Ποια είναι η λιγότερο αγαπημένη σου λέξη; Μεράκι. Λαθρομετανάστης. (Ρατσιστικό, μηντιακό). Τσούλα. (σεξιστικό, πατριαρχικό: ‘τσούλος’ π.χ. δεν υπάρχει.)
Τι σε ανεβάζει δημιουργικά, πνευματικά και συναισθηματικά; Φορτισμένα φιλιά που αντιστοιχούν σε χέρια που λατρεύουν το δέρμα μου. Κουβέντες με αισιόδοξους ανθρώπους που λένε την αλήθεια στα μούτρα, που μπορούν να τη δουν και να με δουν. Άνθρωποι δίχως πόζα, κάπως ξεβράκωτοι, ευάλωτοι. (Νάτο το ‘βρακί’). Η Καβάλα - κάθε φορά που ανηφορίζω προς τα πάνω νιώθω σαν το δράκουλα που επιστρέφει στο κάστρο του. Το διάβασμα υπέροχων βιβλίων. Να χορεύω, να κολυμπάω, να τραγουδάω, να ακούω μουσική. Η θάλασσα όλες τις εποχές, μια βραδιά στην Πάτι Σμιθ, στους Portishead, στον Πανούση. Ο έρωτας με ανεβοκατεβάζει σαν ασανσέρ.
Τι σε ρίχνει; Η έλλειψη αγάπης, θάλασσας, ζεστής σοκολάτας κι ενός σταθερού σημείου στη ζωή. Η έλλειψη δημοσίευσης. Όταν γράφω (δηλαδή συνέχεια) και δε δημοσιεύω - λόγω δικού μου εσωτερικού μπλοκαρίσματος ή ξέρω γω διάλυσης του εκδοτικού μου ή καθήλωσης στο τραύμα μιας κακιάς κριτικής- αρρωσταίνω. Γράφω για να διαβάζομαι, όχι για το συρτάρι. Για τους άγνωστους που θα ταυτιστούν, θα γοητευτούν από την ουσία ή από τον φορμαλισμό μου. Αν δε βγάλω γρήγορα το καινούριο βιβλίο, μπορεί να πηδήξω από κανέναν όροφο. Όχι πολύ ψηλό όμως.
Ποια είναι η αγαπημένη σου βρισιά; Γαμώ το μπελά σου.
Ποιον ήχο αγαπάς; Τη φωνή του μπαμπά μου στο τηλέφωνο. Το μουγκρητό του Τομ Γουέιτς, των Τάιγκερ Λίλις, της Έιμι. Τον ήχο της φωνής που με αποκαλεί «λατρεμένο μου ούφο». Τον ήχο της σόλας του παπουτσιού μου που σέρνεται στο πάτωμα με μετρονομική ακρίβεια πίσω από τον καβαλιέρο, καθώς το μπαντονεόν τα χώνει στο βάθος και ξαφνικά τινάζεται ψηλά, στο ύψος της μουσικής. Τον ήχο της φωνής που έλεγε στον διπλανό μου σ’ ένα μπαρ, χωρίς να ξέρει ποια είμαι, «Διάβασα την ‘Καύλα των άλλων’ στη LIFO, φίλε, έτσι ακριβώς.»
Ποιον ήχο μισείς; Τη φωνή που χώνεται επίτηδες, επιθετικά, συριστικά στ’ αυτιά μου, όλο απαίτηση, δράμα και χειριστικότητα, με άλλοθι κάποιου είδους παθολογική δήθεν αγάπη που δικαιολογεί τα πάντα.
Ποιο επάγγελμα, διαφορετικό από το δικό σου, θα ήθελες να δοκιμάσεις; Δε μ’ αρέσουν οι κανονικές δουλειές. Μ’ αρέσουν οι μανίες από τις οποίες μπορεί να βγάλεις και λεφτά. Όπως εγώ ενίοτε από τη λογοτεχνία - παρότι μου έχουν κλέψει πολλά. Είμαι πολύ τυχερή και άτυχη, διότι αυτό θέλω να κάνω και το θέλω πολύ. Αυτή που θέλει να κεντάει και γίνεται κεντήστρα, αυτός που τραγουδάει στο μπάνιο και στα μπαρ, ο σεξ-άντικτ που γίνεται ζιγκολό: όλοι αυτοί έχουν νόημα για μένα.
Ποιο επάγγελμα δεν θα ήθελες να κάνεις; Νοσοκόμα, γιατρός, οτιδήποτε σε φέρνει σε επαφή με πόνο, δυστυχία, νοσοκομεία, ούρα, πάπιες, κόπρανα, ξένο δέρμα και αίμα. Υπό αυτή την έννοια δε θα μπορούσα να γίνω ούτε πουτάνα.
Αν υπάρχει Παράδεισος, τι θα ήθελες να ακούσεις τον Θεό να λέει όταν φτάσεις στις πύλες του; «Έχεις άλλη μία ευκαιρία. Τσου τσουπ, άντε πάλι πίσω. Αυτή τη φορά να κοιμάσαι, να πίνεις νερό, να αναπνέεις σωστά, να μην τρως τη μερέντα και την ανασφάλεια με το κουταλάκι, να ακούς περισσότερη μουσική, να είσαι καλή με τους άντρες και ιδίως να μη φοβάσαι παιδί μου! Ο φόβος τρώει τα έρημα.» Και να μου δώσει ένα ενθαρρυντικό χτυπηματάκι στην πλάτη. Διότι αυτήν την ευτυχία με το αιώνιο αραλίκι στη νιρβάνα/παράδεισο δεν είμαι ακόμα αρκετά εξελιγμένη για να την ποθήσω.
* Η Εύη Λαμπροπούλου γεννήθηκε στην Καβάλα. Έχει γράψει τα βιβλία, «Χάπι Λου», «Σχεδόν Σούπερ», «Όλα τα μήλα» και το πρότζεκτ “HEART, NOT SHOES”. Λέει να εκδώσει το ΛΑΒ: Ένα βιβλίο για την ευτυχία, τις φερορμόνες, τον φασισμό εσωτερικού κι εξωτερικού χώρου. Περιέχει φίλους, άστεγους, ξύλο, μπαλκόνια, σεξ, Ρίτα Σακελαρίου, πεντικιούρ και λίγη αγάπη. Ο προσωπικός της ιστότοπος βρίσκεται στη διεύθυνση: www.evi-labropoulou.com
Οι 10 ερωτήσεις προέρχονται από το δημοφιλές τοκ-σόου "Bouillon de Culture", με παρουσιαστή τον Bernard Pivot, που προβαλλόταν στο γαλλικό κανάλι France 2 από το 1991 έως το 2001.