της Έφης Χαϊμάνη *
Για την Τ. και την Α.
Οι φίλοι μου πάντα μου έλεγαν «Α ρε Μαράκι, πώς τα καταφέρνεις και είσαι πάντα αισιόδοξη?». Δεν ξέρω πως. Ίσως φταίει το dna. Ίσως το έχω από την φύση μου. Ίσως είναι και ένας τρόπος άμυνας. Ότι όμως και να μου συνέβαινε στη ζωή μου, πάντα έβρισκα την θετική πλευρά.
Έτσι και τώρα. Βλέπω γύρω μου πρόσωπα ανθρώπων λυπημένα, κουρασμένα, απορημένα, σαστισμένα. Βλέπω και νιώθω όλο αυτόν τον πανικό που επικρατεί. Σε καθημερινή βάση. Τον τύπο στο μετρό που σε στραβοκοιτάει και ψάχνεται να σου την πει αν καταλάθος πέσεις πάνω του. Την κυρία που προσφέρεσαι να την βοηθήσεις και σε αγριοκοιτάει λές και πας να την κλέψεις. Τον περιπτερά που του λές «καλημέρα!!» και σου απαντά «που την είδες?». Και μένεις κάγκελο. Τον πελάτη που θα σε πάρει τηλέφωνο για να τον βοηθήσεις και αν πρώτα δεν σιχτιρίσει όλο σου το σόι, δεν φωνάξει με ότι φωνή του απέμεινε ή δεν σε βρίσει, δεν θα ηρεμήσει. Την κοπέλα που σου φτιάχνει τον καφέ στην καφετέρια, που της αφήνεις έστω ένα 50 λεπτο μπουρμπουάρ και σε κοιτάει σαν να σου λέει «μόνο αυτά κοπελιά?». Και το αρπάζει να το βάλει στο χέρι της με τέτοια δυσκολία και σιχαμάρα λες και της έδωσες σκατά να πιάσει.
Πώς γίναμε έτσι ρε γαμώτο?
Κάθομαι αρκετές φορές στο Σύνταγμα, παίρνω καφέ στο χέρι και παρατηρώ τους ανθρώπους. Μου αρέσει αυτό το παιχνίδι. Το κάνω από μικρή. Προσπαθώ να μάθω τι σκέφτονται. Ποια φάση της ζωής τους διανύουν. Και νομίζω ότι τους διαβάζω αρκετά καλά. Όμως και αυτό το παιχνίδι όταν σκοτεινιάσει γίνεται λίγο τρομακτικό. Βλέποντας όλες αυτές τις φάτσες κάποιες στιγμές ανατριχιάζεις. Αγριεύεσαι. Τρομάζεις. Καμμία ευτυχία. Κανένα ήρεμο βλέμμα. Όλοι άγριοι έτοιμοι να σε κατασπαράξουν στην πρώτη ευκαιρία.
Αρνούμαι όμως να μουντρουχιάσω και να γίνω το ίδιο. Κάθε καινούργια μέρα έχει κάτι καινούργιο να μου δώσει. Κάθε πρωί που βγαίνω από το σπίτι κοιτάζω ψηλά τον ουρανό και ευχαριστώ το σύμπαν που μπορώ και βλέπω, αναπνέω, μυρίζω, αισθάνομαι. Ευχαριστώ όλους τους ανθρώπους που πέρασαν από την ζωή μου. Και ας με πλήγωσαν. Και ας με αγάπησαν. Και ας με αντιπάθησαν. Εγώ τους ευχαριστώ! Αρνούμαι να γκρινιάζω όλη την ώρα. Αρνούμαι να νιώθω ένοχη. Αρνούμαι να προσπαθούν κάποιοι να με πείσουν ότι δεν αξίζω. Ότι δεν είμαι ικανή. Ότι είμαι λίγη. Γιατί ξέρω ποια είμαι. Και γνωρίζω πολύ καλά, ότι κάθε μέρα δίνω το 100% του εαυτού μου για να ανταπεξέλθω σε όλες τις αντίξοες συνθήκες.
Δεν περιμένω να ακούσω ευχαριστώ από κανέναν. Ούτε μπράβο. Το δίνω μόνη μου στον εαυτό μου και το δίνω απλόχερα. Είμαι δίπλα σε όποιον με χρειάζεται. Και αν δεν μπορώ να τον βοηθήσω υλικά θα καθίσω να τον ακούσω. Πόσες φορές έχετε κάτσει να ακούσετε πραγματικά κάποιον? Να περάσουν 10 λεπτά από τον μονόλογό του και να θυμάστε ότι ακριβώς σας είπε. Να μην ξεχάσετε ούτε ένα και. Πόσες?
Πόση ανάγκη έχουν οι άνθρωποι, κάποιον δίπλα τους για να μιλήσουν. Πόσο εύκολα να ξέρατε μπορεί κανείς να πιάσει κουβέντα με κάποιον άγνωστο. Τις προάλλες λίγο πριν την δουλειά σταμάτησα να πάρω ένα καφέ. Κάθισα μόνη μου στο τραπέζι και μετά από λίγο ήρθαν δύο κυρίες και κάθισαν στην άκρη του τραπεζιού, γιατί δεν υπήρχε ελεύθερο κάθισμα. Με κοίταξαν διστακτικά. Τους χαμογέλασα. Κατάλαβαν το σύνθημα μου, ότι μπορούν να καθίσουν και ότι φυσικά δεν ενοχλούσαν. Άρχισαν να μιλάνε για τις απεργίες, την κατάντια μας, την πίεση. Ξαφνικά συζητάγαμε και οι τρεις μαζί λες και γνωριζόμασταν από καιρό. Τόσο απλά. Ένα χαμόγελο ήταν αρκετό για να συνειδητοποιήσουμε πόσα κοινά έχουμε μεταξύ μας.
Δεν καταλαβαίνω λοιπόν γιατί τόσα νεύρα. Γιατί χάθηκε η ευγένεια. Γιατί χάθηκε η καλοσύνη, η αλληλεγγύη. Που πήγε τόση αγάπη? Που πήγαν τα θέλω μας. Η υποστήριξη που είχαμε σε δύσκολη στιγμή. Πού χάθηκαν όλοι? Σε ποια τρύπα έχωσαν το πρόσωπό τους και κρύβονται λές και έκαναν σκανταλιά και περιμένουν κάποιος να τους ανακαλύψει για να τους τιμωρήσει? Γιατί έγιναν όλοι θύματα? Θύματα μιας αποτυχημένης κυβέρνησης, θύματα μιας κοινωνίας που το μόνο που αναζητά είναι χρήματα. Που τα μόνα ιδεώδη είναι ο δόλος, η κλεψιά, η πονηριά και πώς θα κερδίσω εγώ για να χάσεις εσύ.
Ξυπνήστε λοιπόν! Σηκωθείτε από τον καναπέ. Νιώστε τον ρυθμό αυτής της πόλης. Έχει ακόμα τόσα πολλά να μας δώσει. Βοηθήστε, αγαπήστε, μιλήστε με τον διπλανό σας. Τον γείτονα. Τι χρειάζεται? Τι χρειάζεστε εσείς από εκείνον? Επικοινωνήστε. Μην κλείνετε πόρτες και παράθυρα. Μην βουλιάζετε στον καναπέ και στην τηλεόραση. Πετάξτε την! Τα κακά νέα πάντα μαθαίνονται γρήγορα άλλωστε. Ζήστε την ζωή. Κάντε όνειρα όπως όταν ήσασταν παιδιά. Ανοίξτε την καρδιά σας.
Μην υποτάσσεστε σε κανέναν. Μην αφήνετε να σας μειώνουν μόνο και μόνο επειδή νομίζουν κάποιοι ότι μπορούν. Αντιδράστε. Σκεφτείτε καλά πρίν δώσετε μια απάντηση αλλά να την δώσετε.
Μην την αφήσετε να πάει στράφι.
Μην επιτρέψετε να έρθει η στιγμή που θα πείτε … «αν τότε έπαιρνα εκείνη την απόφαση όλα τώρα θα ήταν διαφορετικά». Τολμήστε για να ζήσετε!
* Η Έφη Χαϊμάνη, γεννήθηκε το 1975 στο Βύρωνα. Είναι απόφοιτη ΤΕΛ, με ειδικότητα «Γραμματειακή Υποστήριξη» και απόφοιτη από το ΙΕΚ ΟΜΗΡΟΣ με ειδικότητα «Μηχανογραφημένο Λογιστήριο». Τα τελευταία 15 χρόνια εργάστηκε σε 4 διαφορετικές εταιρείες, και σε πολλές παράλληλες δουλειές για να μπορέσει να βγάλει τα προς το ζην και φυσικά τίποτα από τα παραπάνω εφόδια δεν της φάνηκε χρήσιμο. Έχει γράψει κείμενα τοπικής εφημερίδας για το χωριό από το οποίο κατάγεται, στο Νομό Φωκίδας, και προσπαθεί να τελειώσει ένα μυθιστόρημα. Χαμογελάει σε όλα τα ευτράπελα που της συμβαίνουν κατά καιρούς, και πιστέψτε την είναι αρκετά!