του Γιάννη Πετσαλάκη **
Σήμερα ένας νέος επισκέφθηκε την πόλη μας. Ήταν μια ηλιόλουστη μέρα. Φορούσε κόκκινα παπούτσια. Το προσέξαμε αμέσως γιατί εμείς είμαστε πάντα ξυπόλυτοι.
Σήμερα συμπληρώσαμε 13 μέρες. Σήμερα τέλειωσαν οι λάκκοι. Πάει πια αυτό το ξεθεωτικό σκάψιμο. Αμέσως μετά χυθήκαμε στα σπίτια. Όλοι οι άλλοι, οι πολλοί κρύφτηκαν μέσα. Οι φωνές μας πλημμύρισαν στους δρόμους. Πίσω απ’ τα παράθυρα κρύβονταν μάτια που μας κοιτούσαν. Μαντεύαμε το φόβο στα πρόσωπά τους. Μα εμείς θα παρελάσουμε για τη νίκη μας. Κραυγές ακούγονταν παντού. Δίπλα μας οι δημοσιογράφοι έκαναν τη δουλειά τους.
Στη βιάση μας απάνω ποδοπατήσαμε ένα κυκλάμινο που φαίνεται να μαζεύτηκε όλη η ο ομορφιά απάνω του. Μα αυτό έγινε επειδή είχαμε κηδεία. Περιφέραμε το φέρετρο στους δρόμους. Μετά το πετάξαμε σε μια μεριά. Χωρίς όνειρα πρωτότυπα. Με άδεια τα χέρια. Με γέρους άθλιους να περιφέρονται ανάμεσά μας. Προπαντός να τηρούμε τις πινακίδες. Μα ήταν αργά, πολύ αργά γι αγάπη. Κι ενώ το εμπόριο έδινε κι έπαιρνε εμείς τρεφόμαστε με σάπια ροδάκινα. Μεγάλη προσοχή στις ταμπέλες. Αυτές κανονίζουν τις τύχες μας.
Βαδίζουμε ξυπόλυτοι, με άδεια ιδανικά, χωρίς ελπίδα, μόνοι κι έρημοι –λάβετε γνώση- της αδυναμίας μας. Η σιωπή μας καταδικάστηκε. Την άλλη άνοιξη δεν άνθισαν λουλούδια. Μάταια περιμέναμε να ανοίξουν. Την άλλη άνοιξη, λέγαμε, του χρόνου θα ανοίξουν. Μάταια περιμέναμε. Τόσες άνοιξες πήγαν χαμένες. Παιδιά παίζαμε κάτω απ’ το δέντρο. Στον ίσκιο του, παιδιά ακόμη κάναμε όνειρα. Μα τώρα τα χέρια μας πονούν, τα χέρια μας γέμισαν αίματα. Σκεφτήκαμε να μην ξανακάτσουμε κάτω από το δέντρο. Και τα λουλούδια μαράθηκαν. Θυσιάσαμε πολλά για να αποχτήσουμε την ησυχία μας. Αλλά ήταν μάταιο. Νοιώθουμε τις κραυγές μα εμείς δεν μπορούμε να φωνάξουμε. Γυμνοί, επιθυμούμε το χάδι ενός υφάσματος, μα δεν έχουμε σκοπό να κάνουμε επίδειξη της γύμνιας μας. Δεν σηκωνόμαστε νωρίς το πρωί γιατί δεν θέλουμε εγερτήριο. Περιμένουμε από κάπου βοήθεια, γιατί εμείς μόνοι μας ποτέ δεν είχαμε. Δεν αμφιβάλουμε για το θάνατο, αφού δεν μας έμεινε η ιδέα της ζωής. Ακούμε τις κραυγές με μόνο αντάλλαγμα τη σιωπή μας. Ωστόσο τραγουδάμε μυστικά το μοιρολόι της μοναξιάς μας. Πετύχαμε να μη μιλάμε, να μη κλαίμε και να μην είμαστε τίποτα.
Θέλουμε να ανοίξουμε το πηγάδι της ιστορίας, που είναι γεμάτο κραυγές, σιωπή και λασπόνερα. Την βρήκαμε ερωμένη ανθρώπων κατώτερων, αγνώστων, περιθωριακών μα εμείς ξέρουμε τους αληθινούς κατακτητές της. Εκείνο το βράδυ τα απιδιά έλεγαν λόγια μεγάλα, φέρνοντας τις μητέρες τους σε δύσκολη θέση. Όμως πολλοί ξεχύθηκαν στους δρόμους για ένα δρόμο χωρίς γυρισμό. Κάτι σημαντικό γινόταν απόψε που δεν το χωρούσε ο νους κανενός. Μετά από τόσους θανάτους πέθανε και η ελπίδα. Τη θάψαμε με τιμές. Όσοι πέθαναν για ιδανικά θα μείνουν αθάνατοι. Αφήσαμε ένα άσπρο περιστέρι να πετάξει. Σύμβολο Ειρήνης και Αδελφοσύνης. Μαζί του πετάξαμε νοερά και μεις. Τα λόγια πάνε κι έρχονται, το ίδιο κι οι αντίλογοι. Οι ψυχές μας σας καλωσορίζουν. Την ερχόμενη άνοιξη θα σας γεμίσουμε λουλούδια. Εμείς ξέρουμε γιατί και τι περιμένουμε από το αύριο. Στην Κάζοβαρ τώρα πνέει άνεμος τροπαιοφόρος.
Και ο επισκέπτης μας έμεινε κοντά μας για πάντα.-
* Κάζοβαρ: Μια πόλη, κάπου εκεί στην Αφρική, γειτονική της χώρας Ρουάντα.
Σημείωση: Το διήγημα «Κάζοβαρ – η πόλη μας» είναι εμπνευσμένο απ’ την 2η ποιητική συλλογή του δάσκαλου και λογοτέχνη Βαγγέλη Κακατσάκη με τον τίτλο. «Κάζοβαρ».
** Ο Γιάννης Πετσαλάκης γεννήθηκε στο Ηράκλειο Κρήτης το 1962. Γράφει λογοτεχνία από τότε που φοιτούσε στο Γυμνάσιο. Έχει συμμετάσχει σε τρεις ποιητικές ανθολογίες στα Χανιά και έξι στην Αθήνα. Έχει δημοσιεύσει στις εφημερίδες του Ηρακλείου «Πατρίς», «Αλλαγή», «Εθνική Φωνή», «Τόλμη», «Μεσόγειος». Και στα Λογοτεχνικά περιοδικά (Εμείς) (Νέα Αριάδνη) (Δευκαλίων ο Θεσσαλός). Τελευταίο βιβλίο του «Ο καλός Ποιμήν», Ιε, (2006), Χριστιανική Ποίηση. Έχει ολοκληρώσει 45 έργα. Ετοιμάζεται να κυκλοφορήσει συλλογή διηγημάτων του μες το 2013.