του Γιώργου Βακαλόπουλου *
Είχα πολύ καιρό να ακούσω κάτι για σένα. Κι ακόμα περισσότερο να σου μιλήσω. Χτύπησε το τηλέφωνο. Ποιος ήταν; Μου είπε τα νέα, μου έδωσε και μια διεύθυνση. Πού ήταν; Δεν έκανα ώρα να φτάσω. Είχε κόσμο πολύ μαζεμένο, τους περισσότερους δεν τους ήξερα, δεν μου έδωσαν ιδιαίτερη σημασία. Κάπου στο βάθος βρήκα τη μητέρα σου. Δεν την είχα γνωρίσει ποτέ, την αναγνώρισα όμως. Πώς; Τη ρώτησα πού σε έχουν. Την παρακάλεσα να μου δώσει λίγο χρόνο μαζί σου.
Δεν μου απάντησε αμέσως. Με κάρφωσε η ματιά της και αντί απάντησης με ρώτησε «Είσαι … ;» «Ναι» της απάντησα και ασυναίσθητα χαμήλωσα το βλέμμα μου. Μου είπε σε ποιο κτίριο ήσουν. Κτίριο;
Έφυγα τρέχοντας. Έβρεχε, ήταν και αργά. Πήρα λεωφορείο. Γιατί; Μαζί μου μια φίλη. Πού βρέθηκε αυτή εδώ; Ο χώρος γύρω μού θύμιζε το campus του Πολυτεχνείου, εκεί που σπούδασα πριν πολλά χρόνια. Τι δουλειά έχεις εσύ εδώ; Το λεωφορείο σταμάτησε μπροστά σε ένα κτίριο. Απέξω θύμιζε τη φοιτητική εστία, μέσα όμως ήταν νοσοκομείο. Μιλούσαν σε μια ακατανόητη γλώσσα. Γιατί; Βρήκα το γιατρό σου. Γιατρό; Μα εσύ είσαι ήδη… Του είπα ότι έχω την άδεια της μάνας σου να σε δω. Μου απάντησε ότι το ξέρει ήδη, με περίμενε. Πότε πρόλαβε; Με οδήγησε στο δωμάτιο που σε είχαν.
Σε κοίταξα από το τζάμι. Ο γιατρός στάθηκε δίπλα μου. Με εξαίρεση ένα σωληνάκι που κατέληγε σε μια πεταλούδα στο χέρι σου, δεν είχες τίποτα άλλο συνδεδεμένο, τα μηχανήματα γύρω σου κλειστά. Πάγωσα. Ανοίγω την πόρτα σου. Ξαφνικά αρχίζεις ελαφρείς σπασμούς. Κάποιος ήχος βγαίνει και από τα χείλη σου. Κάτι δεν πάει καλά εδώ.
«Μα πώς γίνεται;» ρώτησα το γιατρό. «Μου είπαν ότι είναι ήδη …»
«Κλινικά ήταν εδώ και μέρες. Έπρεπε όμως να χορηγήσουμε ένα φάρμακο για να τελειώσει»
Ευθανασία; Τι μου λέει αυτός; Ακούς;
«Το είχε ζητήσει οικειοθελώς από πριν»
Αρχίζω να τρελαίνομαι. Δεν ήξερα καν τι σήμαινε αυτό το πριν, τι είχε συμβεί, πώς έφτασες εδώ.
«Για αυτό οι σπασμοί και το παραμιλητό»
«Φύγε, άσε με μόνο μου»
Έκλεισε τα στόρια και βγήκε από το δωμάτιο. Έκλεισα τα φώτα και ξάπλωσα δίπλα σου. Είχες γυρίσει στο πλάι. Από τους σπασμούς; Σε αγκάλιασα και το χέρι μου πλησίασε το δικό σου, αυτό με την πεταλούδα. Αν σε αγγίξω όπως παλιά, λες να μπορώ να σε επαναφέρω; Μπορώ; Μπορώ. Σε αγγίζω. Μπορώ, μπορώ, μπορώ. Νιώθεις το άγγιγμα; Νιώθεις;
Παραμιλάς πάλι. Δεν καταλαβαίνω τι λες. Πλησιάζω το κεφάλι μου στο δικό σου για να σε ακούσω. Η μυρωδιά του δέρματός σου εισβάλλει στα ρουθούνια μου και με αναστατώνει. Όπως παλιά. Μπορώ, μπορώ, ΜΠΟΡΩ. Συνεχίζω να σε αγγίζω. Όπως παλιά. Με το άλλο μου χέρι σφίγγω την κουπαστή του κρεβατιού, μπορώ, μπορώ, μπορώ. Δεν φεύγω από δω αν δεν. Εγώ μπορώ, εσύ θες; Μ’ ακούς; Μίλα! Κλείνω τα μάτια, συγκεντρώνομαι και διοχετεύω όλη μου την ενέργεια στην άκρη των δακτύλων μου. Όπως παλιά. Μπορώ.
Ένα τράνταγμα με ξυπνάει. Ανοίγω τα μάτια μου, κοιτάω προς το παράθυρο. Έχει ξημερώσει. Γυρνάω στο ρολόι. 6:13. Τα σεντόνια γύρω μου ανακατεμένα. Ένα μαξιλάρι σφηνωμένο ανάμεσα στο στήθος μου και το αριστερό μου χέρι. Αυτό που πριν λίγο αγκάλιαζε εσένα. Πού είσαι; Κοιτάω γύρω μου. Οι τοίχοι του δωματίου μου ίδιοι και απαράλλακτοι όπως χθες. Όπως κάθε μέρα. Από τότε.
Ανασηκώνομαι. Προσπαθώ να καταλάβω τι συνέβη. Όνειρο ήτανε. Διστάζω να σηκωθώ. Αν σε δω στην κουζίνα να ετοιμάζεις πρωινό πάει να πει ότι ακόμα κοιμάμαι. Κοιμάμαι;
* Ο Γιώργος Βακαλόπουλος γεννήθηκε στην Αθήνα το 1985 όπου και μεγάλωσε. Το 2010 κυκλοφόρησε την πρώτη του συλλογή διηγημάτων "Ημερολόγιο ενός αγγέλου" (www.diaryofanangel.gr). Πλέον ζει στο εξωτερικό και ετοιμάζει το πρώτο του μυθιστόρημα.