της Ελένης Μωυσιάδου - Δοξαστάκη *
Ο δημιουργός, που η ρεπόρτερ αποκαλούσε δάσκαλο,είπε:
-Πρώτα θα ήθελα να σας μιλήσω για τους στόχους μου που κατάφερα, ευτύχησα θα έλεγα, να δω υλοποιημένους σ’ αυτή τη σύνθεση και μ’ αυτή τη σύνθεση.
Ό,τι βλέπετε δεν είναι τίποτε άλλο από μεράκι. Είναι ο αγώνας και η αγωνία, θα έλεγα, του καλλιτέχνη για έκφραση, ο οποίος, μέσα από αναζητήσεις, πειραματισμούς και εντέλει κατακτήσεις, φθάνει μια ευλογημένη στιγμή στην ολοκλήρωση της δικής του δημιουργικής πρότασης ή και στη διατύπωση- μέσω του έργου του- μιας δυναμικής αισθητικά αντιπρότασης.
Πόθος νόμιμος, εξάλλου, κάθε καλλιτέχνη το προχώρημα της αισθητικής μέσα- βεβαίως- από συζεύξεις, αντιθέσεις και κυρίαρχα θέσεις.
Άλλωστε, η οποιαδήποτε καλλιτεχνική πρόταση, πέρα από οτιδήποτε άλλο, είναι πρωτίστως θέση. Έτσι δεν είναι;
Η ρεπόρτερ έδειχνε να συναινεί:
- Ασφαλώς, ασφαλώς! είπε. Ο καλλιτέχνης μιλά από μία θέση και προτείνει τη δική του άποψη. Αυτό είναι κάτι που το αντιλαμβάνεται ο καθένας, μυημένος ή μη, συμπλήρωσε.
Είχε νιώσει έκπληξη αρχικά: «Ο παππούς μου τα κατάφερνε καλύτερα», είχε σκεφτεί, «και χωρίς να θεωρείται καλλιτέχνης».
Τα λόγια όμως του δημιουργού, σε συνδυασμό με τις συστάσεις που της είχαν δοθεί, την καθησύχαζαν.
- Είναι κουραστική και μοναχική η πορεία του καλλιτέχνη, βιάστηκε να συνεχίσει ο δημιουργός που η ρεπόρτερ αποκαλούσε δάσκαλο. Περνά από δρόμους πολλούς, μέχρι να φθάσει κάπου. Και θα ήθελα εδώ, αν μου το επιτρέπετε, είπε, να σας αποκαλύψω ένα τμήμα έστω από την πορεία του, εννοώ τη συλλογιστική, διευκρίνισε, για να καταστεί δυνατή- νοερώς- τόνισε, η προσέγγιση του έργου.
Γιατί, το ξέρω και το ξέρετε, είπε, οι ανίδεοι, οι αμύητοι- πιο σωστά- πάντα προσπερνούν.
Αν και για μένα, υπογράμμισε, αυτά τα δύο ταυτίζονται. η γνώση είναι μύηση και η μύηση γνώση. Εξάλλου, άρθρωσε στοχαστικά, τα όνειρα δε συλλαβίζονται στο χάος.
Η τελευταία φράση έκανε ιδιαίτερη εντύπωση στη ρεπόρτερ και κατάφερε να κάμψει τους- ανομολόγητους ευτυχώς- ενδοιασμούς της.
- «Τα όνειρα δε συλλαβίζονται στο χάος»! επανέλαβε λυτρωτικά.
- Μιλώ απλά, συνέχισε ο δημιουργός που η ρεπόρτερ αποκαλούσε δάσκαλο, γιατί απλή υπήρξε- κατά μία έννοια- και η ζωή μου. Πίσω από τη γυαλιστερή- ούτως ή άλλως- βιτρίνα του χώρου, εγώ δε θέλησα να είμαι παρά ένας απλός εργάτης της τέχνης κι έτσι θα ήθελα να με δείτε κι εσείς, είπε.
Στο επόμενο πλάνο δημιουργός και ρεπόρτερ βημάτιζαν αργά- αργά μέσα στο εκθετήριο, απομακρυνόμενοι από το «περί ου ο λόγος» έργο.
Ο φακός, αφού τους ακολούθησε για λίγο διακριτικά, πλανήθηκε στην αίθουσα, έκανε ζουμ δευτερολέπτων στα υπόλοιπα εκθέματα- που δεν αφορούσαν το ρεπορτάζ- και ξαναγύρισε σ’ αυτούς.
- Μ’ αυτό μου το έργο, είπε πάλι ο δημιουργός που η ρεπόρτερ αποκαλούσε δάσκαλο, και σ’ αυτή τη φάση, που εγώ ονομάζω φάση κατάκτησης, αφού έπεται των δύο άλλων, της αναζήτησης, δηλαδή, και των πειραματισμών- εξαιρετικά ενδιαφέρουσες για μένα, ενδεχομένως και για τους κριτικούς- επεδίωξα να δομήσω μια σύνθεση από ευτελή πρωτογενώς υλικά( ξύλο και ανοξείδωτο μέταλλο), τα οποία όμως, μέσα από μία σαφώς προσωπική, μη χρηστική- με την τρέχουσα σημασία του όρου- αλλά αισθητικά λειτουργική αφαίρεση θα μετουσιώνονται σε αυτοτελή, αν μπορούσα να το πω, είπε, πρόταση ή αντιπρόταση, με προοπτική την αντίστιξη διαρθρωμένης πραγματικότητας, δημιουργικού παρόντος και οραματικού μέλλοντος.
Έτσι, όπως αντιλαμβάνεσθε, είπε, κινήθηκα και αυτή τη φορά στο νοητό άξονα του γήινου χωροχρόνου με τάσεις υπέρβασής του, όπως κάθε συνειδητοποιημένος καλλιτέχνης θαρρώ…
- Όπως και κάθε άνθρωπος, συμπλήρωσε αυθόρμητα η ρεπόρτερ, συνειδητά δημιουργικός, βιάστηκε να υπογραμμίσει, πιάνοντας στον αέρα την μόλις διαφαινόμενη δυσφορία του καλλιτέχνη.
- Πιο συγκεκριμένα τώρα, συνέχισε ο δημιουργός που η ρεπόρτερ αποκαλούσε δάσκαλο, δε θέλησα παρά να εκφράσω μ’ αυτά ακριβώς τα απλά, ευτελή, όπως προανέφερα, δομικά υλικά, την παλλόμενη πληρότητα μίας στιλπνής σφύρας του νοσταλγικού παρελθόντος και τη δονούμενη αρτιότητα ενός μετουσιωμένου άκμονος μιας ανυπόταχτα μοναχικής ζωής, ή, αν θέλετε, έκανε με συγκατάβαση, μπορείτε εσείς να δείτε στη θέση της σφύρας και του άκμονος την πολυτελή γυμνότητα ενός αυτοκρατορικού θρόνου και τη λιτή αυστηρότητα ενός καλογερίστικου στασιδιού- θέμα ματιάς όλα και η ανάγνωση, αφού, εξ ορισμού, η τέχνη δε δεσμεύει, αλλά αποδεσμεύει τη σκέψη. Έτσι δεν είναι;
Έτσι θα πρέπει να είναι! έκανε η ρεπόρτερ, αλλά ζήτησε ευγενικά να πλησιάσουν και πάλι τη σύνθεση, για να δοθεί, όπως είπε, μία ακόμη εποπτική ευκαιρία στους τηλεθεατές και μια επιπλέον δυνατότητα σύζευξης ακουστικής και οπτικής εικόνας.
Να χαρούν, ζήτησε, κι εκείνοι το λόγο μέσα από το έργο και το έργο μέσα από το λόγο.
Διαπίστωνε τώρα και η ίδια μια μετουσίωση της αρχικής της έκπληξης σε θαυμασμό.
«Αν καταφέρω να το περάσω αυτό και στους τηλεθεατές, θα έχω πετύχει κι εγώ -εδώ και τώρα!», σκέφτηκε.
Ο φακός πέρασε αργά από το δημιουργό στο έργο κι ύστερα, αφού έδωσε ένα γενικό πλάνο της αίθουσας, στο κέντρο της οποίας δέσποζε πάνω σε βαθυκόκκινο μεταξωτό- που κάλυπτε κάποιο βάθρο- η σύνθεση, στάθηκε σ’ αυτή.
Οι τηλεθεατές είχαν έτσι την ευκαιρία να δουν- και να θαυμάσουν- ένα καλογυαλισμένο κομμάτι ξύλου σε σχήμα ισόπλευρου τριγώνου:
«Το τρισδιάστατο της οπτικής διαφάνειας μέσα και πέρα από τις ρεαλιστικές επιφάνειες», βοήθησε ο δημιουργός, δείχνοντας και με το δείχτη του χεριού του τα τρία ανοξείδωτα, όπως παρατήρησε ο ίδιος, καρφιά- ή ήλους, όπως προτιμούσε- των οποίων οι τριγωνικές κεφαλές προεξείχαν:
«Η τρισυπόστατη ελευθερία των αναγκαστικών μας επιλογών», ερμήνευσε και πάλι ο ίδιος, στρέφοντας το δείχτη κάτω από το τρίγωνο αυτή τη φορά, και κυκλώνοντας τα τρία ολοστρόγγυλα μισοκαπνισμένα πόδια του:
«η φαιά λογική του υπαρκτού μας κόσμου», συνέχισε αποφαντικά, «που όμως λειτουργεί ως στυλοβάτης στο κενό», υπογράμμισε, χωρίς άλλη περιττή διευκρίνιση επ’ αυτού.
- Ωστόσο (κι όσο ο φακός περνούσε από το έργο στο δημιουργό), δεν πρέπει να μας διαφεύγει αυτή τη στιγμή, έκανε με ένταση, πως προεκτεινόμενες οι ευθείες μεταξύ των ήλων σχηματίζουν κι αυτές ένα δεύτερο ισόπλευρο τρίγωνο, νοητό αυτή τη φορά.
Έτσι (κι όσο ο φακός επέστρεφε στο έργο), φθάνουμε, συμπέρανε, μέσα από την προσεκτική ανάγνωση αυτής της σύνθεσης στη σύνδεση δύο κόσμων, του πραγματικού και του οραματικού, στην πλήρη κυκλικότητά τους, πρόσθεσε, αν βέβαια λάβουμε υπόψη και τις προεκτάσεις τους στο άπειρο, κατέληξε.
Η ρεπόρτερ μετέφρασε κινητικά τα λόγια του δημιουργού που αποκαλούσε δάσκαλο, περνώντας το χέρι της πάνω από την καθεμιά νοητή ευθεία μ’ ένα τίναγμα προέκτασης της παλάμης της στο κενό.
- Αυτό ακριβώς! είπε ο δημιουργός φανερά ικανοποιημένος.
Η κίνησή σας αυτή απεικονίζει εύγλωττα τη δυναμική του παρελθόντος, που ενυπάρχει στο έργο, και του παρόντος που ως αποτέλεσμα, δημιούργημα μιας συγκεκριμένης χρονικής στιγμής, εκφράζει, προς το ιχνηλατούμενο μα πάντα άδηλο μέλλον.
Άλλωστε, παρελθόν, παρόν και μέλλον δεν είναι παρά η ίδια και μόνη διάσταση του χρόνου. Ένας νοητός άξονας στις λογικά αρθρωμένες προεκτάσεις του… Έτσι δεν είναι;
- … … …!
Στο πλάνο κυριαρχούσε και πάλι η μορφή του δημιουργού.
- Γιατί ο χρόνος, όπως όλοι γνωρίζουμε, είπε, είναι μονοδιάστατος.
Εκεί και οι δυσκολίες της τρισυπόστατης ύπαρξής μας, πρόσθεσε στοχαστικά.
Πορευόμαστε στον άξονα του γήινου χωροχρόνου, άλλοτε ισορροπώντας κι άλλοτε πέφτοντας στο κενό. Ισορροπούμε, όταν ταυτιζόμαστε, διευκρίνισε, και το αντίθετο, όταν απομακρυνόμαστε…
Εγώ δε θέλησα να δώσω ούτε το ένα ούτε το άλλο, πράγμα εύκολο- διατύπωσε με εκπληκτική σιγουριά- για τον καθένα.
Αντιθέτως, διεκδίκησα την καλλιτεχνική αυτονομία, μέσα πάντα από το γήινο χωροχρόνο και τις δυσκολίες που συνεπάγεται κάτι τέτοιο, για εκείνον βέβαια που συνειδητοποιεί και την έλλειψη ισορροπίας και την αδυναμία απομάκρυνσης.
Κι αυτό γιατί, όπως νομίζω, είπε, τότε μόνο ο άνθρωπος γίνεται δημιουργικός και ιδιαίτερα στο χώρο μας, τόνισε, όταν υπερνικά τις δυσκολίες, αποφεύγοντας συγχρόνως και τις ευκολίες, τον εύκολο δηλαδή και κατ’ αναλογία συνηθισμένο δρόμο. Έτσι δεν είναι;
«Η δημιουργική αυτονομία μέσα από ένα ιδιότροπο- και σίγουρα ασυνήθιστο- σκαμνάκι!» σκέφτηκε η ρεπόρτερ, μα ένιωσε να βεβηλώνει και πάλι το χώρο.
«Σίγουρα χρειάζομαι πρόσθετα μαθήματα αισθητικής ή- σωστότερα- φιλοσοφίας της τέχνης», ξανασκέφτηκε πανικόβλητη κι απελπισμένη απ’ ό,τι συνειδητοποιούσε.
Συνήλθε όμως γλήγορα, γιατί ο δημιουργός συνέχιζε:
- Αυτό, λοιπόν, που εγώ θέλησα να δώσω- και μάλλον τα κατάφερα βλέποντας και το δικό σας ενδιαφέρον - είναι η εικαστική αναπαράσταση, η αφαιρετική απεικόνιση της ανεξαρτησίας του μετάλλου, που, ενορατικά ιδωμένη ή και πρακτικά διαρθρωμένη, καθώς αυτό βυθίζεται στη σκληρή υφή του ξύλου και ταυτίζεται λειτουργικά μαζί του, συνιστά αυτονομία.
Κι αυτό, βέβαια, σε σχέση πάντα μ’ εκείνη την καίρια στιγμή, που το πάθος της ύλης γεννά το πάθος ή το θαύμα, αν προτιμάτε, της μορφής. Αλλά και με το γενικότερο υπαρξιακό αίνιγμα- πρόβλημα, το οποίο, στην οντολογική του διάσταση, μπορεί να ισοδυναμεί με μια διαρκώς μεταβαλλόμενη, αν μπορούσα να το πω, είπε, δυνατότητα, αλλά και να σηματοδοτεί χωροχρονικό κενό- στη συγκεκριμένη περίπτωση οι κεφαλές των ήλων προεξέχουν- για μια κραυγή πραγματικής ελευθερίας, κάτι που σήμερα, μιλώ για την εποχή μας με τα τόσα ακόμα, συγκριτικά με άλλες εποχές, μικρά και μεγάλα προβλήματα, θα μπορούσε να μεταφραστεί και ως οικολογική διαμαρτυρία. Και δε μιλώ πολιτικά, αντιλαμβάνεστε, ασφαλώς, είπε.
- Ασφαλώς! ασφαλώς! ακούστηκε επιτέλους η ρεπόρτερ, φανερά ικανοποιημένη από την ανέλπιστη ατάκα, την ώρα που ο φακός εστίαζε στο πρόσωπό της.
Άμουσος κι αφιλοσόφητος ο τηλεοπτικός χρόνος πίεζε κι η ίδια είχε χάσει ευκαιρίες:
Αυτός δεν είναι άλλωστε και ο ρόλος της τέχνης, βιάστηκε να συμπληρώσει με τη σιγουριά του επαΐοντος αυτή τη φορά. Να προβληματίζει μέσα από μια άποψη- πρόταση, τείνοντας προς την αισθητική και άρα προς τη γενικότερη καλλιέργεια του ανθρώπου, όπου βέβαια κι αν ανήκει αυτός ιδεολογικά ή κομματικά…
- Η τέχνη είναι απολιτική! αποφάνθηκε ο καλλιτέχνης.
- Και δε γνωρίζει σύνορα, συμφώνησε η ρεπόρτερ, συμβατικά όρια ή άλλες παραμέτρους… κοινωνικές, αφού έχει τη δική της πανανθρώπινη γλώσσα και κυρίως το δικό της υπερβατικό χώρο, τον οποίο μόνο ένας καλλιτέχνης μπορεί να θεάται και να ιχνηλατεί, είπε, για να μας κάνει κοινωνούς του θαύματος που πηγάζει την καίρια, όπως προείπατε κι εσείς, στιγμή, από τη δωρεά αυτής της θέασης και βέβαια από το πάθος του το δημιουργικό…
- Συμφωνώ απόλυτα μαζί σας! αναφώνησε ο δημιουργός και συνέχισε:
Έτσι και το δικό μου έργο, ό,τι έχω μέχρι σήμερα προσφέρει και ό,τι μέσα μου κυοφορείται- και στη φάση αυτή νιώθω πως έχω να δώσω πολλά ακόμη, υπογράμμισε, θα βρει δικαίωση και θα τολμούσα να πω συνέχεια.
Εγώ, βέβαια, δε στοχεύω σ’ αυτό, διαβεβαίωσε, όπως και κανένας καλλιτέχνης φαντάζομαι. Στοχεύει όμως το έργο από μόνο του. Αυτή είναι και η δυναμική της τέχνης, άλλωστε. Όταν έχει κάτι να πει, αργά ή γρήγορα θα βρει τον τρόπο να το πει .
- Τελικά, αγαπητοί τηλεθεατές, είπε η ρεπόρτερ κοιτάζοντας κατάματα το φακό, είχατε την ευκαιρία κι εμείς τη χαρά να σας παρουσιάσουμε απόψε μία ακόμη αισθητική κατάκτηση, που σαφώς υλοποιείται, όπως διαπιστώνουμε, ως απείκασμα «καθαρής» νόησης, η οποία όμως ούτε αγνοεί το άχρονο κενό ούτε αποστασιοποιείται από καταστάσεις και πράγματα- από προβληματισμούς αλλιώς- του διαχρονικού, αν μπορούμε να το πούμε, είπε, παρόντος.
Πλήρης, μεστή, όσο και γόνιμη, η θεωρητική υποδομή αλλά και η υπερδομή που συνοδεύει το έργο. Ο καλλιτέχνης δε μας αρνήθηκε τα μυστικά της δημιουργικής του πορείας ή- τουλάχιστον- ένα μέρος από αυτά, γιατί, όπως κι ο ίδιος πολύ σωστά παρατήρησε, η τέχνη έχει ανάγκη από μυημένους δέκτες, κριτές και αποδέκτες.
Αγαπητοί τηλεθεατές, τούτο το έργο, που είχαμε την τιμή να σας παρουσιάσουμε, ανήκει πλέον σε σας, όπως και κάθε έργο άλλωστε, όταν πια φεύγει από τα χέρια του δημιουργού του και εκτίθεται σε κοινή θέα. Οι τελικοί αποδέκτες βρίσκονται πάντα πέρα και έξω από αυτόν, στο εκεί του κόσμου, όπου κάθε έργο αναζητά την τύχη του.
Για το συγκεκριμένο καθόλου δεν αμφιβάλλουμε, εμείς, εδώ, πως θα είναι ξεχωριστή, αφού ανακλώνται σ’ αυτό οι εξαιρετικά ολοκληρωμένες αισθητικές κατακτήσεις ενός αληθινού δημιουργού, ενός αληθινού εργάτη της τέχνης.
Ευχαριστούμε το δάσκαλο, ευχαριστούμε τον καλλιτέχνη!
Την επόμενη φορά θα έχουμε για σας μία ακόμη μοναδική ευκαιρία!
Πιστοί σε σας, με πίστη σε σας, εμείς από εδώ σας… καληνυχτίζουμε!
*Άρα (ara) και αράρα = μεγαλόσωμος παπαγάλος της Νοτίου Αμερικής με μακριά ουρά και πτέρωμα με ωραίες αποχρώσεις.
** Η Ελένη Μωυσιάδου - Δοξαστάκη γεννήθηκε στα Θερμά Σερρών και σπούδασε στη Φιλοσοφική Σχολή του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης. Σήμερα ζει και εργάζεται στο Ηράκλειο Κρήτης. Από τις εκδόσεις ΟΔΥΣΣΕΑΣ κυκλοφορεί η πρώτη της ποιητική συλλογή με τίτλο «Έλυτρα και λύτρα», Οκτώβριος 2009. Λογοτεχνικά κείμενά της έχουν δημοσιευτεί σε εκδόσεις του Συμποσίου Ποίησης, Πανεπιστημίου Πατρών, σε λογοτεχνικά περιοδικά, σε ανθολογίες και στο internet. [ Facebook ] [ e-mail ]