Σάββατο 13 Ιουλίου 2013

Διήγημα: Στολές


της Γιώτας Δ. Τσιλίκη *

(Για τις Γιώτα και Ματούλα που δεν είναι αριθμοί)

«Στάσου ρε», του φώναξε. «Ακίνητος, μην κάνεις βήμα». Ο μελαμψός άντρας πισωπατούσε κάνοντας μικρά φοβισμένα βηματάκια. Ήταν φανερό ότι ήθελε να αντισταθεί στο διώκτη του. Αυτός τον πλησίασε με την αδρεναλίνη να ξεχειλίζει από τα στενά του μανίκια. Συνέχισε να του δίνει εντολές, να εκτοξεύει απειλές πως θα τον πάει «μέσα». Ο μελαμψός άντρας δεν κρατούσε τίποτα στα χέρια του και μάζεψε τα κουράγια του για να πει «γκιατί πάω μέσα; Ντεν έκανα τίποτα». Τα χέρια του σε διάταση μάρτυρες της αθωότητάς του. Τα κορίτσια είχαν μαζευτεί στο παράθυρο και κοιτούσαν. «Άσε τον άνθρωπο, τι σου έκανε;» φώναξε μία. «Πάψε» της είπαν οι άλλες, θέλεις να βρεις το μπελά σου; «Θα βγω έξω τώρα» είπε αυτή αποφασιστικά. Ο ένστολος δεν της απάντησε, δε βλεφάρισε καν, ωστόσο είχε σταματήσει να φωνάζει σαν μανιακός. Με χαμηλωμένο τόνο συνέχισε να λέει μέσα από τα σφιγμένα του δόντια «Μείνε εκεί που είσαι, βήμα μην κάνεις» κι ο ταλαίπωρος αλλοδαπός συνέχισε να κάνει μικρά ανεπαίσθητα βηματάκια ψάχνοντας τρόπο να ξεφύγει από το δόκανο.

Βγήκε έξω. «Τι γίνεται εδώ;» ρώτησε αλλά δεν της απάντησε ούτε ο διώκτης ούτε ο κυνηγημένος. «Είπα τι γίνεται εδώ, απαιτώ να μου απαντήσετε αμέσως». Ο ένστολος της είπε «Κυρία μου αφήστε μας να κάνουμε τη δουλειά μας». Δεν το έβαλε κάτω. «Έχω δικαίωμα να μάθω. Αν δεν έκανε κάτι σταματήστε αυτή τη στιγμή. Αν έκανε κάτι να τον συλλάβετε αλλά όπως πρέπει. Γιατί τον εκφοβίζετε; Αυτή είναι η δουλειά σας; Να κυνηγάτε όποιον τύχει;». Ο ένστολος δεν απάντησε, ούτε καν την κοίταζε. Μετά από μια παύση είπε «Η δουλειά μας είναι να ελέγχουμε τους παράνομους». Εκείνη επέμεινε. «Μα δεν πουλάει κάτι, αλλά κι αν πούλαγε το κάνει για να ζήσει. Αν δεν έχει να φάει, θα κλέψει. Το πρωί δεν είδατε να μοιράζουν τη δόση στα πρεζάκια; Αυτούς γιατί δεν τους πιάνετε;» Ο αλλοδαπός είχε σαστίσει περισσότερο τώρα. Κοίταζε μια τον έναν, μια τον άλλον τρέμοντας. Ακούμπησε στο πεζούλι. Ο τρόμος έσταζε από τα μάτια του και το κορμί του έτρεμε σαν φύλλο. Είπαν κάτι ακόμα. Η γυναίκα μπήκε στο κτήριο και οι υπόλοιποι διαλύθηκαν. Ο μελαμψός άντρας έμεινε καθισμένος στο πεζούλι κρατώντας το κεφάλι του με τις δύο του παλάμες. Ο άντρας της δημοτικής αστυνομίας έφυγε σε αντίθετη κατεύθυνση μουρμουρίζοντας κάτι βρισιές.

Τα είδα όλα από το μισάνοιχτο παράθυρο της κουζίνας μου. Καθημερινά σκηνικά. Αλλά σήμερα είπα, ευτυχώς που υπάρχουν ακόμα άνθρωποι. Έχω από άλλα χρόνια μια αλλεργία στις στολές. Είμαι προκατειλημμένη, το ξέρω, αλλά δεν μπορώ να το ξεπεράσω. Βλέπω αυτά τα νέα παιδιά να στριμώχνουν τους χυμούς τους μέσα σε ασφυκτικές στολές και λέω, θεέ μου, κάνε κάτι, βγάλε τη δορά του Ηρακλή από πάνω τους, θα σκάσουν. Κρίμα είναι, η πατρίδα δεν έχει πολλούς νέους. Ύστερα γυρίζω στα κατσαρολικά μου και για λίγο ξεχνιέμαι. Για λίγο γιατί τώρα τελευταία εδώ στο κέντρο όλο φασαρίες γίνονται, κόσμος ανεβαίνει για διαδήλωση, οι καταστηματάρχες κατεβάζουν τα ρολά, οι αστυνομικοί αρματωμένοι σαν αστακοί σκορπίζονται στα στενά στους γύρω δρόμους. Οι πιο ξύπνιοι πιάνουν τις γωνίες, αφήνουν τις ασπίδες κάτω και πίνουν καφεδάκι, νευρικοί, έτοιμοι να χυμήξουν στο πρώτο παράγγελμα. Μια μέρα στάθηκα και τους άκουσα που μιλούσαν. «Ρε μαλάκα, δε με φτάνει το μηνιάτικο ούτε μέχρι τις 10 του μήνα. Ο μικρός βλέπεις έχει έξοδα. Εσύ τι κάνεις με το δάνειο;». Ο άλλος ακουμπούσε στον τοίχο. Τράβηξε μια ρουφηξιά καφέ και του είπε «Τίποτα. Τι να κάνω; Δε βγαίνει. Ψάχνω δεύτερη δουλειά. Ο 73 βρήκε, πόρτα σε ένα μαγαζί». Κούνησα το κεφάλι μου κι έφυγα. Του δίνουν τρεις κι εξήντα για να ρίχνει δακρυγόνα στη μάννα του, στον παππού του, στον αδελφό του, κι αυτός εκεί. Νούμερο, έ νούμερο μου ήρθε να του πω, αλλά τι να καταλάβει αφού το συνάδελφό του τον προσφωνεί με αριθμό. Θύμωσα και λυπήθηκα μαζί γιατί η ανάγκη, αυτή η ρουφιάνα η ανάγκη κι ο φόβος της πείνας τους έφεραν εκεί. Θα ξυπνήσουν, είπα που θα πάει. Μια μέρα θα ξυπνήσουν. Όσο τα σκεφτόμουν αυτά και τραβούσα για το σπίτι μου με προσπέρασαν άνθρωποι πασαλειμμένοι με κάτι σαν ασβέστη στο πρόσωπο, τα μάτια κατακόκκινα. Πίσω μας έπεφταν δακρυγόνα και οι κρότου λάμψης έκαναν την ανθρώπινη θάλασσα να κυματίζει άτακτα. Οι αστυνομικοί έλαβαν σήμα και σήκωσαν τις ασπίδες τους.
Η πόλη λόγχιζε τους πολίτες με το αόρατο σύνθημα arbeit macht frei.

Γύρισα το κουμπί του ραδιοφώνου. Οι ειδήσεις δεν ήταν καλές. Θεέ μου είπα, εσύ ανέβηκες στο σταυρό και σου έδωσαν όξος και χολή. Σου τρύπησαν τα πλευρά και το υπέμεινες. Τώρα πρέπει να κάνουν το ίδιο και τα παιδιά σου; Άναψα το καντηλάκι μου και λιβάνισα λίγο να φύγει το κακό. Πήρα τα κλειδιά στο χέρι και έχωσα το τσαντάκι στον κόρφο μου. Έξω έκανε ζέστη αλλά έπρεπε να πάω στο κέντρο, είχα ραντεβού με το γιατρό.
Σιγά σιγά έφτανα, μα όσο πλησίαζα άκουγα σειρήνες περιπολικών να σφυρίζουν μανιασμένα. Αναρωτήθηκα τι να έγινε, η φασαρία ήταν μεγάλη. Είπα να λοξοδρομήσω αλλά πάλι κάτι με τραβούσε προς τα εκεί. Την πλατεία κύκλωναν περιπολικά και μηχανάκια που σφύριζαν μανιασμένα. Νέα παιδιά με πυρωμένα μάτια ακολουθούσαν. Πιο πίσω κόσμος πολύς και συνθήματα. Τι έγινε πάλι; Ρώτησα έναν απ’ αυτούς που στεκόντουσαν στο πεζοδρόμιο. «Διαμαρτύρονται οι εργαζόμενοι στους Δήμους. Δημοτική Αστυνομία, σχολικοί φύλακες, κι άλλοι» μου είπε. «Διώχνουν με συνοπτικές διαδικασίες δυόμισυ χιλιάδες άτομα. Βλέπεις γιαγιά γι’ αυτούς δεν είμαστε παρά αριθμοί στα τραπέζια της Ευρώπης». Συνέχισε να μιλάει αλλά δεν τον άκουγα. Οι άνθρωποι είχαν γίνει αριθμοί, απλά νούμερα, που κάποιος παίρνει ένα μολύβι και τα σβήνει γιατί δεν του βγαίνουν οι λογαριασμοί. Μα εγώ τους έβλεπα, άνθρωποι ήταν, είχαν στην πλάτη τους οικογένειες, μάνες ανήμπορες σαν κι εμένα, παιδιά που ζητάνε βιβλία και παπούτσια. Τους έβλεπα, δεν ήταν στίγματα σε λογιστικό χαρτί, ήταν κοπέλες και παλικάρια. Όμορφα τακτοποιημένα τα μαλλιά τους, τα πρόσωπά τους φωτεινά, έπρεπε να ετοιμάζονται για ραντεβού, να γελάνε. Μα τούτοι φορούσαν τις στολές τους και ήταν στο δρόμο.

Έχω μια αλλεργία με τις στολές, από άλλα χρόνια. Είμαι προκατειλημμένη το ξέρω, αλλά έτσι είναι.
Σήμερα δεν πήγα στο ραντεβού με το γιατρό, έμεινα μέσα στον ήλιο, παρέα με όσους φορούσαν στολή και όσους δε φορούσαν. Τα κρεματόρια αόρατα είχαν στηθεί από καιρό κι έπρεπε να κάνω κάτι, ότι μπορούσα, παρόλα τα χρόνια που φόρτωσε ο καιρός στην πλάτη μου. Κι έμεινα. Γιατί δεν είμαι νούμερο, είμαι άνθρωπος. Για να μη γίνουν γενίτσαροι αυτά τα παιδιά, να μην τα καταπιεί το σκουριασμένο σύνθημα arbeit macht frei, να μη ζητάνε δουλ(εία)ειά αλλά εργασία. Να μη φωνάζουν αλλά να μιλάνε. Να μην οργίζονται αλλά να γελάνε. Να ερωτεύονται, να τακτοποιούν, να δίνουν το χέρι, να γεννάνε, να χαμογελάνε, να χορεύουν, να ταξιδεύουν, να δημιουργούν. Ρομαντικό θα μου πεις, αλλά τι να κάνω; έζησα βλέπεις πολύ καιρό και μυαλό δεν έβαλα.

Α, και για να είμαστε ξηγημένοι, στις στολές εξακολουθώ να έχω αλλεργία. 


* Η Γιώτα ζει και εργάζεται στην Αθήνα. Παρατηρεί το γύρω της κόσμο και καταγράφει ότι αυτός της δίνει. Πιστεύει ότι η κάθε μέρα είναι ένας μοχλός που ανοίγει τις κρυφές πόρτες αυτού του κόσμου του Μικρού του Μέγα. Κάποια κείμενά της βραβεύτηκαν, κάποια όχι. Κάποια δημοσιεύτηκαν, κάποια όχι. Λέει πως έτσι γίνεται. Σημασία έχει να υπάρχει ανοιχτός δίαυλος επικοινωνίας.


 
2013 | ιδεόστατο από την ανοικτή βιβλιοθήκη OPENBOOK Deluxe Templates. WP by Masterplan
Related Posts Plugin for WordPress, Blogger...