Τρίτη 4 Ιουνίου 2013
Διήγημα : Διαδρομή ρουτίνας
του Γιάννη Πετσαλάκη *
Το λεωφορείο πλησίαζε προς τη στάση. Μια γυναίκα στέκονταν μόνο. Έκανε σήμα στον οδηγό να σταματήσει. Σταμάτησε πράγματι. Τσέκαρε το εισιτήριο και το υπεραστικό ξεκίνησε με ένα μουγκρητό. Ήταν η μηχανή κι η επιτάχυνση που έδινε στις ρόδες. Η γυναίκα προχώρησε στο διάδρομο, ήρθε και κάθισε δίπλα της. Έβαλε τη τσάντα στη ποδιά της και σταύρωσε τα χέρια. Της ξέφυγε ένας αναστεναγμός. Γύρισε και την κοίταξε με απορία.
«Ουούφ!» σαν αυτό να τα έλεγε και να τα έλυνε όλα.
«Τι έχεις κυρά μου; Ησύχασε. Δυόμιση ώρες έχουμε ακόμα ώσπου να φτάσουμε» της είπε.
«Για όλους τσι επιβάτες δυόμιση ώρες ολάκερες ακόμα μα όσκες για μένα!» απάντησε με στόμφο. «Μετά τη χώρα θα μπω στο λεφορείο να γιαγύρω στη Μεσσαρά, άλλες δυο ώρες απόσκιας στο χωριό μου. Αποσπέρας θα φτάξω κι ας μην είναι δα ούτε εννιά ταχινή!»
Την κατάλαβε απόλυτα. Όλοι οι χωριάτες με διάλεκτο στη προφορά μα και χωρίς διάλεκτο έλεγαν τη πόλη όχι με το όνομά της αλλά «χώρα» κάτι σαν «χώρα του αχωρήτου» σκέφτηκε. Δεν μπόρεσε να μη χαμογελάσει.
«Από ποιο χωριό είσαι;» τη ρώτησε καλοπροαίρετα.
«Πύργος Μονοφάτσι» απάντησε αμέσως και χωρίς περιστροφές.
Το υπεραστικό λεωφορείο περνούσε τώρα κάτι απότομες στροφές και πιάστηκε από το βραχίονα του καθίσματος για να μη πέσει στη κυριολεξία πάνω της.
«Πύργο; Και ποιος καλός αέρας σε φέρνει στα Χανιά;» ξαναρώτησε με έκδηλο ενδιαφέρον τούτη τη φορά. Της άρεσε η κουβέντα και φχαριστιόταν κι ο άλλος να είναι ετοιμόλογος ομιλητής. Τούτη δω φαίνεται ομιλητική όπως την έκοψε με τη πρώτη ματιά αν και πριν δυο μόλις λεπτά της ήταν παντελώς άγνωστη. Παρέμενε ακόμα άγνωστη αυτή η μυστηριώδης γυναίκα. Δεν είχε τίποτα το ξεχωριστό πάνω της. Εντελώς συνηθισμένο σουλούπι, ντύσιμο, εκφράσεις του προσώπου, έδιναν εκείνη την ουδετερότητα που εξαφανίζει, σε κάνει αφανή. Το μόνο ίσως που πρόσεχες πάνω της ήταν στιγμές – στιγμές η λάμψη από τα μάτια της. Τα βαθουλά μάτια, ρυτιδιασμένα και τα μάγουλα χαρακωμένα κι αυτά απ’ το χρόνο. Ήταν μιας κάποιας ηλικίας, όχι πολύ προχωρημένης μα που τα βάσανα άφησαν ανεξίτηλα τα σημάδια τους. Στη λάμψη των ματιών της διάβαζες πως είχε κουράγιο ακόμα, ζωή ακόμα, να παλεύει και να μάχεται με τις συνηθισμένες δυνάμεις που διέθετε. Μια συνηθισμένη γυναίκα. Ξαφνικά κατάλαβε πως η άλλη ήταν διατεθειμένη να πει τι την απασχολούσε κι έδειξε τεράστιο ενδιαφέρον να ακούσει. Ήταν όλη αυτιά.
«Μεγάλη στορία!» είπε η άγνωστη γυναίκα και την επόμενη στιγμή δίστασε να πει άλλα, λες και σκεφτόταν ή ζύγιαζε να τα πει ή να τα κρατήσει στη σιωπή; Η διπλανή κυρία της φάνηκε αριστοκρατική, της καλής κοινωνίας κι ίσως δεν καταλάβαινε, δεν την αφορούσαν, δεν την άγγιζαν τα δικά της, μήπως δε έπρεπε να μιλήσει όσο άπληστα ήθελε να μάθει την ιστορία της μήπως δεν ήταν παρά άλλη μια αχόρταγα περίεργη; Γύρισε και την κοίταξε κατάματα. Τα μάτια της φάνηκαν να εκπέμπουν ειλικρίνεια πράγμα που έκανε όλες τις υποψίες της να καταρρεύσουν μεμιάς σαν χάρτινος πύργος.
«Λοιπόν;» τη ρώτησε με ενδιαφέρον.
«Έχω τη κοπελιά μου επαέ, στη Σούδα. Νταγέρνω και θωρώ ντηνε το μήνα οσάκις».
«Στη Σούδα μένει; Σπουδάζει εδώ ή εργάζεται;»
«Αρρωσταρά ’ναι στο Ψυχιατρείο!»
Η αριστοκρατική κυρία έμεινε εμβρόντητη. Ψυχιατρείο – Σούδα. Πως και δεν το συνδύασε προηγουμένως; Έπρεπε να πάει το μυαλό της. Δεν ήξερε τι να πει. «Καημένη μάνα» να πει. «Κουράγιο, θα περάσει» να πει. Δεν ερχόταν τίποτα στο κεφάλι. Πέρασαν κάποιες στιγμές βουβές. Το σοκ ήταν μεγάλο. Κάθε πονεμένος είχε το δικό του Γολγοθά να περάσει. Τις μέρες, τις εβδομάδες ή και τους μήνες του στο άσυλο. Μια φορά το μήνα είπε έρχεται από το χωριό της να δει το παιδί της. Άρα είναι μήνες μέσα και πόσους ακόμα;
«Πονεμένη ιστορία!» βρήκε τέλος να αρθρώσει. «Θα γίνει καλά όμως, θα το ξεπεράσει, θα γυρίσει πάλι στο χωριό της και συ δε θα χρειάζεται να διανύεις τόσο δρόμο για να τη δεις. Μόνο υπομονή μέχρι τότε. Κουράγιο».
«Φ χαριστώ σε μπρε κυρία. Πονεμένη στορία, καλά το πες εκιονά!»
«Όχι μπρε κυρία! Μαρία με λένε».
«Εμένα Καλλιόπη. Να’ σαι καλά γιάντα με παρηγόρησες»!
«Μια φορά το μήνα πας και τη βλέπεις στα Χανιά;»
«Ναι».
«Δηλαδή πόσο καιρό είναι μέσα;»
«Εφτά μήνες! Ακόμα δεν απόκαμε λέει ο ντοκτόρος»!
«Άσε τι λέει ο γιατρός. Εσύ να ακούς τι λέει το παιδί σου και να παρακαλάς τη Παναγία να σου το γιατρέψει να έρθει κοντά σου».
«Έντεκα μήνες κλείσανέντηνε προ πέρυσι. Δε κατέχω εγώ ίντα ‘χει η βουρλισμένη; Μα γιάντα; Τοσονά, σε δυο λεφορεία, να παντήξω δυο μέρες μια να φ τάξω μια να’ γιαγύρω να σπιτώνομαι στσι κουμπάρας αποσπέρας ειδάλλως να γυρεύω ξενοδοχείο να θέσω;»
«Μεγάλη ταλαιπωρία όλα αυτά! Μα σκέψου τη κόρη σου μόλις σε βλέπει μετά από ένα μήνα, τι χαρά που ήρθε η μάνα της, για αναλογίσου τι περνάει εκεί μέσα η καημένη, τρελή μες τους τρελούς; Κανενός ο πόνος δεν είναι πιο μεγάλος παρά αυτού που τον ζει, η μάνα απλά είναι ο πιο κοντινός άνθρωπος, ο πιο αφοσιωμένος».
«Κατέχετε πολλά σεις οι γραμματιζούμενες. Εγώ ’μαι απ’ το Μονοφάτσι και μια παροιμιά λέει: Απούναι όξω απ’ το χορό πολλά τραγούδια ξέρει. Συμπάθα με μπρε Μαργιώ μα ο νταλκάς γέμισε τη καρδιά μου φίσκα από πόνο. Δε κατέχω ίντα λέω».
Τη κοίταξε με συμπάθεια. Μια πονεμένη μάνα ήταν πράγματι. Είχε κουρνιάσει στο κάθισμα, τα χέρια σταυρωμένα πάνω στη τσάντα, ακινητοποιημένη, σαν να ήθελε να κλωσήσει αυγά. Δεν κουνούσε τα χέρια σε χειρονομίες τα κρατούσε ακίνητα, όλη έμενε ακίνητη, μόνο το βλέμμα στα μάτια της σπίθιζε λάμψεις και περιφέρονταν εδώ και κει. Ο δρόμος και το τοπίο που διένυαν την άφηνε παντελώς αδιάφορη. Απόδειξη πως είχε επαναλάβει την ίδια διαδρομή αρκετές φορές.-
* Ο Γιάννης Πετσαλάκης γεννήθηκε στο Ηράκλειο Κρήτης το 1962. Γράφει λογοτεχνία από τότε που φοιτούσε στο Γυμνάσιο. Έχει συμμετάσχει σε τρεις ποιητικές ανθολογίες στα Χανιά και έξι στην Αθήνα. Έχει δημοσιεύσει στις εφημερίδες του Ηρακλείου «Πατρίς», «Αλλαγή», «Εθνική Φωνή», «Τόλμη», «Μεσόγειος». Και στα Λογοτεχνικά περιοδικά (Εμείς) (Νέα Αριάδνη) (Δευκαλίων ο Θεσσαλός). Τελευταίο βιβλίο του «Ο καλός Ποιμήν», Ιε, (2006), Χριστιανική Ποίηση. Έχει ολοκληρώσει 45 έργα. Ετοιμάζεται να κυκλοφορήσει συλλογή διηγημάτων του μες το 2013.
Ενότητα
ΔΙΗΓΗΜΑΤΑ