της Ελένης Μανιωράκη - Ζωϊδάκη *
(βραβεύθηκε με 2ο Έπαινο στους Πολιτιστικούς αγώνες 2007 του Δήμου Ηρακλείου)
Μια εκτός πολιτισμού πολιτεία, βρίσκεται αιώνες τώρα κρυμμένη πίσω από αδιάβατα βουνά, ξεκομμένη από τον υπόλοιπο κόσμο. Μια απέραντη κοιλάδα της ΕΔΕΜ, που τα πάντα ανθούν τα πάντα καρποφορούν. Την διασχίζει ένας άλλοτε ήρεμος άλλοτε θολωμένος ποταμός που βρήκε πέρασμα μέσα από τη σχισμή των βουνών απελευθερώνοντας τα νερά ποιος ξέρει ποιας ακύμαντης λίμνης .
Απάτητη από τυράννους και τυραννικά καθεστώτα, αμόλυντη από ξενόφερτες ιδέες και πολιτισμούς, ανέγγιχτη από τα ψεύτικα και τα φτηνά.
ΛΑΜΠΑΔΙΑ, ήταν το όνομα της περίεργης αυτής πολιτείας και ΛΑΜΠΑΔΙΑΡΗΣ, το όνομα του ποταμιού.
Στα δύο χώριζε με το οφιοειδές σώμα του ο Λαμπαδιάρης την όμορφη αυτή κοιλάδα, σε δύο εντελώς ανόμοιες περιοχές, σε χώματα και ανθρώπους .
Από δω η ιδανική ευδαίμων πολιτεία της Λαμπαδίας, από κει όλη η κακομοιριά και η μιζέρια..
Άνθρωποι ιδιότροποι, ιδιόρρυθμοι κακοί, κλεισμένοι ο καθένας στο σπίτι του Άγρια ζώα που ζούσαν τρώγοντας τις ίδιες τους τις σάρκες, Απομονωμένοι. με κλειστές πόρτες και παράθυρα, με την υποψία να παίζει κρυφτούλι και στην πιο ανύποπτη κίνηση. Καχύποπτοι βλάστημοι, κρυψίνοες, φύτευαν και εξέτρεφαν την κακία στα σωθικά τους.
Αυτή η κακία φαίνεται που εγκυμονούσαν οι ψυχές τους έκανε να γεννώνται παιδιά με ψυχικά και σωματικά ελαττώματα, τέτοιας μορφής που διεκδικούσαν την αποκλειστικότητα στην εμφύλιο. Λες και έφεραν την κατάρα του θεού στο σπέρμα τους.
Μα αυτό που τους άφησε άναυδους ήταν η γέννηση δυο κοριτσιών σε ένα σώμα με δύο πρόσωπα τρία χέρια, και τρία πόδια. Το ένα χέρι κοινό και στις δύο και το άλλο το χρησιμοποιούσε κάθε μια κατά βούληση . Το χέρι ναι, το πόδι πώς;
Άλαλη έμεινε η μαμή και οι παραβρισκόμενες.
Τι θα έδειχναν στη μάνα που τα γέννησε;
Δημόσιο θέαμα έγιναν. Όλοι πέρασαν να τα περιεργαστούν ακόμη και οι από ΕΚΕΙ.
Τιμωρία θα πουν μερικοί, αμαρτία έλεγαν οι θεοσεβούμενοι, άλλοι θα μιλήσουν για θαύμα.
Ακούστηκε ακόμη και η πιο προχωρημένη άποψη να τα πάνε στο τσίρκο - Οι τυχεροί! ποιος ξέρει μπορεί ν’ άνοιξε η τύχη τους μ’ αυτή τη γέννα!
Μερικοί παρακαλούσαν κιόλας να’ ταν στη θέση τους.
Ό,τι και να ‘ταν διέψευσαν τις προσδοκίες και τους ευσεβείς πόθους των καλοπροαίρετων «ότι τέτοια λάθος γέννα, μόνο πόνο και συμφορές θα κόμιζε στην οικογένεια ή και στην κοινωνία τους ολόκληρη».
Διαψεύστηκαν άπαντες. Κι έζησαν και μεγάλωσαν και περνούσαν απαρατήρητες τώρα, αφού τα μάτια όλων χόρτασαν περιέργεια.
Αυτές πάντως έτσι φυσικά θαρρείς χωρίς καμιά προσπάθεια, μαζί περπατούν, μαζί κάθονται, μα αυτό που ήταν χάρμα οφθαλμών ήταν να τις βλέπεις να χορεύουν .
Τόσο αρμονικά τα βήματά τους, τόσος συγχρονισμός και τέτοια χάρη που οι άλλοι χορευτές μην αντέχοντα ς την σύγκριση έκαναν τόπο στο περίεργο ζευγάρι παραχωρώντας του ολόκληρη την πίστα.
Είχαν όμως και κάτι που ανήκε αποκλειστικά στη κάθε μια χωριστά. «Το όμορφο κεφαλάκι». Σπώντας του νόμους της φύσης ξετρύπωσαν από το κοινό σωματάκι δυο εντελώς διαφορετικά κεφαλάκια. Το ένα μελαχρινό με καταγάλανα μεγάλα μάτια και ολόσγουρα μαύρα μαλλιά. Το άλλο χιονάτο με κατάμαυρα σαν ελιές μάτια και ολόξανθα ίσια σαν στάχυα μαλλιά.
Με το κατάδικό της χέρι καθεμιά, πλενόταν, έτρωγαν, κεντούσαν και χτένιζαν επί ώρες τα υπέροχα μαλλιά που έπεφταν σαν χείμαρρος και στόλιζαν το κοινό τους σώμα. Και το κοινό τους χέρι το χρησιμοποιούσαν σαν βοηθητικό δανείζοντάς το η μια στην άλλη.
Όσο για το κοινό πόδι συγχρονιζόταν έτσι χωρίς δυσκολία εκεί που πήγαιναν τα άλλα δύο σαν κουρντισμένα λες από ένα υπέρτατο νου
Μεγάλωσαν οι διδυμοκόρες και έγιναν το πιο θεσπέσιο σύμπλεγμα που είχε δει ποτέ ανθρώπου μάτι.
Και το ερώτημα το μέγα. Πώς θα παντρευτούν ή καλύτερα ποιος θα τις παντρευτεί.
Μαχαίρι στα στήθη της μάνας η πρωτοφανής αυτή γέννα. Μα τ’ αγαπούσε τα κοριτσάκια της. Τα νανούριζε τα χάιδευε τα κρατούσε αγκαλιά όσο βέβαια χωρούσαν, χτένιζε τα μεταξένια μαλλάκια και τούς έλεγε παραμύθια για μάγισσες και βασιλιάδες (παραμύθι ανερμήνευτο οι ίδιες για την ίδια τους τη μάνα) και για τ’ αρχοντόπουλο που θα τις ξεναγούσε στα μυστήρια του έρωτα .
Και πόσο όμορφα τις έντυνε!
Μόνη της τα σχεδίαζε. Ένα φόρεμα για δύο κορμάκια ενωμένα, πρώτη φορά ράφτηκε από ανθρώπινο χέρι .
Κι ήταν τόσο έντεχνα ραμμένα που θέλεις η ζήλια, θέλεις η περιέργεια την έκαναν την πιο περιζήτητη μοδίστρα ακόμη και στους απέναντι .
Ήταν πανέμορφες, κι ήταν τα πρώτα παιδιά που επέτρεψε η βαλσαμωμένη κακία να τους δοθούν αγάπη και χάδια.
Τις βάφτισαν Ανθίες. Έτσι που έμοιαζαν σαν πρωτόφαντο άνθος ανεξερεύνητης φύσης που από ένα βλαστό ξεπετάχτηκαν σφικταγκαλιασμένα δυο ασυνήθιστα άνθη, μόνο ένα τέτοιο γλυκό όνομα θα τους ταίριαζε ΑΝΘΙΕΣ. Και πόσο συγχρονισμένα και αυτόματα γύριζαν τα δύο κομψά κεφαλάκια στο άκουσμα του ονόματος τους!
Συνηθισμένοι από τα ασυνήθιστα δεν παραξενεύτηκαν κι όταν βρέθηκε άνδρας και τι άνδρας από αυτούς που ονειρεύεται η κάθε αρχοντοκοπέλα.
Ο Χαρίδημος, ένας από τους γιους του τυφλού Ιερεμία και της Αντιόπης (από απέναντι). «Έκανε γιους αυτός ο βοσκός να βολέψει ακόμη και αυτές που δεν είχαν στον ήλιο μοίρα» θα πουν οι φαρμακερές γλώσσες.
Ο γάμος αυτός ήταν η γέφυρα που ένωσε τις δύο κοινωνίες τις τόσο διαφορετικές και τις τόσο άνισα ευνοούμενες από τους θεούς, που τις χώριζε ένα λαμπαδιασμένο ποτάμι και τις ένωνε μια τοξωτή γέφυρα
Δίχασε και θορύβησε ο παράδοξος αυτός γάμος την αποκομμένη από τον πολιτισμό και τα τερτίπια του, κοινωνία της Λαμπαδίας.
Μα πώς γίνεται; πως είναι μπορετό να έχουν τον ίδιο άνδρα δύο κορμιά; Δυο καρδιές, πως θα συγχρονιστούν να κτυπάνε στον ίδιο ρυθμό; Ποια χείλη θα πρωτοφιλήσει; Και πώς θα μοιράσει ακριβοδίκαια την αγάπη και τα χάδια του; Κι αν η ζήλια που πάντα συνοδεύει το μοίρασμα της αγάπης απλώσει τα δολερά πλοκάμια της στις όμορφες Ανθίες; Ποια εξέλιξη θα έχει μια τέτοια ζήλια ; Πώς να ζηλέψεις το άλλο στην κυριολεξία μισό σου;
Κάστρα ιδεών και προκαταλήψεων έμελλε να γκρεμίσει αυτός ο γάμος. Οι γονείς του γαμπρού συμφώνησαν. Και πως μπορούσαν να μη συμφωνήσουν οι καλοί αυτοί άνθρωποι, ο Ιερεμίας και η Αντιόπη. Με την ανατροφή που είχαν δώσει στα παιδιά τους, είχαν εμπιστοσύνη στην κρίση τους.
Εξάλλου τα ίδια με μικρότερη δόση περιέργειας δεν είχαν ακουστεί και στο δικό τους γάμο;
Ασύλληπτο φάνταζε και τότε, η όμορφη ψυχοκόρη του Αρχοντογιάννη να παντρευτεί τον τυφλό βοσκό του. Κι όμως ο γάμος πέτυχε και χάρισε στην Λαμπαδία επτά λεβέντες γιους για όλα τα γούστα, μια μοναχοκόρη τη Μυρσίνη, με μια τόση φινέτσα και μοναδική ομορφιά που καμιά στην Αστροπολιτεία δεν μπορούσε να παραβγεί μαζί της και μία ανεξήγητη γέννα ένα νεγράκι το Ροδίωνα, που ο ερχομός του ξάφνιασε και σόκαρε την όμορφη εκτός πολιτισμού Πολιτεία .Δέχτηκαν λοιπόν αυτό το γάμο κι αν είχαν κάποιο δισταγμό τον κράτησαν τόσο επιμελώς κρυμμένο που φάνταζε στα μάτια των άλλων χαρά και ευτυχία. Μα και ο Χαρίδημος ήταν τόσο γλυκός και ευαίσθητος που τίποτα δεν είχαν να φοβηθούν.
Τους έλιωσε όλους η περιέργεια την πρώτη νύχτα του γάμου.
Θα πουλούσαν την ψυχή τους στο διάβολο να βγαίναν από το σώμα τους αόρατοι να γινόταν για να απολαύσουν το θέαμα.
Λίγο πολύ όλοι γνώριζαν τα μυστικά της πρώτης νύχτας ενός γάμου, αλλά το αποψινό μια φορά στα χίλια χρόνια ή και καθόλου μπορούσε να συμβεί.
Κανένας δεν είδε αλλά όλοι κατάλαβαν όταν διάβασαν την ευτυχία το ξημέρωμα στο πρόσωπό τους.
Άριστος μαέστρος ο Χαρίδημος κατάφερε να μοιράσει εξίσου τα φιλιά του στα γλυκά στοματάκια, που αμάθητα και ντροπαλά καθώς ήταν άνοιγαν ηδονικά και αδιαμαρτύρητα και ρουφούσαν τη γλύκα από τα λατρεμένα χείλη που τόσο αναπάντεχα τούς χαρίστηκαν.
Κι όταν άπλωσαν από ένα χέρι η κάθε μια και χάιδεψαν το σγουρό του κεφάλι,( το τρίτο το κράτησαν σε απραξία) ολόρθος ο ανδρισμός του βρήκε το πέρασμα και μπήκε στο μοναδικό άνοιγμα που διέθετε το περίεργο αυτό σώμα.
Αυτό άξιζε σίγουρα τον κόπο να το δει κανείς γιατί κανένας νους δε μπορούσε να το συλλάβει.
Μια ηδονικά πονεμένη κραυγή βγήκε ταυτόχρονα από τα δύο στοματάκια και δασκαλεμένο λες από χρόνια άρχισε τα λικνίζεται στο χορό του έρωτα το κοινό τους σώμα.
Μια εμπειρία ασύλληπτης ηδονής για τον Χαρίδημο και μια ευτυχία ερχόμενη από το πουθενά για τις Ανθίες .
Έζησαν κι τρεις τους τρισευτυχισμένοι. Με τον καιρό τόσο συντονισμένες ήταν οι κινήσεις τους, που και οι δυο μαζί, άπλωναν τα χέρια και τα τρία πόδια τους, τις οδηγούσαν κατευθείαν στην αγκαλιά του .
Έφθασαν σε τόσο συγχρονισμό που έλεγαν μαζί τ’ όνομα του.
Κι η εγκυμοσύνη ήρθε και τις ωδίνες μοιράστηκαν και όλα τα μοιράστηκαν τόσο ακριβοδίκαια που ο Χαρίδημος ένιωσε ότι αγαπήθηκε όσο κανένας άλλος άνδρας δεν αξιώθηκε ν’ αγαπηθεί τόσο ανώδυνα από δυο συγχρόνως γυναίκες.
Τα μωρά τους είχαν δύο αγκαλιές, δυο στόματα να τα φιλούν να τους λένε γλυκόλογα και να τα νανουρίζουν.
Και γεννήθηκαν πολλά μωρά, όμορφα και τροφαντά διαψεύδοντας τους ευσεβείς πόθους και προβλέψεις που διέβλεπαν πολλά εκτρώματα της φύσης (αν μπορούσε να θεωρηθεί έκτρωμα το θεσπέσιο αυτό σύμπλεγμα των κορασίδων ) να κυκλοφορούν στην απομονωμένη πολιτεία τους
Όσοι ήθελαν να το δουν το είδαν το είδαν κι αυτό.
Μ’ αυτές τις διδυμοκόρες άρχισε να λιώνει η κακία από τις αμπαρωμένες καρδιές, (λίγοι είχαν το θλιβερό προνόμιο να την διεκδικούν και οι άλλοι τους την άφησαν όλη δικιά τους). Έτσι λιγόστεψε η κακία στη γείτονα πόλη της Λαμπαδίας.
Οι διδυμοκόρες που είχαν ένα κορμό, τρία χέρια, τρία πόδια, ένα κεφάλι διέθεταν και μια καρδιά που χωρούσε τόση αγάπη που έφθανε και περίσσευε για όλους τους στερημένους, γι’ αυτούς που δεν τόλμησε ποτέ κανείς ν’ ανοίξει ένα μικρό χώρο στο άβατο της καρδιάς τους να παραμερίσει την κακία και να φυτέψει το σπόρο της αγάπης. Κι η αγάπη θ’ άνθιζε, γιατί η αγάπη πάντα είναι ταγμένο να νικά.
Αυτό που ονόμασαν τιμωρία, σφάλμα της φύσης, διαβολογέννημα, έδιωξε από τον τόπο την ομίχλη που σκέπαζε κλειστές, αγέλαστες, δυστυχισμένες υπάρξεις και έφεραν το χαμόγελο στα χρόνια αγέλαστα χείλη .
Σωτήρια γέννα το ονόμασαν τώρα.
Όταν έφθασαν σε βαθιά γεράματα οι αγαθές αυτές υπάρξεις, έκλεισαν τα μάτια τόσο συγχρονισμένα, έχοντας αγκαλιάσει με το κατάδικό τους χέρι η μία την άλλη. Με ακουμπισμένα τα γκρίζα τους κεφάλια και με μια μακάρια έκφραση, τέλειας ευδαιμονίας στο γερασμένο πρόσωπό τους, έδωσαν λύση στο μέγα αίνιγμα του θανάτου τους, με δακρυσμένα γύρω τους παιδιά κι εγγόνια.
Ενταφιάστηκαν μαζί αφήνοντας να πλανάται η απορία.
Στην απεραντοσύνη της αιωνιότητος μια ή δυο ψυχές θα αντιπροσωπεύουν τις «τεθνηκυίες ΑΝΘΙΕΣ».
Χρόνια πολλά αργότερα, πάνω σε ένα πεπαλαιωμένο τάφο, μια φωτογραφία δύο αλλόκοτων αγκαλιασμένων κορασίδων θα τραβάει τα περίεργα μάτια των περαστικών.
Η ζωή τους έγινε μύθος που διαιωνίστηκε στην ευρύτερη περιοχή της Λαμπαδίας, τόσο που οι Ανθίες κατατάχτηκαν στο πάνθεο των αθανάτων, όχι τόσο για την πρωτοφανή τους εμφάνιση, όσο για το ότι κατάφεραν να εξορκίσουν την κακή ενέργεια της περιοχής, να διαλύσουν τις έχθρες και να γίνουν ΜΕΣΙΕΣ τις αγάπης. Ήταν δυο άγγελοι της γης, που μέσω αυτών οι κοσμικές δυνάμεις θέλησαν να δώσουν το μήνυμα πως όλοι έχουμε δικαίωμα στη ζωή, όλοι έχουμε δικαίωμα στην αγάπη.
Απόστολοι της αγάπης διακήρυξαν πως «ΟΠΟΙΟΣ ΘΕΛΕΙ ΜΠΟΡΕΙ».
* Η Ελένη Μανιωράκη – Ζωϊδάκη γεννήθηκε στον Πανασσό Ηρακλείου Κρήτης. Σπούδασε στην Παιδαγωγική Ακαδημία Ηρακλείου. Έχει εκδόσει τις ποιητικές συλλογές: «Τον έρωτα τραγούδησα, τη φύση και το άπιαστο», «Στην ενδοχώρα των αισθημάτων», «Με τα φτερά του Πήγασου», τα μυθιστορήματα «η ορχήστρα των θεών και μια παραφωνία» και «Φιλοξενία κι έρωτας στα χρόνια της λέπρας» (υπό έκδοση). Έχει βραβευτεί έξι φορές σε πανελλήνιους διαγωνισμούς και μία σε διεθνή. Ποιήματά και σχόλια της δημοσιεύονται στον τοπικό τύπο, στα περιοδικά «Πνευματικοί Σταλακτίτες», «Εκπαιδευτικοί προσανατολισμοί», «Δευκαλίων ο Θεσσαλός «Λογοτεχνική δημιουργία» «Νέα Αριάδνη» κ.α. Είναι μέλος της Εταιρίας Λογοτεχνών, της Ένωσης Ελλήνων Λογοτεχνών ΑΘΗΝΑ και του Συνδέσμου Λογοτεχνών Ηρακλείου ΚΡΗΤΗ.