψιθυρίζει κάποια λόγια. Ο καλόγερος σηκώνεται και φεύγει με κάποια δουλοπρέπεια. Εμφανίζεται στην αυλή ένας όμορφος νεαρός, περίπου 20 χρονών. Φοράει παραδοσιακά κρητικά ρούχα. Ο πατέρας Γεράσιμος του κάνει νεύμα να έρθει κοντά του. Ο νεαρός έρχεται, του φιλάει το χέρι και κάθεται δίπλα του στο παγκάκι. Η φωνή του και η στάση του δείχνουν σεβασμό και περηφάνια.
Π.ΓΕΡΑΣΙΜΟΣ: Κατέβηκες; Πήγες στην πόλη;
ΝΕΑΡΟΣ: Ναι, γέροντα. Πήγα.
Π.ΓΕΡΑΣΙΜΟΣ: Πέρασες κι απ’ τα χωράφια;
ΝΕΑΡΟΣ: Άσ’ τα, γέροντα. Έχουν απλωθεί στον κάμπο σαν τις ακρίδες. Γυρνάνε μισόγυμνοι. Άντρες και γυναίκες.
Π.ΓΕΡΑΣΙΜΟΣ: Ανάθεμά τους… Μπήκανε και στα κτήματα του μοναστηριού;
ΝΕΑΡΟΣ: Ναι, γέροντά μου.
Π.ΓΕΡΑΣΙΜΟΣ: Θα βρούμε κανέναν μπελά με δαύτους…
ΝΕΑΡΟΣ: Γυρνάνε με τις κιθάρες τους και τραγουδάνε όλη μέρα. Όλη μέρα τραγουδάνε και καπνίζουν.
Π.ΓΕΡΑΣΙΜΟΣ: Οι άνθρωποι είναι άγρια θηρία. Ποτέ δεν πρέπει να μένουν τελείως ελεύθεροι. Γιατί τότε οι πράξεις τους αρχίζουν να μην έχουν πια νόημα και λογική…
Ο πατέρας Γεράσιμος βλέπει τον καλόγερο Ματθαίο να διασχίζει βιαστικά την αυλή του μοναστηριού και να κατευθύνεται προς την έξοδο. Το βλέμμα του τον ακολουθεί και σκοτεινιάζει.
Π.ΓΕΡΑΣΙΜΟΣ: Είναι να τους φοβάσαι τους ανθρώπους…
ΕΞΩΤ/ΔΡΟΜΟΣ/ΜΕΡΑ
Ένα φορτηγάκι που το οδηγεί η Δέσποινα. Δίπλα της, ο Χρήστος. Δεξιά κι αριστερά του δρόμου, έρημα χωράφια.
ΕΣΩΤ.ΕΞΩΤ/ΦΟΡΤΗΓΑΚΙ/ΜΕΡΑ
Ένας εντυπωσιακός άνδρας (Τζόναθαν) στέκεται στη μέση του δρόμου. Η Δέσποινα κι ο Χρήστος κοιτάνε ο ένας τον άλλον.
ΧΡΗΣΤΟΣ: (κάπως καθησυχαστικά) Είν’ απ’ αυτούς τους τουρίστες. Έχουνε γεμίσει τον τόπο.
Ο Τζόναθαν τους κάνει σήμα να σταματήσουν. Έχει στο στόμα του ένα πολύ λεπτό ξερό κλαδί. Το φτύνει. Η Δέσποινα χαμηλώνει υπερβολικά την ταχύτητα του οχήματος. Περνάει πολύ αργά δίπλα του.
ΕΞΩΤ/ ΔΡΟΜΟΣ/ΜΕΡΑ
Ο Τζόναθαν περπατάει δίπλα στο φορτηγάκι.
ΤΖΟΝΑΘΑΝ: (ξενική προφορά) Πηγαίνω στο μοναστήρι εδώ κοντά. Μπορείτε να με πάρετε;
Το όχημα σταματά εντελώς. Ο Τζόναθαν σκύβει στο παράθυρο της Δέσποινας.
ΕΣΩΤ.ΕΞΩΤ/ΦΟΡΤΗΓΑΚΙ/ΜΕΡΑ
ΧΡΗΣΤΟΣ: (Στη Δέσποινα) Πάρ’ τον.
ΔΕΣΠΟΙΝΑ: Παρακάτω χωρίζεται ο δρόμος. Εμείς θα στρίψουμε αριστερά. Θα σε πάμε μέχρι εκεί, ΟΚ; Συνέχισε όλο δεξιά, δέκα λεπτά περπάτημα είναι το μοναστήρι.
ΤΖΟΝΑΘΑΝ: Ευχαριστώ
ΔΕΣΠΟΙΝΑ: Πήδα πάνω!
Φευγαλέο, ερωτικό (;) κοίταγμα των δύο ανδρών. Ο Τζόναθαν κάνει μεταβολή. Η Δέσποινα τον παρακολουθεί από τον καθρέφτη να πηγαίνει πίσω.
ΕΣΩΤ/ΦΟΡΤΗΓΑΚΙ/ΜΕΡΑ
ΔΕΣΠΟΙΝΑ: Δεν τον χρειαζόμασταν αυτόν μαζί μας.
ΧΡΗΣΤΟΣ: Έλα, δεν τρέχει τίποτα. Παρακάτω τον αφήνουμε.
ΔΕΣΠΟΙΝΑ: Δεν ξέρω γιατί σου κάνω πάντα το χατίρι…
Ο Χρήστος γυρνάει και την κοιτάει.
ΧΡΗΣΤΟΣ: Ξέρεις.
ΕΞΩΤ/ ΔΡΟΜΟΣ/ΜΕΡΑ
Ο δρόμος έχει γίνει πλέον χωματόδρομος. Δεξιά κι αριστερά, έρημα χωράφια. Η ατμόσφαιρα αισθητά πιο φθινοπωρινή. Το φορτηγάκι που περνάει. Ο Τζόναθαν, πίσω.
ΕΞΩΤ/ΔΡΟΜΟΣ/ΜΕΡΑ
Ίδιο σκηνικό. Ο δρόμος πιο ανηφορικός. Κάποια δέντρα.
ΕΞΩΤ/ΔΙΧΑΛΑ ΤΟΥ ΔΡΟΜΟΥ/ΜΕΡΑ
Το σημείο όπου ο δρόμος χωρίζεται σε δύο ανηφορικούς και στενότερους δρόμους. Συνεχίζοντας αριστερά βγαίνει κανείς στον Κίτρινο Βράχο, συνεχίζοντας δεξιά στο μοναστήρι. Η Δέσποινα μειώνει ταχύτητα. Το φορτηγάκι σταματάει. Βγάζει το κεφάλι της απ’ το παράθυρο.
ΔΕΣΠΟΙΝΑ: Έλα, φίλε. Έφτασες.
Ο Τζόναθαν έρχεται δίπλα στο παράθυρο.
ΤΖΟΝΑΘΑΝ: Ευχαριστώ.
ΔΕΣΠΟΙΝΑ: (του δείχνει τη δεξιά ανηφόρα) Συνεχίζεις από ’κεί. Θα σε βγάλει ο δρόμος, το μοναστήρι είναι κοντά.
Ο Τζόναθαν σκύβει και κοιτάει τον Χρήστο μ’ έναν κάπως ειρωνικό τρόπο.
ΤΖΟΝΑΘΑΝ: Ευχαριστώ.
Ο Χρήστος τον κοιτά χωρίς να μιλάει. Ο Τζόναθαν φεύγει. Η Δέσποινα ξαναβάζει μπροστά. Το φορτηγάκι στρίβει αριστερά, προχωρά ελάχιστα, ζορίζεται απότομα. Η μηχανή σβήνει.
ΕΞΩΤ/ΑΡΙΣΤΕΡΗ ΑΝΗΦΟΡΑ/ΜΕΡΑ
Το φορτηγάκι ακίνητο. Η ατμόσφαιρα σκοτεινιάζει. Άνεμος.
ΕΞΩΤ/ΑΡΙΣΤΕΡΗ ΑΝΗΦΟΡΑ/ΜΕΡΑ
Το φορτηγάκι να ανεβαίνει. Ο Τζόναθαν είναι ξανά πίσω (!).
ΕΞΩΤ/ΕΙΣΟΔΟΣ ΓΙΑ ΤΟΝ ΚΙΤΡΙΝΟ ΒΡΑΧΟ/ΜΕΡΑ
Μεγάλη «πόρτα» σε χάλκινο χρώμα φράζει την είσοδο για τον Κίτρινο Βράχο. Ο Ματθαίος όρθιος, μπροστά στην πόρτα, σαν να πιέζει κάποιο σημείο της. Θόρυβος πίσω του. Γυρνάει πολύ ψύχραιμα. Το φορτηγάκι σταματάει πολύ κοντά του. Η Δέσποινα βγάζει το κεφάλι της από το παράθυρο.
ΔΕΣΠΟΙΝΑ: Γεια σας. Θέλουμε να πάμε στον Κίτρινο Βράχο. Τι γίνηκε εδώ πέρα, το φράξανε;
ΜΑΤΘΑΙΟΣ: (σαν να μιλάει γι’ άλλους) Το μοναστήρι.
ΔΕΣΠΟΙΝΑ: Γιατί;
ΜΑΤΘΑΙΟΣ: Βρήκαν τα οστά ενός αγίου.
ΔΕΣΠΟΙΝΑ: (μέσα από τα δόντια) Πλάκα μου κάνεις!
ΕΣΩΤ.ΕΞΩΤ/ΦΟΡΤΗΓΑΚΙ/ΜΕΡΑ
Το ζευγάρι μέσα στο όχημα κοιτάζει την είσοδο. Τον Ματθαίο μπροστά της. Ο καλόγερος στέκεται ακίνητος κοιτώντας προς αυτούς. Η Δέσποινα ανοίγει την πόρτα και κάνει να βγει. Σταματάει σαν να θυμάται κάτι και ξανακάθεται. Αγγίζει το πόδι του Χρήστου. Πολύ προσεκτικά εκείνος ανοίγει το πορτάκι μπροστά του και βγάζει ένα πιστόλι. Βγαίνουν ταυτόχρονα από το όχημα. Ο Χρήστος με μια επιδέξια κίνηση βάζει το όπλο στην κωλότσεπη καθώς βγαίνει. Ο Ματθαίος δεν αντιλαμβάνεται κάτι.
ΕΞΩΤ/ΕΙΣΟΔΟΣ ΓΙΑ ΤΟΝ ΚΙΤΡΙΝΟ ΒΡΑΧΟ/ΜΕΡΑ
Οι τρεις τους στην είσοδο. Ο Ματθαίος στέκεται μπροστά στην «πόρτα» σαν φύλακας.
ΔΕΣΠΟΙΝΑ: Υπάρχει κάποιος τρόπος να περάσουμε; Θέλουμε να δούμε τη θέα από τον Κίτρινο Βράχο.
ΧΡΗΣΤΟΣ: Μήπως μπορείτε εσείς να μας ανοίξετε;
ΜΑΤΘΑΙΟΣ: Τα μοναδικά κλειδιά που υπάρχουν είναι στο μοναστήρι. Ο ηγούμενος δεν αφήνει κανέναν να τα πάρει, είναι ένας πολύ σκληρός άνθρωπος.
ΧΡΗΣΤΟΣ: (Στη Δέσποινα) Τώρα;
ΜΑΤΘΑΙΟΣ: Αν έρθετε σε λίγους μήνες…
ΔΕΣΠΟΙΝΑ: Αδύνατον! Αυτό δε γίνεται.
ΜΑΤΘΑΙΟΣ: (Τονίζει το «το») Μα… το θέλετε τόσο πολύ;
ΔΕΣΠΟΙΝΑ: Ναι.
ΜΑΤΘΑΙΟΣ: Τότε…
ΔΕΣΠΟΙΝΑ: Πείτε μας.
ΜΑΤΘΑΙΟΣ: Ξέρω ένα μονοπατάκι που βγάζει στον Κίτρινο Βράχο. Ακολουθήστε με.
ΕΞΩΤ/ΕΙΣΟΔΟΣ ΓΙΑ ΤΟΝ ΚΙΤΡΙΝΟ ΒΡΑΧΟ/ΜΕΡΑ
Ο Τζόναθαν πηδάει από το φορτηγάκι. Πλησιάζει την «πόρτα». Την κοιτάει πολύ προσεκτικά, σαν να βλέπει κάποιες λεπτομέρειες. Το βλέμμα του γίνεται κάπως περιφρονητικό. Αγγίζει τα γεννητικά του όργανα. Έχουμε την αίσθηση πως θα την παραβιάσει. Μια αστραπή φωτίζει το πρόσωπό του, που μοιάζει χωρίς συναισθήματα.
ΕΞΩΤ/ΜΟΝΟΠΑΤΙ/ΜΕΡΑ
Η ίδια αστραπή. Η Δέσποινα κοιτάζει ανήσυχη ψηλά.
ΔΕΣΠΟΙΝΑ: Κοίτα να δεις…
Οι τρεις τους σε μια ευθεία. Μπροστά ο Ματθαίος, πίσω η Δέσποινα, πιο πίσω ο Χρήστος. Δύσβατο μονοπάτι ανάμεσα σε δέντρα (πορτοκαλιές). Πέτρες και θάμνοι που τους καθυστερούν. Νέα αστραπή. Ελάχιστες ψιχάλες.
ΧΡΗΣΤΟΣ: Όχι τώρα.
ΠΑΡΑΤΕΤΑΜΕΝΟ ΣΚΟΤΑΔΙ
ΕΞΩΤ/ΚΙΤΡΙΝΟΣ ΒΡΑΧΟΣ/ΜΕΡΑ
Ματθαίος, Δέσποινα, Χρήστος. Το ζευγάρι υποκρίνεται πως απολαμβάνει τη θέα˙ με την άκρη του ματιού τους αναζητούν το Λουλούδι. Ψιχαλίζει. Η Δέσποινα κοιτάζει τον Ματθαίο σαν να του ζητάει να αποχωρήσει διακριτικά.
ΔΕΣΠΟΙΝΑ: Ευχαριστούμε.
ΜΑΤΘΑΙΟΣ: Θα βρέξει. Δεν πρέπει να μείνετε.
ΔΕΣΠΟΙΝΑ: Λίγο θα μείνουμε. Να απολαύσουμε τη θέα.
Ο Ματθαίος κοιτάζει ανήσυχος τον ουρανό. Σιωπή.
ΜΑΤΘΑΙΟΣ: Ήρθατε για το Λουλούδι;
Το ζευγάρι παγώνει. Ο Χρήστος βάζει το χέρι πίσω, αγγίζει το πιστόλι.
ΜΑΤΘΑΙΟΣ: Το ανακάλυψα ένα απόγευμα. Ερχόμουν εδώ κάποιες φορές, θυμόμουν τη ζωή μου πριν το μοναστήρι. Το μοναστήρι δε μου έδωσε τις απαντήσεις που γύρευα, με οδήγησε όμως στο Λουλούδι. Κοιτάξτε το.
Χρήστος και Δέσποινα κοιτούν το Λουλούδι.
ΜΑΤΘΑΙΟΣ: Πώς να μην προσέξεις κάτι τόσο όμορφο; Ένα βράδυ έκοψα ένα πέταλο και το έβρασα, πότισα έναν μαραμένο βασιλικό… το άλλο πρωί… (κάνει μια κίνηση με τα χέρια, σαν κάτι να εκρήγνυται) ΒΟΥΜ! Ολάνθιστος! (Το πρόσωπό του σκοτεινιάζει) Δυστυχώς μίλησα στον ηγούμενο για το Λουλούδι.
ΧΡΗΣΤΟΣ: Αυτός έβαλε την «πόρτα»;
ΜΑΤΘΑΙΟΣ: Ναι. Γνώριζε όμως πως θα συνεχίσω να έρχομαι στον Κίτρινο Βράχο. Με τραβάει το Λουλούδι. Γιατί το φυτέψατε εδώ;
ΔΕΣΠΟΙΝΑ: Μπορεί να βλαστήσει σε πολύ συγκεκριμένο έδαφος.
ΜΑΤΘΑΙΟΣ: Ας είναι λοιπόν ευλογημένος ο Κίτρινος Βράχος!
ΔΕΣΠΟΙΝΑ: (Αποφασιστικά) Το Λουλούδι ήρθαμε να το πάρουμε. Η βροχή μπορεί να το καταστρέψει.
Ο Ματθαίος δεν την ακούει. Έχει βυθιστεί σ’ έναν δικό του κόσμο. Τα μάτια του γυαλίζουν.
ΜΑΤΘΑΙΟΣ: «Όποιος με ακολουθήσει θα έχει ζωή αιώνια».(1) Έκανα καλά που φόρεσα το ράσο. Ο Χριστός με οδήγησε στην αιώνια ζωή.
Μια βουβή αστραπή. ΚΑΤΙ ΣΑΝ ΑΓΡΙΟ ΘΗΡΙΟ ΠΕΤΑΓΕΤΑΙ ΠΑΝΩ ΣΤΗ ΔΕΣΠΟΙΝΑ. Χρήστος και Ματθαίος κάνουν έντρομοι βήματα προς τα πίσω.
ΜΑΤΘΑΙΟΣ: Κύριε Ιησού Χριστέ!
ΕΞΩΤ/ΚΙΤΡΙΝΟΣ ΒΡΑΧΟΣ/ΜΕΡΑ
Ο Τζόναθαν κατασπαράζει το σώμα της Δέσποινας. Την τρώει ακριβώς όπως ένα λιοντάρι τρώει την αντιλόπη που μόλις σκότωσε. Ο Τζόναθαν είναι σαν δαίμονας˙ τα μάτια του κόκκινα και σχιστά, τα δόντια του μεγάλα και μυτερά. Μουγκρίζει σαν ζώο. Σταματάει και τους κοιτάει. Γρυλίζει απειλητικά.
ΕΞΩΤ/ΚΙΤΡΙΝΟΣ ΒΡΑΧΟΣ/ΜΕΡΑ
Ο Τζόναθαν τους πλησιάζει απειλητικά. Οπισθοχωρούν. Ο Χρήστος κρατάει το πιστόλι προς τον Τζόναθαν.
ΕΞΩΤ/ΚΙΤΡΙΝΟΣ ΒΡΑΧΟΣ/ΜΕΡΑ
Ο Τζόναθαν ορμάει κι ο Χρήστος τον πυροβολεί ανάμεσα στα μάτια.
ΕΞΩΤ/ΚΙΤΡΙΝΟΣ ΒΡΑΧΟΣ/ΜΕΡΑ
Ματθαίος και Χρήστος πάνω απ’ το νεκρό σώμα του Τζόναθαν. Οι φάτσες τους πετρωμένες σχεδόν από περιέργεια, αηδία, αποστροφή, φόβο, ίσως και κάποια κακία. Κεραυνός. Αρχίζει να βρέχει κανονικά.
ΕΞΩΤ/ΚΙΤΡΙΝΟΣ ΒΡΑΧΟΣ/ΜΕΡΑ
Οι δύο άντρες κοιτούν τη θέα από τον Κίτρινο Βράχο καθώς βρέχονται. Μπροστά ο Χρήστος, πίσω του ο Ματθαίος.
ΧΡΗΣΤΟΣ: Ποτέ δεν αγάπησα το Λουλούδι. Μέσα μου ήξερα πως δε θα μας βγει σε καλό. Δέσποινα, Δέσποινα… γιατί όλα αυτά; Γιατί δεν μπορούσαμε απλώς να ζήσουμε τις ζωές μας; (χαμηλώνει το κεφάλι) Ο καθένας τη ζωή του… Τώρα τι θα κάνω;
Ο Ματθαίος έχει χαθεί απ’ το πλάνο. Ο Χρήστος σκυμμένος βρέχεται κρατώντας πάντα το πιστόλι στο χέρι. Φαίνεται εξουθενωμένος. Μοιάζει να ταλαντεύεται ελαφρώς από τον άνεμο. Ακούγεται κάτι σαν «μασούλημα». Ανοίγει το πλάνο. Βλέπουμε τον Ματθαίο μπροστά στο Λουλούδι να κόβει με γρηγοράδα πέταλα του Λουλουδιού και να τα καταβροχθίζει με λαιμαργία. Ο Χρήστος τινάζεται˙ γυρίζει και τον σημαδεύει.
ΧΡΗΣΤΟΣ: Τι κάνεις;
Ο Ματθαίος συνεχίζει χωρίς να ακούει.
ΧΡΗΣΤΟΣ: Σταμάτα. Σταμάτα τώρα.
Ο Ματθαίος σταματάει απότομα και τον κοιτάζει. Τα μάτια του είναι κόκκινα. Μένει για λίγο ακίνητος, έκπληκτος σχεδόν από αυτό που του συμβαίνει και μετά τινάζεται μουγκρίζοντας προς τον Χρήστο. Ο Χρήστος τον πυροβολεί πολλές φορές.
ΕΞΩΤ/ΚΙΤΡΙΝΟΣ ΒΡΑΧΟΣ/ΜΕΡΑ
Η βροχή πλέον καταρρακτώδης. Ο Χρήστος πάνω από το Λουλούδι, το παρατηρεί να λειώνει από τη βροχή. Κρατάει πάντα το πιστόλι στο χέρι του. (2) Γύρω του τα πτώματα των άλλων.
ΤΕΛΟΣ
(1) Λόγια του Χριστού που επαναλαμβάνονται συχνά στο Ευαγγέλιο.
(2) Μια πρόταση για αφίσα την ταινίας: Ο Χρήστος όρθιος μπροστά στο Λουλούδι με το πιστόλι στο χέρι. Τα πτώματα των άλλων να μη φαίνονται.
* Ο Κώστας Ζαχαράκης γεννήθηκε στην Πρέβεζα το 1975. Σπούδασε Κοινωνιολογία στο Παν/μιο Κρήτης. Παρακολούθησε σεμινάρια κειμενογραφίας διαφήμισης στο Deree. Έχει εργαστεί ως διαφημιστής, τηλεφωνητής, συμβασιούχος δημοσίου και κοινωνιολόγος. Γράφει κυρίως ποίηση και θέατρο. Ως ποιητής έχει βραβευτεί από το Σύλλογο Προσφύγων Ανατολικής Ρωμυλίας και το περιοδικό «Κελαινώ». Τον Αύγουστο του 2012 δημοσίευσε στον διαδικτυακό τόπο One:Story τη χιουμοριστική ιστορία φαντασίας «Η απροσδόκητη αθανασία της Αλίκης Βουγιουκλάκη».
E-mail επικοινωνίας: zaxarakiscostas