Τετάρτη 15 Μαΐου 2013

Διήγημα : Erhebung


του Μάνου Παμίνου *

Ι.
«Το ταξίδι στην Χιροσίμα ήταν το μακρύτερο που έκανα. Και το πιο τρομακτικό. Γι΄αυτούς είναι ένα τραύμα που έχει επουλωθεί. Για εμάς όμως όχι. Ξέρεις η εικόνα που αυτόματα έρχεται στο μυαλό είναι αυτή μιας ρημαγμένης πόλης, ενώ η αλήθεια είναι εντελώς διαφορετική».
Η κάθε πυρηνική έκρηξη προκαλεί ένα ρήγμα στην ύπαρξη. Όχι σε εκείνο το επίπεδο όπου μετράται με την γεωμετρία του χώρου ή του χρόνου, ούτε καν σε εκείνο τον βαθμό που θα μπορούσε να προσδιοριστεί με διαστάσεις, είτε γνωστές είτε άγνωστες. Η Χιροσίμα που αχνοφέγγει από το παράθυρο του αεροπλάνου και ανατέλλει μέσα από ένα παραισθησιογόνο μανιτάρι, δεν είναι η Χιροσίμα κάποιου παρελθόντος, ούτε είναι η πόλη ενός συντελεσμένου μέλλοντα.
Μια ανάμνηση; Μια προσδοκία; Ένα όνειρο; Ένα βέλος που διαπερνά τα σώματα της συνείδησης, ξεφεύγει από τα όρια της μη συνείδησης και ταξιδεύει ατάραχο σε μέρη που είναι ανύπαρκτα; Η Χιροσίμα, μια ιπτάμενη πόλη κρεμασμένη από ένα μπαλόνι, περνάει δίπλα από το αεροπλάνο με μια ανεξήγητη ταχύτητα, αλλά η ζωή πάνω στην πόλη δεν φαίνεται να επηρεάζεται από αυτή την ώση. Οι φωτιές δεν σβήνουν, οι κραυγές δεν χάνονται στον αέρα. Το τραύμα αυτής της πόλης είναι τόσο βαθύ, που όποιος ταξιδεύει εκεί ματώνει από ένα σημείο του Είναι που δεν μπορεί να προσδιοριστεί και πεθαίνει από εσωτερική αιμορραγία στο Είναι.
«Super numerous … Δεν μπορείς να φανταστείς πόσο ωραία λέξη ακούγεται».
Super. Numerous. Λατινικά, σαν να είναι μαγική επίκληση, ένα φυλαχτό απέναντι σε κάτι τρομακτικό.  Lasciate ogne speranza, voi ch'intrate.  Αν η τροχιά της Χιροσίμα δημιουργήσει ένα νεκρό ρεύμα το οποίο μπορεί να συμπαρασύρει το αεροπλάνο στην πορεία της προς τα σύνορα της ύπαρξης, τότε η μόνη προστασία που έχει κανείς στο μέρος εκείνο που κάνει ακόμα και την Κόλαση να μοιάζει με βοσκοτόπι, είναι αυτό. Invoco super numerous.
«Ναι έτσι αποκαλούν την πέμπτη αεροσυνοδό του πληρώματος».
Ο ουρανός και η γη τρίβονται ο ένας πάνω στον άλλον στο βάθος του ορίζοντα, προς τα εκεί κατευθύνεται και η Χιροσίμα με το πυρηνικό της τραύμα, προς τα εκεί ταξιδεύει μέσα σε μια απόκοσμη αποδοχή του τετελεσμένου, το αεροπλάνο. Αθόρυβα και ήρεμα, ενώ μας ρυμουλκεί η Χιροσίμα στο μετεωρικό της ταξίδι προς τα όρια της ύπαρξης, έξω από το παράθυρο ξεπροβάλλουν καθισμένοι πάνω σε άστρα, σύννεφα, νεφελώματα και πλανήτες διάφοροι θεοί και μύθοι. Η Ηλέκτρα, ο Οιδίποδας, ο Άδωνις -και αρκετοί ακόμα- είναι μπλεγμένοι σε ένα αόρατο για τους άλλους ιστό από νεύρα και παλεύουν να ξεφύγουν. Καθώς προσπαθούνε ταλαντώνουν τους ιστούς τους οι οποίοι καταλήγουνε σε κάποιους δύσμοιρους ανθρώπους πάνω στην γη, ο οποίοι αρχίζουν να βρίζουν και να φωνάζουν από την αόρατη ενόχληση. Η Χιροσίμα σε λίγο θα προσκρούσει στα όρια της ύπαρξης και εκεί θα δημιουργήσει ένα ρήγμα, μια μικρή διαστολή από την οποία θα περάσει το αεροπλάνο. Και τότε θα έρθει το τέλος. Όχι κάτι πέρα από το τέλος.
«Δεν φοβήθηκες ποτέ; Ναι ξέρω πως είναι αρκετά ασφαλές, αλλά και μόνο το ενδεχόμενο της πτώσης, δεν σε τρομοκρατούσε;»
Ένας πυρήνας που βομβαρδίζεται από ένα άλλο σωματίδιο και εν τέλει διασπάται. Το αεροπλάνο, σαν ένα τέτοιο σωματίδιο, ξαφνικά έπεσε με δύναμη στον Ουρανό και επιτελέσθηκε η σχάση. Η ενέργεια που απελευθερώθηκε έπνιξε τον κόσμο. Αυτή η πυρηνική ενέργεια μοιάζει με την αναπαραγωγή, όπου ένα μόνο σωματίδιο επιτίθεται σε έναν μεγάλο και νωχελικό πυρήνα, τρυπώνει μέσα του και τον μεταστοιχειώνει. Η έκρηξη είναι τόσο ισχυρή που ταρακουνά και τον όποιο Θεό, ώστε να γυρίσει και να κοιτάξει προς το σημείο της έκρηξης. Η γέννηση ενός ανθρώπου είναι στην ουσία ένα damage control, η παρέμβαση της θείας χάρις που συμπυκνώνει όλη αυτή την ενέργεια σε ένα σώμα. Αλλιώς το σύμπαν δεν θα άντεχε να επιβιώσει ούτε από την πρώτη τέτοια έκρηξη.
«Όχι δεν φοβήθηκα!»
Κάτι πέρα από το τέλος. Όταν το αεροπλάνο διέλυσε τον Ουρανό και καταστράφηκε ο κόσμος, εκείνο δεν σταμάτησε. Και αν τα πάντα γκρεμίζονταν πίσω του, το ταξίδι με οδηγό την Χιροσίμα  δεν το άφηνε να κόψει ταχύτητα από την τριβή της ενοχής που σαν το κρυφό αδερφάκι της βαρύτητας κρατάει τα πάντα κάτω. Αν είχε βρεθεί ένα σώμα να αγκαλιάσει όλη αυτή την ενέργεια της κρούσης, τότε ίσως και να ήμασταν ζωντανοί, αλλά αντιθέτως πέφτουμε -έχοντας την συνείδηση των νεκρών (δηλαδή πως το τέλος είναι μπρος και πίσω)- με όλο τον διαλυμένο κόσμο να μας ακολουθεί προς το σημείο που κατευθύνεται η Χιροσίμα. Πρώτα η ιπτάμενη πυρηνική πόλη, έπειτα το αεροπλάνο, και μετά τα απομεινάρια του κόσμου.
«Δεν γίνεται να μην φοβάσαι. Είναι η φυσική τάξη των πραγμάτων. Όταν  ένας άνθρωπος είναι στον αέρα, μέσα σε ένα σιδερένιο κατασκεύασμα, φοβάται πως θα πέσει»
«Φαίνεται πως καταφέρνω και χτίζω ένα κάστρο και βάζω μέσα στα μπουντρούμια του, όλους αυτούς του φόβους».
«Μήπως υπάρχουν και βασανιστήρια εκεί;»
«Ωραίο … Ας πούμε πως βασανίζω και φυλακίζω τους φόβους μου!»
Καθώς η χαρούμενη παρέλαση φτάνει στον προορισμό της, ένας τεράστιος πύργος υψώνεται, ένα Πανδαιμόνιο. Θα συγκρουστούμε πάνω του και μόνο τα συντρίμμια μας θα περάσουν από τα όρια της ύπαρξης. Με τα σκοτεινά συντρίμμια νέοι κόσμοι θα φτιαχτούν. Θα γεννηθούμε νεκροί από την πτώση.

ΙΙ.
In medias res, βρισκόμαστε, in medias res θα μείνουμε, in medias res αργοζούμε.
«Από τα τρισεκατομμύρια αστέρια και από τους δισεκατομμύρια γαλαξίες, από όλες τις εποχές που περάσανε βρέθηκες εδώ μπροστά μου. Από τις μυριάδες επιλογές που είχες στην ζωή σου, διάλεξες αυτές που σε οδήγησαν εδώ. Θα μπορούσες να ήσουν αμοιβάδα, κουνούπι, σεκόγια, σκίουρος, αιγύπτιος φαραώ, ρώσος προλετάριος, ιταλίδα καλόγρια. Και όμως είσαι αυτό που είσαι, και από όλα αυτά που ήσουν επιλέχθηκαν εκείνα που σε έφεραν εδώ. Γι΄αυτό μην λες πως δεν έγινε και τίποτα, πως εντάξει δεν πειράζει. Πρέπει να καταλάβεις πως και οι δυο μας αυτή την στιγμή κουβαλάμε χιλιετίες ζυμώσεων …  Γιατί η περίπτωση να γνωριστούμε ήταν μόλις μια στο άπειρο. Είμαστε ένα θαύμα!».
Ο χρόνος δεν έχει στόχο, δεν έχει σκοπό, δεν έχει σώμα, δεν έχει καν το έλεγχο των κινήσεών του. Δεν εξαρτάται από την βούλησή του. Χρονωδία. Η σκέψη του χρόνου βρίσκεται στην στασιμότητα, θέλει να βρεθεί σε ηρεμία και σε γαλήνη. Ίσως του υποσχέθηκαν πως στο τέλος της γραμμής θα βρει ακριβώς αυτήν την ηρεμία και γι΄αυτό δεν επαναστατεί. Το σώμα του επιτείνεται συνεχώς, καθώς περνάει αφήνει πίσω του μια ουρά μαύρου καπνού όπου μέσα της τα συντελεσμένα γεγονότα αναπαράγονται διαρκώς, μέσα στο σώμα του χρόνου υπάρχει μια αέναη κίνηση που δεν σταματά ποτέ να βγάζει και να βγάζει το ίδιο αποτέλεσμα. Η μοίρα είναι το υγρό που κυλάει στις φλέβες του σώματος του χρόνου και μεταφέρει τους ανθρώπους σαν αιμοπετάλια σε έναν δεδομένο κύκλο. Όλα κινούνται, τα πάντα.
«Αυτά που λες είναι ωραία, αλλά δεν σημαίνει κάτι πως επειδή η μοίρα ή ό,τι άλλο μας έφερε κοντά. Αν θες μπορώ να δεχτώ πως δεν υπάρχει τυχαιότητα στις συναντήσεις μας. Το πώς γνωριστήκαμε είναι προϊόν της κίνησης της ίδιας της ιστορίας. Η φύση όμως του δεσμού που θα αναπτύξουμε είναι προϊόν της βούλησής μας. Θες μίσος, θες έρωτα, θες απάθεια δεν ξέρω. Μην θεωρήσεις πως πρέπει να νιώθουμε το ίδιο πράγμα, πως το χρωστάμε στην θέληση του κόσμου»
«Αν προδώσουμε την θέληση του κόσμου, θα είμαστε για πάντα ένοχοι, να το ξέρεις».
Από κάπου μακριά ακούγονται τα βήματα του Κρόνου του τρομερού θεού της κίνησης, της προσδοκίας και της επιθυμίας. Καθώς πλησιάζει με τα τεράστια, κτηνώδη χέρια του, γραπώνει τις οροφές των κτηρίων, ενώ ο Ουρανός κατατρομαγμένος αποσύρεται από κοντά του. Γύρω παντού υπάρχουν πρόσωπα άγνωστα που έχουν όμως κάτι ελάχιστο πάνω τους που τσιγκλάει την μνήμη και αντικείμενα σε σχήματα απειλητικά που λειτουργούν πέρα από την χρηστικότητά τους, λες και είναι εκεί για να υπενθυμίζουν την απειλητική φύση του κόσμου. Τα χρώματα δεν έχουν ονόματα, απλά ανταποκρίνονται στις χιλιάδες κατηγορίες του φόβου. Τίποτα δεν μπορεί να μείνει κρυφό από το Μάτι, τίποτα δεν μπορεί να μην ακουστεί από το Αυτί, τίποτα δεν μπορεί να μην γίνει αντιληπτό από την Μύτη. Όλη η πλάση είναι σαν τα συντρίμμια που ξεβράζονται στην παραλία, φαίνονται ενωμένα αλλά δεν είναι. Πολλά ξεχωριστά και ανόμοια κομμάτια που το Μάτι, το Αυτί και η Μύτη, με τις θεϊκές τους δυνάμεις τα μετατρέπουν σε ένα τεράστιο συντρίμμι.
«Έλα τώρα μην υπερβάλεις και μην κάνεις δράματα. Ο καιρός θα δείξει. Μπορεί να είμαστε στο τέλος μαζί, μπορεί και όχι. Μπορεί να σηκωθώ ένα πρωί και να έχω μάτια μόνο για σένα, μπορεί να ένα βράδυ να καταλήξεις ένα εμπόδιο που θα με εμποδίζει από το να βλέπω κάποιον άλλον».
«Όσο υπάρχει ελπίδα, λοιπόν … »
Μentre che la speranza ha fior del verde, και τα όργανα του ανόργανου σώματος διεγείρονται από μια μικρή τάση ευτυχίας. Ο Κρόνος, στεφανώνει το κεφάλι του με μαύρα σύννεφα καθώς υψώνει το βλοσυρό του πρόσωπο προς τον Ουρανό. Ο χρόνος σαν ένα γιγάντιο φίδι, του οποίου το σαρκώδες σώμα φαίνεται παντού στον ορίζοντα, έχει τυλίξει όλη την γη προσπαθώντας να σφίξει την πλάση και να την κάνει βορά του, αλλά ο Κρόνος χωρίς δισταγμό αρχίζει να το ξεσκίζει, κόβοντας  ολόκληρα κομμάτια. Κάθε κομμάτι γίνεται ένα νέο μικρό χρονικό φιδάκι, που ατάραχο και φιλικότατο αρχίζει να τυλίγει όλους τους ανθρώπους γύρω, γύρω, και στο τέλος θα τους πνίξει και θα τους σκοτώσει. Το Αυτί πιάνει τις βροντερές κραυγές του Κρόνου ενώ κόβει το κεφάλι του φιδιού στην στιγμή που αυτό ξεπρόβαλλε από την επιφάνεια του Ουρανού σαν αναπαραγωγικό όργανο. Τότε όλα τα ασχημάτιστα, ανούσια πράγματα που υπήρχαν τριγύρω σαν να αφυπνίστηκαν από τον λήθαργό τους και αποκτήσανε μορφή και λειτουργικότητα. Οι άνθρωποι που ήταν στον ίδιο χώρο με εμάς, ακόμα και εμείς οι ίδιοι κοιταχθήκαμε μεταξύ μας με κάποια ντροπή και με κάποια χαιρεκακία, γιατί εμείς δεν είχαμε την πληγή που είχε ο Ουρανός. Υπερείχαμε και μπορούσαμε να πάρουμε την θέση του, είχαμε το φίδι που δεν είχε.
«Το σώμα είναι το όριο το οποίο δεν μπορώ να ξεπεράσω. Το σώμα είναι το τραύμα που δεν κλείνει ποτέ. Το σώμα είναι το πύον της πληγής του κοσμικού πάσχειν».
«Όχι. Το σώμα είναι απλά η δικαιολογία και η ενοχή. Το μόνο πράγμα που μπορείς να ξεπεράσεις είναι αυτό».
Αυτό που λερώνετε στους βούρκους της Κόλασης, καθαρίζετε στα ποτάμια του Παραδείσου. Αυτό που έχει την θεία χάρις έχει και το μίασμα. Αυτό που περισσεύει  αναμένει σε έναν τόπο που κάθε βάσανο αξίζει όσο χίλιες προσευχές. Στο χειρότερο μέρος της πλάσης, ανάμεσα στην βέβαιη τιμωρία και την μακαριότητα. Ο χρόνος είναι τόσο ανύπαρκτος σαν απόλυτη έννοια που προσδιορίζεται μόνο σε σχέση με κάποια άλλη κίνηση. Και μόνο η επιθυμία είναι κίνηση, όσο η θέληση τρέχει προς τον στόχο της και ο στόχος κινείται προς την δική του θέληση, τόσο εξαϋλώνεται ο οριστικός χρόνος και γίνεται μια ονείρωξη του ανυπόστατου και ανόργανου πραγματικού χρόνου.
«Θα σε περιμένω παρά την ενοχή, παρά τις δυσκολίες και παρότι θες κάτι άλλο. Στο τέλος θα τα καταφέρω».
«Απλά άστο, ίσως είναι καλύτερο για εσένα».
«Όχι»
Δεν υπάρχει αρχή, δεν υπάρχει τέλος, όλα είναι μια μέρα που τρώει τον εαυτό της, μια ουροβόρος μέρα. Το μόνο το οποίο μπορεί να υπάρξει είναι η αναβολή. Κανείς δεν γεννήθηκε ποτέ, αναβλήθηκε η έξοδος από την μήτρα και εκεί παραμένουν όλοι. Σε ένα άχρονο γίγνεσθαι που μέσα του όλα κινούνται αέναα.
«Ό,τι περίσσεψε από εμένα κρύβεται κάπου βαθιά. Φοβάται και τρέμει. Μερικές φορές φαντάζεται πως βγαίνει έξω πάλι στον κόσμο, αλλά εις μάτην. Μένει κολλημένο εκεί στα υγρά σκοτάδια του σώματός μου».
Και τότε γίνεται όνειρο.

ΙΙΙ.
«Κάποια πράγματα είναι οριστικά και δεν παίρνουν παραπάνω συζητήσεις».
«Ναι, αλλά …»
«Μην αρχίσεις καν. Απλά δεν μπορεί να προχωρήσει τίποτα. Όσο πιο γρήγορα το συνειδητοποιήσεις, τόσο καλύτερα θα είσαι».
Το Βόρειο Σέλας είναι ο μανδύας του Θεού ο οποίος ανεμίζει καθώς αυτός βηματίζει στον Ουρανό. Τόσο ο ήλιος όσο και η σελήνη λείπουν και το άσπρο του πάγου, δημιουργεί μια κρύα λευκή έρημο. Δεν υπάρχουν πια σχήματα, ούτε αεροπλάνα, ούτε πόλεις, ούτε άλλοι.  Ώρες ώρες, μέσα από  το πέπλο του Θεού αντιφεγγίζουν παράξενες πόλεις και άλλοι κόσμοι. Εκεί ίσως να υπάρχουν άνθρωποι, εδώ όμως δεν υπάρχει ούτε ένας. Ούτε ένας, ακόμα και η μοναδική νόηση που γεννήθηκε σε αυτή την έρημο είναι μια ύπαρξη χωρίς αυτοαναφορικότητα, χωρίς γνώση του εαυτού της. Μιλάει και μιλάει, χωρίς να ξέρει πως μιλάει και μιλάει.
«Έλα τώρα δεν μπορώ να σε βλέπω έτσι».
«Καλά. Απλά είναι δύσκολο να ξέρεις πως αυτό που θες δεν θα το αποκτήσεις ποτέ ξανά. Θα έρθουν άλλοι, και εσύ δεν θα είσαι ένας από αυτούς. Και αυτό είναι φοβερό».
Μουρμουρητά ακούγονται. Σε αυτόν τον παγωμένο κόσμο δεν μπορεί να ζήσει κανένας, αλλά στο παρελθόν ίσως κάποιοι να πέρασαν από εδώ. Πεθάνανε και οι τελευταίες τους σκέψεις γίνανε άνεμος που φυσάει με δύναμη παντού γύρω. Νεκρά λόγια, ξεχασμένα ονόματα, λησμονημένοι ποταμοί, απολιθωμένα δέντρα, παγωμένα κουφάρια, δάκρυα που στεγνώσανε, τραύματα που κλείσανε, θρηνωδίες που σβήσανε, πανσέληνοι που κρυφτήκανε, χαρές που μαραθήκανε. Η γλώσσα που ζωντάνεψε κάποτε αυτόν τον κόσμο, ο άνθρωπος που έδωσε ουσία στα πάντα, όλα πεθάνανε. Στο πιο σταθερό σημείο της ύπαρξης και της ανυπαρξίας, δεν υπάρχουν στιγμές, δεν υπάρχει πρόοδος. Οι προσδοκίες, το παρελθόν και το παρόν συμπυκνώνονται όλα εδώ. Το κουφάρι του χρόνου, χωρίς σωματίδια να τρέχουν ακατάσχετα μέσα του πια, ξεκουράζεται στον ορίζοντα. Η έκρηξη που μετέφερε μέσα σε συντρίμμια την σκέψη εδώ πέρα, δεν ακούγεται πια, για την ακρίβεια ίσως δεν συνέβη ποτέ. Και όμως συνέβη, συνέβη, συνέβη. Έχει συμβεί μέσα στην άρνηση του γεγονότος. Έχει υπάρξει μέσα στην αμνησία της ύπαρξης.
«Και από εδώ και πέρα τι;»
«Δεν ξέρω. Θα δούμε, εξάλλου αν όπως υποστηρίζεις, η κοσμική συγκυρία είναι θέμα κεντρικού σχεδιασμού, τότε δεν χρειάζεται παρά να ηρεμήσουμε και να περιμένουμε να έρθει το μέλλον».
Αν δεν υπάρχει χρόνος, τότε δεν υπάρχει και διάσταση. Αν δεν υπάρχει διάσταση, τότε δεν υπάρχει αντίληψη και αν δεν υπάρχει αντίληψη, τότε η συνείδηση ακρωτηριάζεται από τις κεραίες  που της δίνουν γνώση του έξω. E 'n la sua volontade è nostra pace, μια γαλήνια συνείδηση που τρεμοπαίζει μέσα στην έκταση ενός πλάσματος που δεν έχει έκταση, που δεν έχει σχήμα, που δεν έχει τίποτα. Και όλος ο κόσμος να αναπαράγεται σαν σκιά από την ίδια την φαντασία της σκέψης. Να, ποιος είναι αυτός που περπατάει δίπλα σου;  Η κάθε μονάδα γίνεται διπλή και τριπλή, σαν να υπάρχει μια προσπάθεια καθορισμού από κάποιον άλλον, λες και η σκέψη προσπαθεί να αναδιπλασιαστεί για να καταλάβει τι είναι η ίδια. Και στο τέλος η ίδια η σκέψη  καταρρέει, αφού τα είδωλα και τα φαντάσματα δεν είναι στοιχεία αυτοκαθορισμού. Η σκέψη αυτοκτονεί από απόγνωση. Ας φυτέψουμε το νεκρό της σώμα, να γίνει ρίζα που πάνω του θα μεγαλώσει ένα τεράστιο δέντρο. Στην άκρη των κλαδιών του ας βγουν καρποί, μεγάλοι όσο το σύμπαν και ας έρθει κάποιος ο οποίος θα τους κόβει έναν προς έναν και θα τους γεύεται. Ας τρέξουν οι χυμοί των καρπών στα σκοτάδια και ας γίνουν λαμπεροί γαλαξίες. Θα αναστηθούμε, χωρίς να έχουμε πεθάνει.
«Rue du depart, λοιπόν …»
«Mal du depart, αλλά έτσι πρέπει»
Σε αυτό τον τόπο της απόλυτης ηρεμίας, όπου τίποτα δεν κινείται, γιατί δεν υπάρχει κάτι για να κινηθεί, γιατί δεν υπάρχει αντίσταση που θα ορίσει κάτι ως κίνηση, βρίσκεται η ου-τοπία. Ο μη τόπος της ευτυχίας.


* Ο Μάνος Παμίνος ζει στην Αθήνα.


 
2013 | ιδεόστατο από την ανοικτή βιβλιοθήκη OPENBOOK Deluxe Templates. WP by Masterplan
Related Posts Plugin for WordPress, Blogger...